Role Playing Writing Game
Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
"Τιμ, λίγο πιο αριστερά στον ώμο αχ ναι, έλα λίγο ακόμη πιο κάτω τέλειο." Ο Τιμ έκραζε χαρωπά καθώς έπαιζε με το ξωτικό καθώς ξεκινούσαν να ξαναμπούν στις στοές.
Εξοπλισμένοι πλέον έφτασαν γρήγορα στο σημείο που ηταν το κουφάρι της μητέρας του Ρόρο, λίγο πιο δεξιά μια νέα υποστοά προσκαλούσε τον κοσμο στα έγκατα της σπηλιάς.
Καθώς προχωρούσαν ένιωθαν ότι περνούσαν το επίπεδο της θάλασσας, η θερμοκρασία και η ατμόσφαιρα άλλαζαν, και η αίσθηση του χώρου ήταν διαφορετική.
Ύστερα από μισή ώρα κατάβασης έφτασαν σε ενα κοίλωμα με παράξενος ανάγλυφο που θύμιζε στάλακτες σπηλιάς. Με μια πιο προσεκτική ματιά το ξωτικό κατάλαβε οτι οι στάλακτες δεν ήταν αθώες προεξοχές του σπηλαίου.
Οι στάλακτες είχαν διαφορετική σύσταση από τα τοιχώματα και φώτιζαν αλλιώς με μια ελαφριά ιώδη ιριδίζουσα απόχρωση. Καθώς γύρισε να εξηγήσει στη Σόρμπι τι είδε, είδε τα δύο ζώα κοκκαλωμένα στο έδαφος σε αφασία.
Στιγμές αργότερα ένιωσε και ο ίδιος μια ελαφριά ζαλάδα. Καθώς πάσχισε να συνέλθει, ένας σταλαγμίτης πήρε ανθρώπινη μορφή και ξεκίνησε να τον πλησιάζει. Με κάθε της βήμα η μορφή έπαιρνε πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ώσπου σε μικρή απόσταση το έφτασε, μια ιριδίζουσα σκιά της Σόρμπι!!!
Καθώς έγειρε να δει που ήταν η πραγματική Σόρμπι, η σκιά τον άρπαξε απ το σαγόνι και τον πλησίασε να τον φιλήσει. Με το που τον άγγιξε στα χείλη, τον διαπέρασε ένα ενεργειακό κενό και τα πάντα χάθηκαν. Έμεινε μόνος του σε αχανές, ατελείωτο και απροσδιόριστο σκοτεινό χώρο...
Εξοπλισμένοι πλέον έφτασαν γρήγορα στο σημείο που ηταν το κουφάρι της μητέρας του Ρόρο, λίγο πιο δεξιά μια νέα υποστοά προσκαλούσε τον κοσμο στα έγκατα της σπηλιάς.
Καθώς προχωρούσαν ένιωθαν ότι περνούσαν το επίπεδο της θάλασσας, η θερμοκρασία και η ατμόσφαιρα άλλαζαν, και η αίσθηση του χώρου ήταν διαφορετική.
Ύστερα από μισή ώρα κατάβασης έφτασαν σε ενα κοίλωμα με παράξενος ανάγλυφο που θύμιζε στάλακτες σπηλιάς. Με μια πιο προσεκτική ματιά το ξωτικό κατάλαβε οτι οι στάλακτες δεν ήταν αθώες προεξοχές του σπηλαίου.
Οι στάλακτες είχαν διαφορετική σύσταση από τα τοιχώματα και φώτιζαν αλλιώς με μια ελαφριά ιώδη ιριδίζουσα απόχρωση. Καθώς γύρισε να εξηγήσει στη Σόρμπι τι είδε, είδε τα δύο ζώα κοκκαλωμένα στο έδαφος σε αφασία.
Στιγμές αργότερα ένιωσε και ο ίδιος μια ελαφριά ζαλάδα. Καθώς πάσχισε να συνέλθει, ένας σταλαγμίτης πήρε ανθρώπινη μορφή και ξεκίνησε να τον πλησιάζει. Με κάθε της βήμα η μορφή έπαιρνε πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ώσπου σε μικρή απόσταση το έφτασε, μια ιριδίζουσα σκιά της Σόρμπι!!!
Καθώς έγειρε να δει που ήταν η πραγματική Σόρμπι, η σκιά τον άρπαξε απ το σαγόνι και τον πλησίασε να τον φιλήσει. Με το που τον άγγιξε στα χείλη, τον διαπέρασε ένα ενεργειακό κενό και τα πάντα χάθηκαν. Έμεινε μόνος του σε αχανές, ατελείωτο και απροσδιόριστο σκοτεινό χώρο...
...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...


Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Η Σόρμπι κοιτούσε σχεδόν μαγεμένη τον χώρο στον οποίο κατέληξαν. Λίγα βήματα πιο μέσα στην φωτεινή σπηλιά και έμεινε αποσβολωμένη να κοιτά έναν τεράστιο βράχο άλατος. Ένιωσε να ζαλίζεται, όταν άκουσε την φωνή του μπαμπά της να την καλεί. "Μπαμπά;" φώναξε μα απάντηση δεν πήρε. Η φωνή απλά επαναλάμβανε το όνομά της ξανά και ξανά. Η Σόρμπι γύρισε να βρει τον Τσέκμειτ αλλά συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνη της. Ούτε ο Τιμ ήταν κάπου, ούτε ο Ρόρο. Η φωνή γινόταν όλο και πιο επιτακτική και δυνατή και η Σόρμπι αποφάσισε να την ακολουθήσει. Την οδήγησε πίσω από τον βράχο άλατος, πιο μέσα στην σπηλιά όπου τα ιριδίζοντα χρώματα έπαιρναν μια μωβ και μπλε απόχρωση. Και όσο απίστευτο κι αν της φαινόταν, ο μπαμπάς της στεκόταν εκεί. Της είχε πλάτη και καθόταν μπροστά από μια τεράστια στρογγυλή στήλη...άλατος. Η στήλη αυτή είχε ένα ασημένιο χρώμα που το ένιωθε σα χάδι πάνω της. "Μπαμπά;" ξανά με απορία. Η πατρική φιγούρα γύρισε να την κοιτάξει και η Σόρμπι έτρεξε με δάκρυα χαράς να την αγκαλιάσει.
Την στιγμή της ένωσης η πατρική φιγούρα εξαφανίστηκε σαν νέφος και την θέση της πήρε ο Τσέκμειτ. Την αγκάλιαζε σφιχτά πάνω του. "Το ξέρω πως και εσύ το θες" της ψιθύρισε. "Και γω το ένιωσα από την πρώτη στιγμή. Αυτή την σπίθα της αδρεναλίνης. Σε θέλω" της είπε και την φίλησε παθιασμένα. Η Σόρμπι έμεινε στο φιλί του, μα έπειτα σε ελάχιστες στιγμές διαύγειας τον έσπρωξε μακριά "Τσέκμειτ προέχει η δουλειά. Αυτό το είχαμε συμφωνήσει." "Ασφαλώς, απάντησε εκείνος, αλλά αυτό δεν σημαίνει οτι δεν μπορούμε να περάσουμε καλά στην πορεία" είπε και έγλειψε τα χείλη του με φανερή λαχτάρα. Η Σόρμπι πήρε τον χρόνο της και για πρώτη φορά άρχισε να σκέφτεται σοβαρά τι συνέβαινε με τον Τσέκμειτ. Λίγα φιλιά εδώ, λίγο πάθος εκεί, αλλά τι συνέβαινε πραγματικά...
"Όχι, είπε ξανά, διάλεξα την μπίζνα. Η μπίζνα θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη και πρέπει να είμαι συγκεντρωμένη εκεί. Αλλιώς θα πεθάνουν κι άλλοι"
Η φιγούρα του Τσέκμειτ γέλασε χαιρέκακα, ενώ άρχισε να την πλησιάζει. Φτάνοντας μπροστά της, έφερε το χέρι του και πέρασε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. "Με θέλεις και εσύ. Σε μαγνητίζω πάνω μου." είπε και έφερε το χέρι της πάνω στο στήθος του. Η Σόρμπι ξεροκατάπιε. Με απαλές κινήσεις αφαίρεσε την μπλούζα του και η Σόρμπι είδε μια μεγάλη ουλή στο αριστερό πλευρό του. Κατεύθυνε το χέρι της αλλού και η Σόρμπι ένιωσε τον ανδρισμό του να πάλλεται. Τον έσπρωξε μακριά της δυνατά και άρχισε να αναπνέει γρήγορα από την ένταση της στιγμής. "Είπα όχι!" φώναξε "Όχι! Πρέπει να κάνω άλλα πράγματα!" Ο Τσέκμειτ γέλασε ξανά "Πόσο σίγουρη είσαι για αυτό που μου λες; Μόλις όλα σκοτεινιάζουν, ξέρω οτι με θες" είπε ο Τσέκμειτ, αλλά διατήρησε την απόστασή τους.
Την στιγμή της ένωσης η πατρική φιγούρα εξαφανίστηκε σαν νέφος και την θέση της πήρε ο Τσέκμειτ. Την αγκάλιαζε σφιχτά πάνω του. "Το ξέρω πως και εσύ το θες" της ψιθύρισε. "Και γω το ένιωσα από την πρώτη στιγμή. Αυτή την σπίθα της αδρεναλίνης. Σε θέλω" της είπε και την φίλησε παθιασμένα. Η Σόρμπι έμεινε στο φιλί του, μα έπειτα σε ελάχιστες στιγμές διαύγειας τον έσπρωξε μακριά "Τσέκμειτ προέχει η δουλειά. Αυτό το είχαμε συμφωνήσει." "Ασφαλώς, απάντησε εκείνος, αλλά αυτό δεν σημαίνει οτι δεν μπορούμε να περάσουμε καλά στην πορεία" είπε και έγλειψε τα χείλη του με φανερή λαχτάρα. Η Σόρμπι πήρε τον χρόνο της και για πρώτη φορά άρχισε να σκέφτεται σοβαρά τι συνέβαινε με τον Τσέκμειτ. Λίγα φιλιά εδώ, λίγο πάθος εκεί, αλλά τι συνέβαινε πραγματικά...
"Όχι, είπε ξανά, διάλεξα την μπίζνα. Η μπίζνα θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη και πρέπει να είμαι συγκεντρωμένη εκεί. Αλλιώς θα πεθάνουν κι άλλοι"
Η φιγούρα του Τσέκμειτ γέλασε χαιρέκακα, ενώ άρχισε να την πλησιάζει. Φτάνοντας μπροστά της, έφερε το χέρι του και πέρασε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. "Με θέλεις και εσύ. Σε μαγνητίζω πάνω μου." είπε και έφερε το χέρι της πάνω στο στήθος του. Η Σόρμπι ξεροκατάπιε. Με απαλές κινήσεις αφαίρεσε την μπλούζα του και η Σόρμπι είδε μια μεγάλη ουλή στο αριστερό πλευρό του. Κατεύθυνε το χέρι της αλλού και η Σόρμπι ένιωσε τον ανδρισμό του να πάλλεται. Τον έσπρωξε μακριά της δυνατά και άρχισε να αναπνέει γρήγορα από την ένταση της στιγμής. "Είπα όχι!" φώναξε "Όχι! Πρέπει να κάνω άλλα πράγματα!" Ο Τσέκμειτ γέλασε ξανά "Πόσο σίγουρη είσαι για αυτό που μου λες; Μόλις όλα σκοτεινιάζουν, ξέρω οτι με θες" είπε ο Τσέκμειτ, αλλά διατήρησε την απόστασή τους.
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Ο αχανής σκοτεινός χώρος που βρισκόταν δεν είχε ορατά όρια, έμοιαζε σαν απόκοσμο απροσδιόριστο χωροχρονικό κενό.
Ένιωθε αύρες να πλανώνται και περίεργες ενέργειες να πάλλονται. Θηλυκές σκιερές μορφές τον πλησίαζαν, πάλλονταν πάνω του τον άγγιζαν και του έπαιρναν κομμάτια απ τα ρούχα του.
Οταν έμεινε εντελώς γυμνός, είδε ενα αχνό φως μπροστά του, προχωρώντας, άκουσε μια γνώριμη φωνή να βγαίνει μέσα από το φώς.
"Λιφ;" Ρώτησε φωναχτά.
"Μην ρωτάς, μόνο άκου!" Ψιθύρισε σιριχτά η φωνή.
"Μην την εμπιστεύεσαι, μην εμπιστεύεσαι κανέναν, όλοι λένε ψέματαααα". Η φωνή χάθηκε στο κενό.
Η λάμψη έσβησε και άναψε σε άλλο σημείο πιο μακριά.
"Είσαι μόνος, γεννήθηκες μόνος, συνεχίζεις μόνος, η συντροφιά και η συμμαχία δεν σου χρειάζονται"....
"Όχι," φωναξε ο Τσεκμειτ, "όχι, δεν ισχύει αυτό, λες ψέματα".
"Δες την πληγή σου", "φρόντισε την πληγή σου..." Φώναξε ξανά η φωνή και εξαφανίστηκε. Στιγμές αργότερα εμφανίστηκε από άλλη κατεύθυνση. "Θα πληγωθείς ξανά, θα εγκαταληφθείς, μείνε μακριά απο όλους όσο είναι καιρός..."
"ΟΟΧΧΧΙΙΙ" Ούρλιαξε ο Τσεκμειτ και έκανε να τρέξει προς το φώς. Εκείνο χάθηκε ξανά. Μία γαλάζια δεσμίδα τον περιτριγύρισε, ανέβηκε ψηλά και έσκασε σαν πυροτέχνημα στον ουρανό.
Ξάφνου τέσσερις αύρες τον πλησίασαν. 4 Σόρμπι!!! Οι δυο του τέντωσαν τα χέρια και η τρίτη του στερέωσε τα πόδια. Η τέταρτη τον πλησίασε και πήρε μια πιο ανθρώπινη μορφή.
"Σε έχω δει πως με κοιτάς, πως με ψάχνεις, ξέρω τι θέλεις, ζήτα το..." Και ενωσε απαλά το κορμί της πάνω του.
"Όχι δεν είναι αλήθεια" φώναξε ο Τσεκμειτ, "η έλξη είναι αμοιβαία δεν σε κυνηγάω μόνο εγώ, δεν σε καταπιεζωω!!!" Προσπάθησε να ελευθερωθεί αλλά μάταια.
"Δεν σε πιστεύει κανείς" του ψιθύρισε η σκιά της Σόρμπι, "να κοιτά", καθώς τον χάιδευε σε ολο του το σώμα, η έλξη του έκανε το κορμί να ιδρώνει και να πάλλεται, ενώ πάσχιζε να μείνει ψύχραιμος.
"Τι έγινε ψηλολελεκα; Γουστάρεις" Το χέρι της πήγε πιο χαμηλά και τον έσφιξε με δύναμη, εκείνος απάντησε με ενα πνιχτό ηχο και πήρε βαθιά ανάσα. Η σκιά της Σόρμπι ξεκίνησε να του φιλαει το λαιμο και τον κορμό.
Καθώς κατέβαινε, γονάτισε απαλά μπροστά του και χούφτωσε γερά τον κορμό του. Τα χέρια περιπλανήθηκαν στην ερωτογενή του ζώνη και ξαφνικά πήγαν στην ουλή του. Με απότομες κινήσεις, άνοιξαν ξανά την πληγή, ο Τσεκμειτ ούρλιαξε και σφαδασε απ τον πόνο.
Έβαλε το δεξί της χέρι μέσα στο σώμα του Τσεκμειτ και ανέβηκε γοργά ως την καρδιά του σκίζοντας την σάρκα του. "Να προσέχεις την πληγή" του ψιθύρισε ενώ του εσφιγγε την καρδιά μέχρι να σταματήσει. Πόνος, απόγνωση, φόβος, τρόμος, όλα έσβησαν μαζί με τον χτύπο της καρδιάς του. Κι η σκιά της Σόρμπι την έσφιγγε μεχρι όλα να σταματήσουν και να τα καταπιεί το σκοτάδι...
Ένιωθε αύρες να πλανώνται και περίεργες ενέργειες να πάλλονται. Θηλυκές σκιερές μορφές τον πλησίαζαν, πάλλονταν πάνω του τον άγγιζαν και του έπαιρναν κομμάτια απ τα ρούχα του.
Οταν έμεινε εντελώς γυμνός, είδε ενα αχνό φως μπροστά του, προχωρώντας, άκουσε μια γνώριμη φωνή να βγαίνει μέσα από το φώς.
"Λιφ;" Ρώτησε φωναχτά.
"Μην ρωτάς, μόνο άκου!" Ψιθύρισε σιριχτά η φωνή.
"Μην την εμπιστεύεσαι, μην εμπιστεύεσαι κανέναν, όλοι λένε ψέματαααα". Η φωνή χάθηκε στο κενό.
Η λάμψη έσβησε και άναψε σε άλλο σημείο πιο μακριά.
"Είσαι μόνος, γεννήθηκες μόνος, συνεχίζεις μόνος, η συντροφιά και η συμμαχία δεν σου χρειάζονται"....
"Όχι," φωναξε ο Τσεκμειτ, "όχι, δεν ισχύει αυτό, λες ψέματα".
"Δες την πληγή σου", "φρόντισε την πληγή σου..." Φώναξε ξανά η φωνή και εξαφανίστηκε. Στιγμές αργότερα εμφανίστηκε από άλλη κατεύθυνση. "Θα πληγωθείς ξανά, θα εγκαταληφθείς, μείνε μακριά απο όλους όσο είναι καιρός..."
"ΟΟΧΧΧΙΙΙ" Ούρλιαξε ο Τσεκμειτ και έκανε να τρέξει προς το φώς. Εκείνο χάθηκε ξανά. Μία γαλάζια δεσμίδα τον περιτριγύρισε, ανέβηκε ψηλά και έσκασε σαν πυροτέχνημα στον ουρανό.
Ξάφνου τέσσερις αύρες τον πλησίασαν. 4 Σόρμπι!!! Οι δυο του τέντωσαν τα χέρια και η τρίτη του στερέωσε τα πόδια. Η τέταρτη τον πλησίασε και πήρε μια πιο ανθρώπινη μορφή.
"Σε έχω δει πως με κοιτάς, πως με ψάχνεις, ξέρω τι θέλεις, ζήτα το..." Και ενωσε απαλά το κορμί της πάνω του.
"Όχι δεν είναι αλήθεια" φώναξε ο Τσεκμειτ, "η έλξη είναι αμοιβαία δεν σε κυνηγάω μόνο εγώ, δεν σε καταπιεζωω!!!" Προσπάθησε να ελευθερωθεί αλλά μάταια.
"Δεν σε πιστεύει κανείς" του ψιθύρισε η σκιά της Σόρμπι, "να κοιτά", καθώς τον χάιδευε σε ολο του το σώμα, η έλξη του έκανε το κορμί να ιδρώνει και να πάλλεται, ενώ πάσχιζε να μείνει ψύχραιμος.
"Τι έγινε ψηλολελεκα; Γουστάρεις" Το χέρι της πήγε πιο χαμηλά και τον έσφιξε με δύναμη, εκείνος απάντησε με ενα πνιχτό ηχο και πήρε βαθιά ανάσα. Η σκιά της Σόρμπι ξεκίνησε να του φιλαει το λαιμο και τον κορμό.
Καθώς κατέβαινε, γονάτισε απαλά μπροστά του και χούφτωσε γερά τον κορμό του. Τα χέρια περιπλανήθηκαν στην ερωτογενή του ζώνη και ξαφνικά πήγαν στην ουλή του. Με απότομες κινήσεις, άνοιξαν ξανά την πληγή, ο Τσεκμειτ ούρλιαξε και σφαδασε απ τον πόνο.
Έβαλε το δεξί της χέρι μέσα στο σώμα του Τσεκμειτ και ανέβηκε γοργά ως την καρδιά του σκίζοντας την σάρκα του. "Να προσέχεις την πληγή" του ψιθύρισε ενώ του εσφιγγε την καρδιά μέχρι να σταματήσει. Πόνος, απόγνωση, φόβος, τρόμος, όλα έσβησαν μαζί με τον χτύπο της καρδιάς του. Κι η σκιά της Σόρμπι την έσφιγγε μεχρι όλα να σταματήσουν και να τα καταπιεί το σκοτάδι...
Last edited by Checkmate on Mon 26 Aug, 2024 4:59 pm, edited 1 time in total.
...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...


Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Η Σόρμπι έκανε ένα βήμα μπροστά. Έσφιξε την γροθιά της και φώναξε "Δεν είμαι έτοιμη ακόμα!!" είπε με κόκκινα μάγουλα.
Ο Τσέκμειτ γέλασε ξανά "Ωωω δηλαδή είσαι ακόμα παρθένα; Μέσα σε τόσους ναύτες και σε τόσα λιμάνια, είσαι ακόμα άπειρη; Χα χα χα χα ακόμα δεν έχεις φάει γλυκό; Μα μου είναι αδύνατον να το πιστέψω αυτό! Είμαι σίγουρος ότι πολλοί σε θέλουνε. Και ότι πολλοί θέλουν να στον δώσουνε. Χα χα χα η Σόρμπι, άπειρη...χαχαχα" έκανε ο Τσέκμειτ κοροιδεύοντας την. Η Σόρμπι έσφιξε τα δόντια της "Σκάσε! Δεν έχεις ιδέα!" του αντιγύρισε. "Ω μα έχω ιδέα καλή μου. Έχω ιδέα πως τα βράδια με σκέφτεσαι και αναζητάς το χάδι μου και φυσικά...κάτι ακόμα" είπε και με ύφος γεμάτο έπαρση της έκανε ένα νεύμα προς τα κάτω. Η Σόρμπι τον πλησίασε αργά, η οργή της είχε φουντώσει, αλλά προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Όπλισε τον εαυτό της με δύναμη και του εξαπέλυσε μια δυνατή μπουνιά στο πρόσωπό του. "Αυτό για την ασέβεια σου!" είπε κοφτά.
Ξαφνικά τα μάτια του Τσέκμειτ γίνανε κόκκινα, και κοίταξε μέσα στην ψυχή της. Ήταν το ίδιο αίσθημα όπως με τις σειρήνες. Ήταν σαν να βρισκόταν μέσα της. Εκείνη δεν μπορούσε να μιλήσει, ούτε να κουνηθεί. Βρισκόταν στο μυαλό της. Έφερνε στην επιφάνεια σκέψεις της που και η ίδια κρατούσε τιθασευμένες. Εκείνη και ο Τσέκμειτ στα στρωσίδια, δύο σώματα ενωμένα, ένα σώμα με παλμό και πάθος. Η Σόρμπι προσπάθησε να σταματήσει αυτήν την εισβολή. "Σταμάτα" κατάφερε να ψελλίσει μέσα από τα δόντια της. "ΜΗ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ" άκουσε στο κεφάλι της, ενώ η σκέψη αυτής και του ξωτικού συνέχιζε να παίζει έντονη και ζωντανή. Η Σόρμπι έπαιρνε κοφτά ανάσες. "Φύγε απ'το μυαλό μουυυυυυυυυυυυ" φώναξε δυνατά και η σύνδεση κόπηκε. Βαριανάσαινε. Η φιγούρα μπροστά της την κοιτούσε άψυχα. "Θα σε προδώσω και το ξες. Το ξέρεις ότι ρισκάρεις στην ιστορία αυτή" είπε ο Τσέκμειτ. "Όχι, απάντησε εκείνη, υποσχέθηκες. Υποσχεθήκαμε και οι δύο. Υποσχέθηκες" είπε αβέβαια η Σόρμπι. "Χα, και πήρες τον λόγο κάποιου που δεν είχε ποτέ οικογένεια, που δεν είχε ποτέ κάτι να χάσει; Που ήταν πάντα μόνος του; Είσαι πιο χαζή από ότι νόμιζα Σόρμπι. Και πιο αφελής. Χρειάζεσαι μάλλον κι άλλους θανάτους γύρω σου για να στρώσεις; Κι άλλους διδύμους ε;" είπε ο Τσέκμειτ και σταύρωσε τα χέρια του.
Ο Τσέκμειτ γέλασε ξανά "Ωωω δηλαδή είσαι ακόμα παρθένα; Μέσα σε τόσους ναύτες και σε τόσα λιμάνια, είσαι ακόμα άπειρη; Χα χα χα χα ακόμα δεν έχεις φάει γλυκό; Μα μου είναι αδύνατον να το πιστέψω αυτό! Είμαι σίγουρος ότι πολλοί σε θέλουνε. Και ότι πολλοί θέλουν να στον δώσουνε. Χα χα χα η Σόρμπι, άπειρη...χαχαχα" έκανε ο Τσέκμειτ κοροιδεύοντας την. Η Σόρμπι έσφιξε τα δόντια της "Σκάσε! Δεν έχεις ιδέα!" του αντιγύρισε. "Ω μα έχω ιδέα καλή μου. Έχω ιδέα πως τα βράδια με σκέφτεσαι και αναζητάς το χάδι μου και φυσικά...κάτι ακόμα" είπε και με ύφος γεμάτο έπαρση της έκανε ένα νεύμα προς τα κάτω. Η Σόρμπι τον πλησίασε αργά, η οργή της είχε φουντώσει, αλλά προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Όπλισε τον εαυτό της με δύναμη και του εξαπέλυσε μια δυνατή μπουνιά στο πρόσωπό του. "Αυτό για την ασέβεια σου!" είπε κοφτά.
Ξαφνικά τα μάτια του Τσέκμειτ γίνανε κόκκινα, και κοίταξε μέσα στην ψυχή της. Ήταν το ίδιο αίσθημα όπως με τις σειρήνες. Ήταν σαν να βρισκόταν μέσα της. Εκείνη δεν μπορούσε να μιλήσει, ούτε να κουνηθεί. Βρισκόταν στο μυαλό της. Έφερνε στην επιφάνεια σκέψεις της που και η ίδια κρατούσε τιθασευμένες. Εκείνη και ο Τσέκμειτ στα στρωσίδια, δύο σώματα ενωμένα, ένα σώμα με παλμό και πάθος. Η Σόρμπι προσπάθησε να σταματήσει αυτήν την εισβολή. "Σταμάτα" κατάφερε να ψελλίσει μέσα από τα δόντια της. "ΜΗ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ" άκουσε στο κεφάλι της, ενώ η σκέψη αυτής και του ξωτικού συνέχιζε να παίζει έντονη και ζωντανή. Η Σόρμπι έπαιρνε κοφτά ανάσες. "Φύγε απ'το μυαλό μουυυυυυυυυυυυ" φώναξε δυνατά και η σύνδεση κόπηκε. Βαριανάσαινε. Η φιγούρα μπροστά της την κοιτούσε άψυχα. "Θα σε προδώσω και το ξες. Το ξέρεις ότι ρισκάρεις στην ιστορία αυτή" είπε ο Τσέκμειτ. "Όχι, απάντησε εκείνη, υποσχέθηκες. Υποσχεθήκαμε και οι δύο. Υποσχέθηκες" είπε αβέβαια η Σόρμπι. "Χα, και πήρες τον λόγο κάποιου που δεν είχε ποτέ οικογένεια, που δεν είχε ποτέ κάτι να χάσει; Που ήταν πάντα μόνος του; Είσαι πιο χαζή από ότι νόμιζα Σόρμπι. Και πιο αφελής. Χρειάζεσαι μάλλον κι άλλους θανάτους γύρω σου για να στρώσεις; Κι άλλους διδύμους ε;" είπε ο Τσέκμειτ και σταύρωσε τα χέρια του.
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Φως...
"Τι έγινε" αναρωτήθηκε καθώς δυνατό φως τον τύφλωσε απότομα. Έκανε να πιάσει τα σπλάχνα του, κανένα σημάδι, καμία ουλή ανοιχτή, η καρδιά του χτυπούσε κανονικά.
"Ξύπνησες επιτέλους"; Η φωνή ήταν πολύ γνώριμη και καλοσυνάτη.
"Σόρμπι;"....
"Ναι αγάπη μου, σήκω μας περιμένουν τα παιδιά".
"Τι έγινε;"
"Τίποτα χαζούλη ψηλολελεκα, παρακοιμήθηκες".
Έκανε να σηκωθεί και πάγωσε, η Σόρμπι δεν ηταν η νέα σφρυγιλή καπετανισα, αλλά μια ώριμη πανέμορφη, γυναίκα τουλάχιστον διπλάσιας ηλικίας από την κανονική. Έμεινε να την κοιτάει σαν χάνος...
"30 χρόνια πέρασαν και ακόμα με κοιτάς όπως την πρώτη φορά που ανέβηκες στο καράβι, γλυκέ μου ξωτικουλι. Σήμερα είναι η επέτειος της τελευταίας μας περιπέτειας ξεχασες;"
Επέτειος, περιπέτεια, μας
Οι λέξεις γυρνούσαν σαν σμήνος απο μέλισσες στο μυαλό του, προσέχοντας μην τον τσιμπήσουν και ζαλιζοντάς τον από τον θόρυβο.
Όσοι ηταν ναυτικοί της Ωρόρα ηταν ακόμη ζωντανοί και μερικά άγνωστα πρόσωπα ήταν μαζεμένα γύρω από ένα ομοίωμα του καραβιού που είχε σκαλισμένο το όνομα Νειλ. Αδυνατούσε να καταλάβει μέχρι που ένας μπόμπιρας τον τράβηξε απ το παντελόνι. "Μπαμπααααά" του φώναξε.
Ο Τσεκμειτ πάγωσε, μπαμπά, Σορμπι, τι είναι όλο αυτό... "Τι παιχνίδι παίζεις πάλι!!" Ούρλιαξε κοιτώντας τον ουρανό. "CHECKMATE DICEROLL" του έβαλε τις φωνές η Σορμπι, "δεν είναι ωρα για τα δικά σου, σε παρακαλώ..."
Ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί και εμεινε ήσυχος. Βάλθηκε να περιεργάζεται την σκηνή αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει, όραμα, μέλλον, παράνοια, ολα έπαιζαν αλλά η χαμογελαστή σύζυγος Σόρμπι ηταν το χειρότερο.
Καθώς την πλησίασε να της μιλήσει, ένιωσε τον εαυτό του να ζαλίζεται και να σωριάζεται, έκλεισε τα μάτια του και βρέθηκε μετά από λίγες στιγμές ξανά πίσω, ξεκοιλιασμενος με την σκιά της Σόρμπι να γλύφει το αίμα του από τα δάχτυλα της. Ξανά φώς και σκιές και φωνές περί "εμπιστοσύνης".
Μια στροφορμή, μια σκοτοδίνη, μία σκοτεινή σπείρα τον κατάπινε μέχρι που προσγειώθηκε ξανά στη σπηλιά.
Έβλεπε τη Σόρμπι και τα ζώα να βγαίνουν απ την παραζάλη τους και εκατσε οκλαδόν να βάλει το μυαλό του στη θέση του.
Τι ήταν όλο αυτό...
"Τι έγινε" αναρωτήθηκε καθώς δυνατό φως τον τύφλωσε απότομα. Έκανε να πιάσει τα σπλάχνα του, κανένα σημάδι, καμία ουλή ανοιχτή, η καρδιά του χτυπούσε κανονικά.
"Ξύπνησες επιτέλους"; Η φωνή ήταν πολύ γνώριμη και καλοσυνάτη.
"Σόρμπι;"....
"Ναι αγάπη μου, σήκω μας περιμένουν τα παιδιά".
"Τι έγινε;"
"Τίποτα χαζούλη ψηλολελεκα, παρακοιμήθηκες".
Έκανε να σηκωθεί και πάγωσε, η Σόρμπι δεν ηταν η νέα σφρυγιλή καπετανισα, αλλά μια ώριμη πανέμορφη, γυναίκα τουλάχιστον διπλάσιας ηλικίας από την κανονική. Έμεινε να την κοιτάει σαν χάνος...
"30 χρόνια πέρασαν και ακόμα με κοιτάς όπως την πρώτη φορά που ανέβηκες στο καράβι, γλυκέ μου ξωτικουλι. Σήμερα είναι η επέτειος της τελευταίας μας περιπέτειας ξεχασες;"
Επέτειος, περιπέτεια, μας
Οι λέξεις γυρνούσαν σαν σμήνος απο μέλισσες στο μυαλό του, προσέχοντας μην τον τσιμπήσουν και ζαλιζοντάς τον από τον θόρυβο.
Όσοι ηταν ναυτικοί της Ωρόρα ηταν ακόμη ζωντανοί και μερικά άγνωστα πρόσωπα ήταν μαζεμένα γύρω από ένα ομοίωμα του καραβιού που είχε σκαλισμένο το όνομα Νειλ. Αδυνατούσε να καταλάβει μέχρι που ένας μπόμπιρας τον τράβηξε απ το παντελόνι. "Μπαμπααααά" του φώναξε.
Ο Τσεκμειτ πάγωσε, μπαμπά, Σορμπι, τι είναι όλο αυτό... "Τι παιχνίδι παίζεις πάλι!!" Ούρλιαξε κοιτώντας τον ουρανό. "CHECKMATE DICEROLL" του έβαλε τις φωνές η Σορμπι, "δεν είναι ωρα για τα δικά σου, σε παρακαλώ..."
Ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί και εμεινε ήσυχος. Βάλθηκε να περιεργάζεται την σκηνή αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει, όραμα, μέλλον, παράνοια, ολα έπαιζαν αλλά η χαμογελαστή σύζυγος Σόρμπι ηταν το χειρότερο.
Καθώς την πλησίασε να της μιλήσει, ένιωσε τον εαυτό του να ζαλίζεται και να σωριάζεται, έκλεισε τα μάτια του και βρέθηκε μετά από λίγες στιγμές ξανά πίσω, ξεκοιλιασμενος με την σκιά της Σόρμπι να γλύφει το αίμα του από τα δάχτυλα της. Ξανά φώς και σκιές και φωνές περί "εμπιστοσύνης".
Μια στροφορμή, μια σκοτοδίνη, μία σκοτεινή σπείρα τον κατάπινε μέχρι που προσγειώθηκε ξανά στη σπηλιά.
Έβλεπε τη Σόρμπι και τα ζώα να βγαίνουν απ την παραζάλη τους και εκατσε οκλαδόν να βάλει το μυαλό του στη θέση του.
Τι ήταν όλο αυτό...
...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...


Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Ξαφνικά και απροσδόκητα το τοπίο άλλαξε. Βρισκόταν μπροστά από έναν οικογενειακό τάφο. Η καρδιά της όμως ακόμα πονούσε εξαιτίας του Τσέκμειτ. Γονατισμένη μπροστά από το μνήμα ήταν η μαμά της. Της φώναξε μα η γυναίκα δεν έδωσε σημασία. Η Σόρμπι πλησίασε. Η γυναίκα έκλαιγε. Η Σόρμπι κοίταξε το μνήμα. "Στο πιο αγαπημένο πλήρωμα της Αμρούνα, Ωρόρα, είθε να πλεύσετε στην άλλη ζωή κοντά στην θεά"
Στιγμιαία, η μαμά της ήταν μπροστά της και την κοιτούσε με μίσος. 'Εσύ τους σκότωσες! Εσύ τους σκότωσες όλους! Και εσένα μαζί! Εσύ υποτίθεται θα μας προστάτευες! Αλλά μας σκότωσες! Μας άφησες! Άφησες την Σπεράντζα στο έλεος τους! ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΣΕΣ" η μαμά της φώναζε, ούρλιαζε τις λέξεις με μίσος και οργή. Η Σόρμπι σε κάθε λέξη πισωπατούσε και δάκρυα χύνονταν στο πρόσωπο της. "ΕΣΥ ΜΑΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΣ" ούρλιαζε η μαμά της και ξαφνικά η Σπεράντζα ήταν όλη μέσα σε μια λαίλαπα μαινόμενης φωτιάς. Η Σόρμπι έβλεπε στρατιώτες του Τάγματος να σέρνουν τους συνανθρώπους της στην ακτή. Άλλους να τους σκοτώνουν, άλλους να τους σπρώχνουν στην φωτιά που είχαν ανάψει στα σπίτια τους, άλλους να τους σέρνουν από τα μαλλιά μέσα σε μεγάλα ξύλινα κελιά κατά μήκος της ακτής. Όλοι φώναζαν το όνομα της. Όλοι την καταριόντουσαν. "Είχες πει ότι θα μας προστάτευεεεες" φώναξε η μαμά της ώσπου ένας στρατιώτης περνώντας με το άλογο του, την αποκεφάλισε. Η Σόρμπι κοιτούσε άψυχη. Αίματα είχαν πεταχτεί στο πρόσωπο της. Έπιασε το πρόσωπο της και άρχισε να ουρλιάζει μέχρι που τα πνευμόνια της έκαιγαν και ακόμα και τότε δεν μπορούσε να σταματήσει από την φρίκη. Έπεσε στα γόνατα και συνέχισε να ουρλιάζει, να κλαίει με λυγμούς και να κουνά το κορμί της μπρος πίσω ασυναίσθητα προσπαθώντας να ηρεμήσει. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας, του αίματος, είχαν γεμίσει τα πνευμόνια της και την αηδίαζαν. Προσπάθησε να τα διώξει. Άρχισε να χτυπά το πρόσωπο της, αλλά όλα ήταν εκεί μπροστά στα μάτια της και δεν μπορούσε να σταματήσει να τα βλέπει. Κοιτούσε τα άψυχα μάτια της μάνας της στο κεφάλι που είχε πέσει δίπλα της και ούρλιαζε με όλη της την δύναμη.
Στιγμιαία, η μαμά της ήταν μπροστά της και την κοιτούσε με μίσος. 'Εσύ τους σκότωσες! Εσύ τους σκότωσες όλους! Και εσένα μαζί! Εσύ υποτίθεται θα μας προστάτευες! Αλλά μας σκότωσες! Μας άφησες! Άφησες την Σπεράντζα στο έλεος τους! ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΣΕΣ" η μαμά της φώναζε, ούρλιαζε τις λέξεις με μίσος και οργή. Η Σόρμπι σε κάθε λέξη πισωπατούσε και δάκρυα χύνονταν στο πρόσωπο της. "ΕΣΥ ΜΑΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΣ" ούρλιαζε η μαμά της και ξαφνικά η Σπεράντζα ήταν όλη μέσα σε μια λαίλαπα μαινόμενης φωτιάς. Η Σόρμπι έβλεπε στρατιώτες του Τάγματος να σέρνουν τους συνανθρώπους της στην ακτή. Άλλους να τους σκοτώνουν, άλλους να τους σπρώχνουν στην φωτιά που είχαν ανάψει στα σπίτια τους, άλλους να τους σέρνουν από τα μαλλιά μέσα σε μεγάλα ξύλινα κελιά κατά μήκος της ακτής. Όλοι φώναζαν το όνομα της. Όλοι την καταριόντουσαν. "Είχες πει ότι θα μας προστάτευεεεες" φώναξε η μαμά της ώσπου ένας στρατιώτης περνώντας με το άλογο του, την αποκεφάλισε. Η Σόρμπι κοιτούσε άψυχη. Αίματα είχαν πεταχτεί στο πρόσωπο της. Έπιασε το πρόσωπο της και άρχισε να ουρλιάζει μέχρι που τα πνευμόνια της έκαιγαν και ακόμα και τότε δεν μπορούσε να σταματήσει από την φρίκη. Έπεσε στα γόνατα και συνέχισε να ουρλιάζει, να κλαίει με λυγμούς και να κουνά το κορμί της μπρος πίσω ασυναίσθητα προσπαθώντας να ηρεμήσει. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας, του αίματος, είχαν γεμίσει τα πνευμόνια της και την αηδίαζαν. Προσπάθησε να τα διώξει. Άρχισε να χτυπά το πρόσωπο της, αλλά όλα ήταν εκεί μπροστά στα μάτια της και δεν μπορούσε να σταματήσει να τα βλέπει. Κοιτούσε τα άψυχα μάτια της μάνας της στο κεφάλι που είχε πέσει δίπλα της και ούρλιαζε με όλη της την δύναμη.
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Λανθασμένα πίστεψε ότι επέστρεψαν μαζί. Εκεί που νόμιζε οτι συνήλθαν, η Σόρμπι ήταν μεταξύ νηφαλιότητας και μανίας, καθόταν και τιναζόταν συνεχώς.
Αναρθρες κραυγές, λυγμοί και ουρλιαχτά
"Εσύ μας εξαφάνισες
Οοοοχχχιιιιιι
Εσσσσυυυυυυ
Οοοχχχιιιιιιι"
Φαινόταν σαν να μάχονται δυο πρόσωπα στο μυαλό της.
Μην ξέροντας τι να κάνει, την πλησίασε προσπαθώντας να την προσέξει για να μην κανει κακό στον εαυτό της.
Παράλληλα τα ζώα ξεκίνησαν να συνέρχονται και προσπάθησε να τα διώξει μακριά της. Ο Τιμ ηταν εντάξει, αλλα ο Ρόρο δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε βλέποντας την Σόρμπι έτσι.
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
Συνέχισε να της μιλάει μέχρι να επιστρέψει...
Αναρθρες κραυγές, λυγμοί και ουρλιαχτά
"Εσύ μας εξαφάνισες
Οοοοχχχιιιιιι
Εσσσσυυυυυυ
Οοοχχχιιιιιιι"
Φαινόταν σαν να μάχονται δυο πρόσωπα στο μυαλό της.
Μην ξέροντας τι να κάνει, την πλησίασε προσπαθώντας να την προσέξει για να μην κανει κακό στον εαυτό της.
Παράλληλα τα ζώα ξεκίνησαν να συνέρχονται και προσπάθησε να τα διώξει μακριά της. Ο Τιμ ηταν εντάξει, αλλα ο Ρόρο δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε βλέποντας την Σόρμπι έτσι.
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
Συνέχισε να της μιλάει μέχρι να επιστρέψει...
...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...


Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Σε μια στιγμή πάλι το τοπίο άλλαξε. Βρισκόταν μέσα στην σπηλιά αλλά ήταν μόνη της. Υπήρχε μια γαλήνη και μια ηρεμία, σε αντίθεση με το προηγούμενο χάος που την ηρέμησαν για λίγο. Σκούπισε τα δάκρυα της και σηκώθηκε να περιεργαστεί τον χώρο γύρω της. Ήταν μια σπηλιά με σταλαγμίτες και σταλακτίτες λευκή, με ασημένιο φως που απλά υπήρχε μέσα, χωρίς να υπάρχει κάποια πηγή. Ακουγόταν ένας ρυθμικός ήχος , στάλα στάλα, καθώς έπεφταν οι αλάτινες σταγόνες. Μόνο που αντί να πέφτουν από πάνω προς τα κάτω, ακολουθούσαν ανάποδη πορεία σχοιματίζοντας τις λιμνούλες τους στο αλάτινο ταβάνι.
Σ εκείνη την σπηλιά ένιωσε ξανά να παίρνει ζωή. Ένιωσε μια πρωτόγονη ενέργεια, σαν να ήταν ολόγυρα της παντού. Τα δάκρυα της ηρεμήσαν σταδιακά και έψαξε να βρει τρόπο να "βγει" από το όραμα που την τρέλαινε. Ήξερε ότι αυτά που έβλεπε ήταν παράνοιες, αλλά δεν ήξερε πως ακριβώς μπορούσε να βγει. Άκουσε μια φωνή να της μιλά, σε μια περίεργη γλώσσα. Και παρόλο που ήξερε ότι ήταν μια γλώσσα που δεν ήξερε, καταλάβαινε τι της έλεγε.
Άκουσε την φωνή του πατέρα της, συζητούσαν μεταξύ τους και με την συνείδηση της. Δεν ήξερε πόση ώρα βρισκόταν σε εκείνο το σημείο. Της φάνηκε μια μικρή αιωνιότητα. Άκουσε την φωνή του πατέρα της "ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις μικρή" και ένα κάψιμο στο μέτωπο της, ανάμεσα από τα φρύδια της. Ένιωσε μια έντονη ζαλάδα και έπεσε πάνω στην αγκαλιά του Τσέκμειτ. Τον άκουγε να της λέει
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
Σ εκείνη την σπηλιά ένιωσε ξανά να παίρνει ζωή. Ένιωσε μια πρωτόγονη ενέργεια, σαν να ήταν ολόγυρα της παντού. Τα δάκρυα της ηρεμήσαν σταδιακά και έψαξε να βρει τρόπο να "βγει" από το όραμα που την τρέλαινε. Ήξερε ότι αυτά που έβλεπε ήταν παράνοιες, αλλά δεν ήξερε πως ακριβώς μπορούσε να βγει. Άκουσε μια φωνή να της μιλά, σε μια περίεργη γλώσσα. Και παρόλο που ήξερε ότι ήταν μια γλώσσα που δεν ήξερε, καταλάβαινε τι της έλεγε.
Άκουσε την φωνή του πατέρα της, συζητούσαν μεταξύ τους και με την συνείδηση της. Δεν ήξερε πόση ώρα βρισκόταν σε εκείνο το σημείο. Της φάνηκε μια μικρή αιωνιότητα. Άκουσε την φωνή του πατέρα της "ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις μικρή" και ένα κάψιμο στο μέτωπο της, ανάμεσα από τα φρύδια της. Ένιωσε μια έντονη ζαλάδα και έπεσε πάνω στην αγκαλιά του Τσέκμειτ. Τον άκουγε να της λέει
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
"Σόρμπι είσαι ασφαλής, γύρνα πίσω σε μας."
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Tο άδειο και αχανές βλέμμα της ξεκίνησε να εστιάζει και οι κραυγές της έγιναν ψίθυροι.
Σε μια στιγμή καθώς την έσφιγγε πάνω του, εκείνη πήρε μία βαθιά ανάσα και σαν να ανάπνευσε για πρώτη φορά, άφησε να της ξεφύγουν λυγμοί και δάκρυα.
Σαν να μην έφυγαν οι αναλαμπές και οι εκλάμψεις, το βλέμμα της άλλαζε από τη στοργή στην αμφιβολία κι απ' την ζωντάνια στην παγομάρα.
Η αφασία της συνοδευόταν από μία και μόνο φράση
"Ξέρω το μυστικό, ξέρω το μυστικό μου"
"Ξέρω το μυστικό, ξέρω το μυστικό μου"
"Ξέρω το μυστικό, ξέρω το μυστικό μου"
Κάθε φορά το έλεγε και πιο αχνά, πιο σιγά σαν να μιλάει στον κόσμο, στο σύμπαν και οχι στον ίδιο μεσα στη σπηλιά.
Καθώς την κρατούσε τα λόγια της έγιναν λυγμοί και την κράτησε σφιχτά μέχρι να επανέλθει...
Σε μια στιγμή καθώς την έσφιγγε πάνω του, εκείνη πήρε μία βαθιά ανάσα και σαν να ανάπνευσε για πρώτη φορά, άφησε να της ξεφύγουν λυγμοί και δάκρυα.
Σαν να μην έφυγαν οι αναλαμπές και οι εκλάμψεις, το βλέμμα της άλλαζε από τη στοργή στην αμφιβολία κι απ' την ζωντάνια στην παγομάρα.
Η αφασία της συνοδευόταν από μία και μόνο φράση
"Ξέρω το μυστικό, ξέρω το μυστικό μου"
"Ξέρω το μυστικό, ξέρω το μυστικό μου"
"Ξέρω το μυστικό, ξέρω το μυστικό μου"
Κάθε φορά το έλεγε και πιο αχνά, πιο σιγά σαν να μιλάει στον κόσμο, στο σύμπαν και οχι στον ίδιο μεσα στη σπηλιά.
Καθώς την κρατούσε τα λόγια της έγιναν λυγμοί και την κράτησε σφιχτά μέχρι να επανέλθει...
...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...


Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Η αγκαλιά του Τσέκμειτ ήταν αυτό που χρειαζόταν. Η ζεστασιά, η ασφάλεια, η οικειότητα, η μυρωδιά, όλα αυτά της έδιναν μια γλυκιά ηρεμία. Αργά, οι ανάσες της επανήλθαν. Αργά, το μυαλό της ηρέμησε. Κατάλαβε την αναγκαιότητα της φρίκης, των οραμάτων, του τεστ, μα οι χαρακιές στην ψυχή της ήταν τόσο δυνατές που της ήταν αδύνατο να τις αγνοήσει παντελώς. Με δάκρυα στα μάτια ακόμα και με κοκκινισμένο πρόσωπο έσπρωξε τον Τσέκμειτ και πισωπάτησε. Τον κοίταξε δύσπιστα, με μάτια που καίγανε από στεναχώρια, σαν να την είχε ήδη προδώσει. Ζύγισε τα δικά του μάτια, ήταν φανερή και σε αυτόν η αμφιβολία και ο πόνος.
Τον πλησίασε αργά και με το χέρι της άρχισε σιγά σιγά, όσο τον κοιτούσε ακόμα, να ανεβάζει την μπλούζα του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην πληγή. Ήταν εκεί! Το όραμα δεν ήταν ψεύτικο! Ο Τσέκμειτ είχε την ίδια ουλή! Πισωπάτησε ξανά και της έφυγε ένας βαθύς αναστεναγμός. Έκλεισε τα μάτια της, δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Με μάτια να καίνε του είπε, η φωνή της υγρή από τα δάκρυα "Θα με προδώσεις; " Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε έντονα, αυτή τη φορά με απεγνωσμένη προσμονή για την απάντηση του.
Τον πλησίασε αργά και με το χέρι της άρχισε σιγά σιγά, όσο τον κοιτούσε ακόμα, να ανεβάζει την μπλούζα του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην πληγή. Ήταν εκεί! Το όραμα δεν ήταν ψεύτικο! Ο Τσέκμειτ είχε την ίδια ουλή! Πισωπάτησε ξανά και της έφυγε ένας βαθύς αναστεναγμός. Έκλεισε τα μάτια της, δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Με μάτια να καίνε του είπε, η φωνή της υγρή από τα δάκρυα "Θα με προδώσεις; " Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε έντονα, αυτή τη φορά με απεγνωσμένη προσμονή για την απάντηση του.