Role Playing Writing Game
Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
Ο νους του ταξίδεψε για μια στιγμή σκεπτόμενος τη μαγεία της ροής των υδάτων, θεϊκές δυνάμεις να αστράφτουν και τους θεούς αγαλιασμένοι και αγκαλιασμένοι σε μία χρυσή ακτή να απολαμβάνουν το δημιούργημά τους. Είδε τη Σόρμπι να πλατσουρίζει μικρή με την αγαπημένη της θεά γυμνές, λουσμένες φως και ύδωρ σε έναν κόσμο γεμάτο ευωδία, γαλήνη και ροή. Το χαμόγελό της τον ταξίδεψε σε κομμάτια της που δεν είχε δείξει ως τώρα όμως ένιωθε ότι κρυβόντουσαν πίσω από την δυναμική πειρατίνα.
Πλησίασε εκστασιασμένος το πρόσωπό της και της ψιθύρισε απαλά, ήρθε η ώρα να ανάψουν τα αίματα.
Σηκώθηκε όρθιος κοίταξε στη μπάρα και ούρλιαξε με μία φωνή "ΣΑΜΠΟΥΚΑΑΑΑΑΑ"!!!!!!!
Οι σερβιτόροι πετάχτηκαν και μπήκαν στο χωρό των ουρλιαχτών και σύντομα μία διάφανη κανάτα, σφηνοπότηρα και ένα κουτί σπίρτα έφτασαν στο τραπέζι τους. Κοίταξε με διαπεραστηκά ματιά τη Σόρμπι ήπιε ένα σφηνάκι και γέμισε τα σφηνοπότηρα. Σχημάτισε ένα Σ άναψε ένα σπίρτο και σύντομα τα ποτήρια γεμάτα σαμπούκα έγραφαν ένα φλεγόμενο Σ στο τραπέζι, πήρε το πρώτο ποτήρι, την κοίταξε γεμάτος όρεξη για ζαβολιές και έριξε αργά το φλεγόμενο ποτό στον ουρανίσκο του. "Το κόλπο είναι κρατάς σάλιο κάτω απ΄τη γλώσσα ώστε να σβήνει αμέσως το ποτό αλλιώς έχεις πρόβλημα" της έκανε αστειευόμενοςκαι κέρασε σφηνάκια τους γύρω του.
Σε ταβέρνα χάφλινγκ βρισκόντουσαν, ήταν αδύνατο να μην μπει μουσική στο πρόγραμμα όσο προχωρούσε η νύχτα. Της έτεινε το χέρι με χάρη λέγοντας "από αύριο θα μαι στις διαταγές σου, σήμερα όμως μπορώ να σε χορέψω, ΠΑΜΕΕΕ!!!!"
Η νύχτα πέρασε και καθώς γυρνούσαν τη χαιρέτησε γλυκά όλο χάρη και αλκοολική ευωδία παραπάτησε ατσούμπαλα και έκανε βαθιά αριστοκρατική υπόκλιση. "Δεσποσύνη, καπετάν θάλασσα, εεεεε, καπετάνισσα της θάλασσας, σας αποχαιρετώ από αύριο θα με βλέπεις όλη μέρα μπροστά σου οπότε προσπάθησε να μη σκεφτείς απόψε στον ύπνο σου, χαχαχαχα," χαχάνισε δυνατά και συνέχισε, "πάω να γεμίσω δυνάμεις για να μη με πρήζεις ότι οι ναύτες σου είναι καλύτεροι από μένα, που μάλλον στη ναυτοσύνη θα είναι, αλλά νταξ. Πέρασα υπέροχα και θα μου επιτρέψεις να σε καληνυχτίσω. Τα φιλιά μου"...
Γυρίζοντας το βράδυ ο μεθυσμένος νους του ταξίδεψε ξανά σε εκείνη τη μαγευτική παραλία με τη θεία πρόνοια και ενέργεια ολούθε και τον ίδιο στο κάδρο εξίσου γυμνός και ασφαλής να χαζεύει τη Σόρμπι και τη Μοριάνα γυμνές ναααα....... όχιιιι, κακή σκέψη, φύγεεεεεε, όχιιιιιιιι, τίναξε το κεφάλι του για να συνέλθει και το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν μία γρήγορη σκιά να συγκρούεται με το μάγουλό του και να τον αφήνει σαλισμένο και κατάκοιτο στο δρόμο λίγα μέτρα από το σπίτι του...
Πλησίασε εκστασιασμένος το πρόσωπό της και της ψιθύρισε απαλά, ήρθε η ώρα να ανάψουν τα αίματα.
Σηκώθηκε όρθιος κοίταξε στη μπάρα και ούρλιαξε με μία φωνή "ΣΑΜΠΟΥΚΑΑΑΑΑΑ"!!!!!!!
Οι σερβιτόροι πετάχτηκαν και μπήκαν στο χωρό των ουρλιαχτών και σύντομα μία διάφανη κανάτα, σφηνοπότηρα και ένα κουτί σπίρτα έφτασαν στο τραπέζι τους. Κοίταξε με διαπεραστηκά ματιά τη Σόρμπι ήπιε ένα σφηνάκι και γέμισε τα σφηνοπότηρα. Σχημάτισε ένα Σ άναψε ένα σπίρτο και σύντομα τα ποτήρια γεμάτα σαμπούκα έγραφαν ένα φλεγόμενο Σ στο τραπέζι, πήρε το πρώτο ποτήρι, την κοίταξε γεμάτος όρεξη για ζαβολιές και έριξε αργά το φλεγόμενο ποτό στον ουρανίσκο του. "Το κόλπο είναι κρατάς σάλιο κάτω απ΄τη γλώσσα ώστε να σβήνει αμέσως το ποτό αλλιώς έχεις πρόβλημα" της έκανε αστειευόμενοςκαι κέρασε σφηνάκια τους γύρω του.
Σε ταβέρνα χάφλινγκ βρισκόντουσαν, ήταν αδύνατο να μην μπει μουσική στο πρόγραμμα όσο προχωρούσε η νύχτα. Της έτεινε το χέρι με χάρη λέγοντας "από αύριο θα μαι στις διαταγές σου, σήμερα όμως μπορώ να σε χορέψω, ΠΑΜΕΕΕ!!!!"
Η νύχτα πέρασε και καθώς γυρνούσαν τη χαιρέτησε γλυκά όλο χάρη και αλκοολική ευωδία παραπάτησε ατσούμπαλα και έκανε βαθιά αριστοκρατική υπόκλιση. "Δεσποσύνη, καπετάν θάλασσα, εεεεε, καπετάνισσα της θάλασσας, σας αποχαιρετώ από αύριο θα με βλέπεις όλη μέρα μπροστά σου οπότε προσπάθησε να μη σκεφτείς απόψε στον ύπνο σου, χαχαχαχα," χαχάνισε δυνατά και συνέχισε, "πάω να γεμίσω δυνάμεις για να μη με πρήζεις ότι οι ναύτες σου είναι καλύτεροι από μένα, που μάλλον στη ναυτοσύνη θα είναι, αλλά νταξ. Πέρασα υπέροχα και θα μου επιτρέψεις να σε καληνυχτίσω. Τα φιλιά μου"...
Γυρίζοντας το βράδυ ο μεθυσμένος νους του ταξίδεψε ξανά σε εκείνη τη μαγευτική παραλία με τη θεία πρόνοια και ενέργεια ολούθε και τον ίδιο στο κάδρο εξίσου γυμνός και ασφαλής να χαζεύει τη Σόρμπι και τη Μοριάνα γυμνές ναααα....... όχιιιι, κακή σκέψη, φύγεεεεεε, όχιιιιιιιι, τίναξε το κεφάλι του για να συνέλθει και το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν μία γρήγορη σκιά να συγκρούεται με το μάγουλό του και να τον αφήνει σαλισμένο και κατάκοιτο στο δρόμο λίγα μέτρα από το σπίτι του...
...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...


Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
ΣΑΜΠΟΥΚΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Η Σόρμπι επανήλθε αμέσως στην πραγματικότητα. Γέλασε στην ανεμελιά του Τσέκμειτ. Ίσως ήταν καλή ιδέα. Έπρεπε να χαλαρώσει αρκετά, να βγάλει από το μυαλό της τα πάντα όλα, ώστε να είναι σε θέση να μιλήσει στο πλήρωμα της. Η βραδιά κύλησε όμορφα. Η Σόρμπι είχε το νου της να μη ξεφύγει στο ποτό. Όταν θα γύριζε πίσω είχε πολύ σημαντική κουβέντα. Από ένα σημείο και μετά ο Τσεκμειτ είχε χαθεί τελείως. Η βραδιά ήρθε στο τέλος της και η Σόρμπι πήρε τον δρόμο του γυρισμού.
Φτάνοντας στην είσοδο του λιμανιού, άκουσε τον Τιμ να κρώζει. Η Σόρμπι έφτασε στην Ωρόρα. Κοίταξε το καράβι. Δεν ήξερε πως ακριβώς είχε καταφέρει ο πατέρας της με τους κοντινούς του να φτιάξουν αυτό το υπέροχο καράβι. Η Ωρόρα στα μάτια πολλών ήταν ένα μικρό καράβι. Στα μάτια όσων ήξεραν όμως, ήταν ένας δαίμονας ταχύτητας. Στο φως της ημέρας όσοι γνώριζαν από πειρατεία ήξεραν πολύ καλά τι μπορεί να κάνει η Ωρόρα.
Η Σόρμπι ανεβαίνοντας τους βρήκε όλους ξύπνιους να την περιμένουνε. Χαμογέλασε. Ο Τιμ καθόταν σ ένα βαρέλι δίπλα στον Νέιλ, τον κουαρτερμαστερ της. Πλησίασε και του άφησε τα σύκα που του είχε υποσχεθεί.
"Λοιπόν? Είμαστε όλοι αυτιά και περιέργεια" πήρε τον λόγο ο Νέιλ.
Ο Νέιλ μαζί με άλλα 6 μέλη του πληρώματος και τον πατέρα της , ήταν η ομάδα φίλων που με τα χέρια τους και την ζωή τους φτιάξανε την Ωρόρα και δημιουργήσαν τον πρώτο πυρήνα αντίστασης στα νησιά της Ελπίδας. Η Σπεράντζα ήταν το λημέρι τους. Στον δικό τους κύκλο, είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν οικογενειακή σχέση με το πλήρωμα τους, το οποίο διαλύθηκε για περίπου 4 χρόνια, μέχρι να τους μαζέψει ξανά όλους η Σόρμπι. Αν και γυναίκα, την Σόρμπι την έβλεπαν σαν τον πατέρα της. Ίσα.
Στα 7 χρόνια περίπου που η Σόρμπι έβγαλε την Ωρόρα ξανά στην θάλασσα πρόσθεσε κι άλλο πλήρωμα, πάντα σωστά διαλεγμένο και πάντα από την πατρίδα τους. Νεαρά παιδιά που ήθελαν να έχουν μια διαφορετική ευκαιρία.
Η Σόρμπι πέρασε σχεδόν δύο ώρες λέγοντας τους τα πάντα από την αρχή. Για τον Τσέκμειτ και τα μποσ στο λιμάνι, για την ευκαιρία της μπίζνας, για τις φάσεις που παιχτήκαν. Για την συμφωνία που είχε κλείσει, δεν παρέλειψε τίποτα. Κατέληξε στο ύφος της μπίζνας και στο νέο αυτό άτομο που θα σέρνανε γι αυτό το πρώτο ταξίδι μαζί τους.
Όλοι ακούγανε προσεκτικά. Η Σόρμπι τελείωσε, ανακάθισε και αφού τους κοίταξε όλους είπε "Μιλήστε. Περιμένω την γνώμη σας"
Τρεις ώρες μετά και αφού ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά, η οχλαγωγία έληξε. Ο Νέιλ χτύπησε με δύναμη το χέρι στο βαρέλι και σηκώθηκε όρθιος κοιτάζοντας την Σόρμπι.
"Όπως πάντα, σε ακολουθούμε. Θεωρούμε πολύ καλή ευκαιρία την συγκυρία αυτή, η οποία υπόσχεται ένα άνοιγμα στην ομάδα μας. Όπως πάντα, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία, προχωράμε!"
Η Σόρμπι χαμογέλασε. Αυτή ήταν μια ειδοποιός διαφορά του πληρώματος της Ωρόρα με άλλα καράβια. Κανείς στο πλήρωμα δεν είχε την τρέλα των χρημάτων, των γυναικών ή της ελευθερίας. Ο κάθε ένας τους είχε μια οικογένεια πίσω. Ο Νείλ είχε ήδη 5 παιδιά. Όλοι ήταν οικογενειάρχες και όλοι ζουσανε από αυτό τις οικογένειες τους. Η Ωρόρα είχε τον εξής νόμο, όποιος έμπαινε στο πλήρωμα, έφερνε και την οικογένεια του. Ακόμα κι αν κάποιος πέθαινε, η Ωρόρα είχε την ευθύνη της οικογένειας που άφηνε πίσω. Και γι αυτό στα νησιά της Ελπίδας η Ωρόρα ήταν απόλυτα αποδεκτή και ο κόσμος την αγαπούσε.
Η Σόρμπι γέλασε. "Ξεκουραστείτε γιατί μόλις έρθει ο μορφονιός σαλπάρουμε. Πάω να κοιμηθώ λίγο εεε. Τιμ το νου σου. Έρχεται και με ξυπνάς" είπε σφυρίζοντας τον. Ήλπιζε σε λίγη ξεκούραση, μόνο τόση δα.
Η Σόρμπι επανήλθε αμέσως στην πραγματικότητα. Γέλασε στην ανεμελιά του Τσέκμειτ. Ίσως ήταν καλή ιδέα. Έπρεπε να χαλαρώσει αρκετά, να βγάλει από το μυαλό της τα πάντα όλα, ώστε να είναι σε θέση να μιλήσει στο πλήρωμα της. Η βραδιά κύλησε όμορφα. Η Σόρμπι είχε το νου της να μη ξεφύγει στο ποτό. Όταν θα γύριζε πίσω είχε πολύ σημαντική κουβέντα. Από ένα σημείο και μετά ο Τσεκμειτ είχε χαθεί τελείως. Η βραδιά ήρθε στο τέλος της και η Σόρμπι πήρε τον δρόμο του γυρισμού.
Φτάνοντας στην είσοδο του λιμανιού, άκουσε τον Τιμ να κρώζει. Η Σόρμπι έφτασε στην Ωρόρα. Κοίταξε το καράβι. Δεν ήξερε πως ακριβώς είχε καταφέρει ο πατέρας της με τους κοντινούς του να φτιάξουν αυτό το υπέροχο καράβι. Η Ωρόρα στα μάτια πολλών ήταν ένα μικρό καράβι. Στα μάτια όσων ήξεραν όμως, ήταν ένας δαίμονας ταχύτητας. Στο φως της ημέρας όσοι γνώριζαν από πειρατεία ήξεραν πολύ καλά τι μπορεί να κάνει η Ωρόρα.
Η Σόρμπι ανεβαίνοντας τους βρήκε όλους ξύπνιους να την περιμένουνε. Χαμογέλασε. Ο Τιμ καθόταν σ ένα βαρέλι δίπλα στον Νέιλ, τον κουαρτερμαστερ της. Πλησίασε και του άφησε τα σύκα που του είχε υποσχεθεί.
"Λοιπόν? Είμαστε όλοι αυτιά και περιέργεια" πήρε τον λόγο ο Νέιλ.
Ο Νέιλ μαζί με άλλα 6 μέλη του πληρώματος και τον πατέρα της , ήταν η ομάδα φίλων που με τα χέρια τους και την ζωή τους φτιάξανε την Ωρόρα και δημιουργήσαν τον πρώτο πυρήνα αντίστασης στα νησιά της Ελπίδας. Η Σπεράντζα ήταν το λημέρι τους. Στον δικό τους κύκλο, είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν οικογενειακή σχέση με το πλήρωμα τους, το οποίο διαλύθηκε για περίπου 4 χρόνια, μέχρι να τους μαζέψει ξανά όλους η Σόρμπι. Αν και γυναίκα, την Σόρμπι την έβλεπαν σαν τον πατέρα της. Ίσα.
Στα 7 χρόνια περίπου που η Σόρμπι έβγαλε την Ωρόρα ξανά στην θάλασσα πρόσθεσε κι άλλο πλήρωμα, πάντα σωστά διαλεγμένο και πάντα από την πατρίδα τους. Νεαρά παιδιά που ήθελαν να έχουν μια διαφορετική ευκαιρία.
Η Σόρμπι πέρασε σχεδόν δύο ώρες λέγοντας τους τα πάντα από την αρχή. Για τον Τσέκμειτ και τα μποσ στο λιμάνι, για την ευκαιρία της μπίζνας, για τις φάσεις που παιχτήκαν. Για την συμφωνία που είχε κλείσει, δεν παρέλειψε τίποτα. Κατέληξε στο ύφος της μπίζνας και στο νέο αυτό άτομο που θα σέρνανε γι αυτό το πρώτο ταξίδι μαζί τους.
Όλοι ακούγανε προσεκτικά. Η Σόρμπι τελείωσε, ανακάθισε και αφού τους κοίταξε όλους είπε "Μιλήστε. Περιμένω την γνώμη σας"
Τρεις ώρες μετά και αφού ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά, η οχλαγωγία έληξε. Ο Νέιλ χτύπησε με δύναμη το χέρι στο βαρέλι και σηκώθηκε όρθιος κοιτάζοντας την Σόρμπι.
"Όπως πάντα, σε ακολουθούμε. Θεωρούμε πολύ καλή ευκαιρία την συγκυρία αυτή, η οποία υπόσχεται ένα άνοιγμα στην ομάδα μας. Όπως πάντα, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία, προχωράμε!"
Η Σόρμπι χαμογέλασε. Αυτή ήταν μια ειδοποιός διαφορά του πληρώματος της Ωρόρα με άλλα καράβια. Κανείς στο πλήρωμα δεν είχε την τρέλα των χρημάτων, των γυναικών ή της ελευθερίας. Ο κάθε ένας τους είχε μια οικογένεια πίσω. Ο Νείλ είχε ήδη 5 παιδιά. Όλοι ήταν οικογενειάρχες και όλοι ζουσανε από αυτό τις οικογένειες τους. Η Ωρόρα είχε τον εξής νόμο, όποιος έμπαινε στο πλήρωμα, έφερνε και την οικογένεια του. Ακόμα κι αν κάποιος πέθαινε, η Ωρόρα είχε την ευθύνη της οικογένειας που άφηνε πίσω. Και γι αυτό στα νησιά της Ελπίδας η Ωρόρα ήταν απόλυτα αποδεκτή και ο κόσμος την αγαπούσε.
Η Σόρμπι γέλασε. "Ξεκουραστείτε γιατί μόλις έρθει ο μορφονιός σαλπάρουμε. Πάω να κοιμηθώ λίγο εεε. Τιμ το νου σου. Έρχεται και με ξυπνάς" είπε σφυρίζοντας τον. Ήλπιζε σε λίγη ξεκούραση, μόνο τόση δα.
Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
Όταν συνήλθε από το χτύπημα είχε ένα χαρτί στο στήθος του με παράξενη γραφή η οποία είχε μία λέξη γραμμένη, ΧΡΩΣΤΑΣ!
Τίναξε το κεφάλι του, σίγουρα θα χαν περάσει πάνω από δύο ώρες καθώς το μαύρο του ουρανού έσπαγε αργά σε μπλε. Πήγε στο γραφείο, ο Lif κοιμόταν ακόμη, του γραψε ένα σημείωμα, πήρε 250 ασημένια νομίσματα, ντύθηκε με τα καλά του, πήρε σε έναν σάκο μία στολή εργασίας, μία στολή εκστρατείας και τη δερμάτινη εξάρτησή του. Δύο ασημοστόλιστα στιλέτα, και το αγαπημένο του όπλο Namba. Έβαλε μία μαύρη μπαντάνα, μαζί με το καπέλο του, αρκετά εσώρουχα και δύο φλασκιά, ένα για ρούμι και ένα για νερό. Στερέωσε καλά την ζώνη του, έσφιξε ωραία το σάκο του, όλα τακτοποιημένα, έδωσε ένα φιλί πεταχτό στο χώρο και ένα στη μεριά που ήταν το κρεβάτι του μέντορά του.
Κίνησε για την αγορά και βρήκε το λημέρι του νάνου, του πέταξε το πουγκί στα μούτρα και έφυγε φωνάζοντας, "σου δωσα παραπάνω για να μην μπλέκεις στις δουλειές του Lif, αν μας κάνεις καμιά μπινιά θα το μάθω και γω δεν είμαι σαν το γέρο μου, τη μπουνιά θα στην ξεπληρώσω άλλη φορά, την κρατάω για τόκο."
Καθώς ο νάνος γρύλιζε κατάρες, βγήκε στην αγορά χαιρέτησε όλους τους δικούς του και κίνησε για το λιμάνι.
Βρήκε την Ωρόρα να στέκει αγέροχη, πάνω στον πανάλαφρο παφλασμό των νερών του λιμανιού.
Η Ωρόρα ήταν ένα σπάνιο είδος κορβέτας με τρία κατάρτια από Kέδρο των βουνών Exaldera και από Iroko της Goldosabeth. Κατά την καθέλκυσή του ήταν κιτρινωπό όμως με την πάροδο ετών γινόταν πιο καφετί και στιβαρό, καθώς η αρμύρα έτρεφε την τραχύτητα και την αντοχή του ξύλου Iroko. Κουβαλούσε άνετα 60 άτομα πλήρωμα και σε καταστάσεις ανάγκης έφτανε τους 80. 'Ηταν ταχύτατο καθώς έφτανε άνετα τους 15 κόμβους και το χαμηλό του κύτος του επέτρεπε να κινείται ευέλικτα στα ρηχά και τρομερά επικίνδυνα νερά της Σπεράνσα. (Είχε κάνει την ερευνά του).
Μέτρησε 5 κανόνια στην πλευρά, μάντευε πως χωρούσε 14, και πρόσεξε μία περίεργη εσοχή στην πρύμνη μάλλον για καταστάσεις άμυνας, θα ρωτούσε αργότερα. Είδε τον Τιμ να πετάει κυκλικά και έναν σκληρό τύπο, μάλλον καπεταναίο της Σόρμπι να τον πλησιάζει και να του δίνει μία καρπαζιά όλη δικιά του, ο Checkmate είδε τη χερούκλα να ανοίγει σαν κουπί και να την τρώει στο σβέρκο, δεύτερη φορά σήμερα σκέφτηκε η ράχη του ταράχτηκε ολόκληρη και πάλεψε να έρθει στα ίσα του.
"Επιτροπή υποδοχής;" Ρώτησε με χαμογελαστό κόμπο.
"Όποιος δεν αντέχει φάπα του Νειλ δεν αντέχει τη ζωή στην Ωρόρα" Απάντησε ο πειρατής.
"Κάποια μέρα θα σου ανταποδώσω τη φιλοξενία" χαμογέλασε και ανέβηκε από την σκάλα στο κατάστρωμα. Κοίταξε διαπεραστικά τους ναύτες του πειρατικού καθώς ετοιμάζονταν να ανεβάσουν τη σημαία του καραβιού και άκουσε τα βήματα της μπότας της στο κατάστρωμα...
Τίναξε το κεφάλι του, σίγουρα θα χαν περάσει πάνω από δύο ώρες καθώς το μαύρο του ουρανού έσπαγε αργά σε μπλε. Πήγε στο γραφείο, ο Lif κοιμόταν ακόμη, του γραψε ένα σημείωμα, πήρε 250 ασημένια νομίσματα, ντύθηκε με τα καλά του, πήρε σε έναν σάκο μία στολή εργασίας, μία στολή εκστρατείας και τη δερμάτινη εξάρτησή του. Δύο ασημοστόλιστα στιλέτα, και το αγαπημένο του όπλο Namba. Έβαλε μία μαύρη μπαντάνα, μαζί με το καπέλο του, αρκετά εσώρουχα και δύο φλασκιά, ένα για ρούμι και ένα για νερό. Στερέωσε καλά την ζώνη του, έσφιξε ωραία το σάκο του, όλα τακτοποιημένα, έδωσε ένα φιλί πεταχτό στο χώρο και ένα στη μεριά που ήταν το κρεβάτι του μέντορά του.
Κίνησε για την αγορά και βρήκε το λημέρι του νάνου, του πέταξε το πουγκί στα μούτρα και έφυγε φωνάζοντας, "σου δωσα παραπάνω για να μην μπλέκεις στις δουλειές του Lif, αν μας κάνεις καμιά μπινιά θα το μάθω και γω δεν είμαι σαν το γέρο μου, τη μπουνιά θα στην ξεπληρώσω άλλη φορά, την κρατάω για τόκο."
Καθώς ο νάνος γρύλιζε κατάρες, βγήκε στην αγορά χαιρέτησε όλους τους δικούς του και κίνησε για το λιμάνι.
Βρήκε την Ωρόρα να στέκει αγέροχη, πάνω στον πανάλαφρο παφλασμό των νερών του λιμανιού.
Η Ωρόρα ήταν ένα σπάνιο είδος κορβέτας με τρία κατάρτια από Kέδρο των βουνών Exaldera και από Iroko της Goldosabeth. Κατά την καθέλκυσή του ήταν κιτρινωπό όμως με την πάροδο ετών γινόταν πιο καφετί και στιβαρό, καθώς η αρμύρα έτρεφε την τραχύτητα και την αντοχή του ξύλου Iroko. Κουβαλούσε άνετα 60 άτομα πλήρωμα και σε καταστάσεις ανάγκης έφτανε τους 80. 'Ηταν ταχύτατο καθώς έφτανε άνετα τους 15 κόμβους και το χαμηλό του κύτος του επέτρεπε να κινείται ευέλικτα στα ρηχά και τρομερά επικίνδυνα νερά της Σπεράνσα. (Είχε κάνει την ερευνά του).
Μέτρησε 5 κανόνια στην πλευρά, μάντευε πως χωρούσε 14, και πρόσεξε μία περίεργη εσοχή στην πρύμνη μάλλον για καταστάσεις άμυνας, θα ρωτούσε αργότερα. Είδε τον Τιμ να πετάει κυκλικά και έναν σκληρό τύπο, μάλλον καπεταναίο της Σόρμπι να τον πλησιάζει και να του δίνει μία καρπαζιά όλη δικιά του, ο Checkmate είδε τη χερούκλα να ανοίγει σαν κουπί και να την τρώει στο σβέρκο, δεύτερη φορά σήμερα σκέφτηκε η ράχη του ταράχτηκε ολόκληρη και πάλεψε να έρθει στα ίσα του.
"Επιτροπή υποδοχής;" Ρώτησε με χαμογελαστό κόμπο.
"Όποιος δεν αντέχει φάπα του Νειλ δεν αντέχει τη ζωή στην Ωρόρα" Απάντησε ο πειρατής.
"Κάποια μέρα θα σου ανταποδώσω τη φιλοξενία" χαμογέλασε και ανέβηκε από την σκάλα στο κατάστρωμα. Κοίταξε διαπεραστικά τους ναύτες του πειρατικού καθώς ετοιμάζονταν να ανεβάσουν τη σημαία του καραβιού και άκουσε τα βήματα της μπότας της στο κατάστρωμα...
- Attachments
-
- flag1.jpg (142.44 KiB) Viewed 5391 times
-
- Aurora.jpg (166.72 KiB) Viewed 5391 times
...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...


Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
Δεν είχε προλάβει να ξεκουραστεί και πολύ και ο Τιμ ήδη της σκάλιζε το αυτί. Ξεφύσησε και σηκώθηκε όλο ζωντάνια. Ήταν η στιγμή που θα μπάρκαραν! Ετοίμασε τον ζεστό της καούα και βγήκε να υποδεχτεί τον καλεσμένο τους. Ο Τσέκμειτ σίγουρα δεν περίμενε αυτό που έβλεπε μπροστά του. Η Σόρμπι ήταν σχεδόν γυμνή. Πέρα από τις μπότες της, φορούσε ένα πάρα πολύ σκαφτό ...παντελόνι σίγουρα δεν το έλεγες....και μια ...ίσως κάποτε ήταν μπλούζα...απλά κρατούσε το στήθος στη θέση της. Τον κοίταζε εριστικά μ ένα μισό γελάκι και κρατούσε στο ένα της χέρι μια κούπα που άχνιζε και μοσχομύριζε ζεστό κάουα. Ο Νέιλ έσκασε ακόμα μια καρπαζιά στον Τσέκμειτ όταν είδε τα μάτια του να γυαλίζουν. Ακόμα μια καρπαζιά ακούστηκε λίγο πιο πέρα, σε έναν από τους τρεις μούτσους που είχε επιλέξει η Σόρμπι.
"Θα μπορούσε να είναι η αδερφή σου ρεμάλι!" ακούστηκε ο ναύτης της Σόρμπι να φωνάζει στον μούτσο. "Θα σου άρεζε να σαλιαρίζουν έτσι την Κόνι;; Δείξε λίγο σεβασμό!" Ο Νέιλ φούσκωσε τα πνευμόνια του και κοίταξε τον Τσέκμειτ με ματιά ειλικρινή. "Η λαγνεία είναι κάτι που δεν αρμόζει στην Ωρόρα. Εδώ είμαστε ένα. Μόνος στην κουκέτα σου κάνε ό,τι θες. Η καπετάνισσα οφείλει σεβασμό και τιμή"
"Μη τον ζορίζεις Νέιλ" ακούστηκε η Σόρμπι που τους πλησίασε "Ξες πως είναι...γυναίκες κ ξερό ψωμί. Στην πρώτη φουρτούνα που θα ξεράσει τα σωθικά του θα χαλαρώσει" είπε και αφού ήπιε μια ακόμα γουλιά πάσαρε τον κάουα στον Τσέκμειτ.
"ΣΑΛΠΑΡΟΥΜΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ" φώναξε και όλοι με μιας άρχισαν να σφυρίζουν και να φωνάζουν. Ο Νέιλ πήρε την θέση του στο τιμόνι, η Σόρμπι κατεύθυνε τον Τσέκμειτ προς την πρύμνη, η άγκυρα σηκώθηκε και η Ωρόρα κατέβασε τα πανιά της.
Όλοι δουλεύαν πυρετωδώς για να βγουν στ' ανοιχτά. Κι όταν η Άστασκο ήταν παρά μια κουκίδα κ ο αέρας έλουζε το κατάστρωμα η Σόρμπι τον κοίταξε διαπεραστικά. Αφού γύρισε προς το κατάστρωμα άρχισε να τραγουδά.
Η δρυς, σήμερα κλαίει
Ένα αεράκι το όνομα σου καλεί από μακριά
Ανοιξε τα μαύρα σου φτερά και περίμενε
Πέρα από τον ορίζοντα, έρχεται να σε παρασύρει
Έρχεται, πέρα από τον ορίζοντα
Άφησε τον άνεμο να σε πάει σπίτι
Μαύρο πουλί, άνοιξε τα φτερά σου
Μακάρι να μη σπάσεις ποτέ ξανά
Το εύθραυστο δεν μπορεί να αντέξει
Τα συντρίμμια και η κούραση σε κρατάνε τώρα πια
Η στατικότητα αυτού του σκληρού κόσμου
Σε κάνει να θες να φύγεις μακριά
Κάποια πουλιά πετάνε πολύ πριν περάσει η μέρα τους...
Πολύ πριν να δουν τη μέρα τους
Άφησε τον άνεμο να σε πάει σπίτι
Μαύρο πουλί, άνοιξε τα φτερά σου
Μακάρι να μη σπάσεις ποτέ ξανά
Πέρα από τα βάσανα που γνώρισες
Ελπίζω να βρεις το δρόμο σου
Μακάρι να μη σπάσεις ποτέ ξανά
Ανέβα, έλα μαζί μου
Μακάρι να μην βρεις αντίσταση
Να ξέρεις ότι έκανες τη διαφορά
Και όλοι όσοι αφήνεις πίσω σου θα ζήσουν μέχρι το τέλος
Άφησε τον άνεμο να σε πάει σπίτι
Μαύρο πουλί, άνοιξε τα φτερά σου
Μακάρι να μη σπάσεις ποτέ ξανά
Ο κύκλος του πόνου συνεχίζεται
Αλλά οι αναμνήσεις σου παραμένουν δυνατές
Κάποια μέρα θα πετάξω κι εγώ
Κι όταν πετάξω θα έρθω να σε βρω
Μαύρο πουλί εσύ, μαύρο πουλί και εγώ
Όλοι, μαύρα πουλιά πετάμε στον ουρανό
Μετά την δεύτερη στροφή, τραγουδούσε όλο το πλήρωμα. Ένα τραγούδι τοπικό, το κάλεσμα της θάλασσας στ ανοιχτά. Ένα μαύρο πουλί που πετά μακριά και μακριά χάνεται. Το τραγούδι τελείωσε και το πλήρωμα συνέχισε ότι έκανε σιωπηλό. Το τραγούδι σηματοδοτούσε το παράδοξο. Την αποδοχή ότι την επόμενη μέρα μπορεί να ήταν όλοι νεκροί. Όπως άρεζε στην Σόρμπι να λέει Ζωντανοί Νεκροί.
"Θα μπορούσε να είναι η αδερφή σου ρεμάλι!" ακούστηκε ο ναύτης της Σόρμπι να φωνάζει στον μούτσο. "Θα σου άρεζε να σαλιαρίζουν έτσι την Κόνι;; Δείξε λίγο σεβασμό!" Ο Νέιλ φούσκωσε τα πνευμόνια του και κοίταξε τον Τσέκμειτ με ματιά ειλικρινή. "Η λαγνεία είναι κάτι που δεν αρμόζει στην Ωρόρα. Εδώ είμαστε ένα. Μόνος στην κουκέτα σου κάνε ό,τι θες. Η καπετάνισσα οφείλει σεβασμό και τιμή"
"Μη τον ζορίζεις Νέιλ" ακούστηκε η Σόρμπι που τους πλησίασε "Ξες πως είναι...γυναίκες κ ξερό ψωμί. Στην πρώτη φουρτούνα που θα ξεράσει τα σωθικά του θα χαλαρώσει" είπε και αφού ήπιε μια ακόμα γουλιά πάσαρε τον κάουα στον Τσέκμειτ.
"ΣΑΛΠΑΡΟΥΜΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ" φώναξε και όλοι με μιας άρχισαν να σφυρίζουν και να φωνάζουν. Ο Νέιλ πήρε την θέση του στο τιμόνι, η Σόρμπι κατεύθυνε τον Τσέκμειτ προς την πρύμνη, η άγκυρα σηκώθηκε και η Ωρόρα κατέβασε τα πανιά της.
Όλοι δουλεύαν πυρετωδώς για να βγουν στ' ανοιχτά. Κι όταν η Άστασκο ήταν παρά μια κουκίδα κ ο αέρας έλουζε το κατάστρωμα η Σόρμπι τον κοίταξε διαπεραστικά. Αφού γύρισε προς το κατάστρωμα άρχισε να τραγουδά.
Η δρυς, σήμερα κλαίει
Ένα αεράκι το όνομα σου καλεί από μακριά
Ανοιξε τα μαύρα σου φτερά και περίμενε
Πέρα από τον ορίζοντα, έρχεται να σε παρασύρει
Έρχεται, πέρα από τον ορίζοντα
Άφησε τον άνεμο να σε πάει σπίτι
Μαύρο πουλί, άνοιξε τα φτερά σου
Μακάρι να μη σπάσεις ποτέ ξανά
Το εύθραυστο δεν μπορεί να αντέξει
Τα συντρίμμια και η κούραση σε κρατάνε τώρα πια
Η στατικότητα αυτού του σκληρού κόσμου
Σε κάνει να θες να φύγεις μακριά
Κάποια πουλιά πετάνε πολύ πριν περάσει η μέρα τους...
Πολύ πριν να δουν τη μέρα τους
Άφησε τον άνεμο να σε πάει σπίτι
Μαύρο πουλί, άνοιξε τα φτερά σου
Μακάρι να μη σπάσεις ποτέ ξανά
Πέρα από τα βάσανα που γνώρισες
Ελπίζω να βρεις το δρόμο σου
Μακάρι να μη σπάσεις ποτέ ξανά
Ανέβα, έλα μαζί μου
Μακάρι να μην βρεις αντίσταση
Να ξέρεις ότι έκανες τη διαφορά
Και όλοι όσοι αφήνεις πίσω σου θα ζήσουν μέχρι το τέλος
Άφησε τον άνεμο να σε πάει σπίτι
Μαύρο πουλί, άνοιξε τα φτερά σου
Μακάρι να μη σπάσεις ποτέ ξανά
Ο κύκλος του πόνου συνεχίζεται
Αλλά οι αναμνήσεις σου παραμένουν δυνατές
Κάποια μέρα θα πετάξω κι εγώ
Κι όταν πετάξω θα έρθω να σε βρω
Μαύρο πουλί εσύ, μαύρο πουλί και εγώ
Όλοι, μαύρα πουλιά πετάμε στον ουρανό
Μετά την δεύτερη στροφή, τραγουδούσε όλο το πλήρωμα. Ένα τραγούδι τοπικό, το κάλεσμα της θάλασσας στ ανοιχτά. Ένα μαύρο πουλί που πετά μακριά και μακριά χάνεται. Το τραγούδι τελείωσε και το πλήρωμα συνέχισε ότι έκανε σιωπηλό. Το τραγούδι σηματοδοτούσε το παράδοξο. Την αποδοχή ότι την επόμενη μέρα μπορεί να ήταν όλοι νεκροί. Όπως άρεζε στην Σόρμπι να λέει Ζωντανοί Νεκροί.
Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
Δεν του πήρε πολλή ώρα για να συνηθίσει τους στίχους του γλυκόπικρου τραγουδιού. Τα μάτια του τραβούσαν τόση πολλή πληροφορία για το τι συνέβαινε τριγύρω του. Σχοινιά να δένονται, ξάρτια να σφίγγουν, πανιά να τεντώνονται και τραγούδι παντού τραγούδι με τον ιδρώτα να ρέει, την αλμύρα να χτυπάει τις κουπαστές και τη δροσιά του θαλασσινού ανέμου να τσινάει τα πρόσωπα.
Μία καλολαδωμένη και καλοκουρδισμένη μηχανή να δουλεύει υπό τις οδηγίες του θηριώδους Νειλ και τις διαταγές της καπετάνισσας.
Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, καθώς η Ωρόρα κυλούσε απαλά στα αφρισμένα γεμάτα ροή και ενέργειεα κύματα.
Οι φάπες ήταν πετυχημένες κάθε φορά που έκανε να χαζέψει το εκτεθειμένο κορμί της Σόρμπι στον ήλιο και το αέρα. Δεν είχε ακόμη κάποια θέση στο κατάστρωμα οπότε έκανε βόλτες, χάζευε και έβρισκε τις καλύτερες γωνίες για να απολαμβάνει τον ήλιο και τον αέρα. Πήγε στην καμπίνα του και άλλαξε σε τα ρούχα του σε κάτι πιο ταιριαστό. Ελαστικά υφάσματα, κοντές γραμμές, μπότες και ζώνη.
Βγαίνοτας ο Νειλ τον περίμενε να τον κεράσει κι άλλη φάπα και γέλια στο κατάσταρωμα, μία όρθια ντουλάπα με μύες και τρίχες που δεν έμπλεκες εύκολα. Καλή ψυχή φαινόταν αλλά η δουλειά του ήταν, προφανώς με τις ευλογίες της κυρίας, να του σπάσει τη μαγκιά και να τον μπάσει στη φάση του καραβιού. Τον κοίταξε με όσο σπινθυροβόλο βλέμμα μπορούσεν βγάλει και ο Νειλ ούτε που κουνήθηκε, πιο πολύ θα τον έσκιαζε ένα έντομο ή η αλλαγή του αέρα.
"Θα συνεχίσει για πολύ αυτό το πράγμα;" του γρύλισε ενώ χαχάνιζε ο Νειλ και οι ναύτες τριγύρω του. "Μέχρι να σε δεχτεί η καπετάνισσα σαν κάτι παραπάνω από τουρίστα" του απάντησε ο Νειλ και γύρισε στους ναύτες, "τι γελάτε ρε βρμόσκυλα, δουλειά δεν έχετε; Πίσω στις θέσεις σας!". Η Σόρμπι εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν χωρίς να του μιλήσει ενώ δύο φορές που πήγε να της χτυπήσει την πόρτα πήρε ξερές απαντήσεις άνευ ουσίας.
Αφού είδε και απόειδε πήγε στην πρύμνη και βάλθηκε να χαζεύει το υπερπέραν. Μετά από ώρα πέτυχε τη Σόρμπι στο κατάστρωμα και όντας μόνος βάλθηκε για λίγο να χαζέψει, όχι και πολύ αθώα, τη νεαρή καπετάνισσα.
Πανάλαφρα ντυμένη, λουσμένη στο φως, με τις έντονες καμπύλες και την ενέργειά της στα ύψη, καθόταν και τη χάζευε, πιο πολύ την θαύμαζε παρά την πονηρευόταν, όμως σύντομα ένω δωράκι εξ ουρανού τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο Τιμ καθώς περιφερόταν στον αέρα εντόπισε τον Τσέκμειτ να χαζεύει τη Σόρμπι από μακριά, οπότε φρόντισε να τον κεράσει λίγη "φαιά ουσία εξ΄ ουρανού".
Έκανε δύο γύρες, φόρτωσε μία μεγάλη και ζεστή κουτσουλιά και την εξαπέλυσε στο κεφάλι του ξωτικού.
Η επαφή τον τίναξε και μεμιάς ακούμπησε τα μαλλιά του, ευτυχώς ήταν καθαρα αλλά η κουτσουλιά βρήκε το μάγουλο και τον ώμο του. Η αίσθηση ήταν αηδιαστική, κοίταξε ψηλά και είδε το πουλί πάνω στα πρύμνεια πανιά να αράζει και να χαχανίζει. Του βλαστήμισε άτι μέσα απ' τα δόντια και έτρεξε να πλυθεί. Βγαίνοντας απ την καμπίνα του έφαγε κι άλλη φάπα απ το Νειλ, "ξωτικολέλεκα, η καπετάνισσα σε ζητάει στο πηδάλιο".
Αυτή τη φορά δεν απάντησε και έτρεξε στο κάλεσμα, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά της γέφυρας φυλάχτηκε μη φάει καμιά αδέσποτη πάλι, και μπουρδουκλώθηκε και έπεσε με τα μούτρα στο ξύλο φτάνοντας πολύ κοντά στην μπότα της, προκαλώντας άλλη μία φορά το γέλιο σε όλη την Ωρόρα.
Μία καλολαδωμένη και καλοκουρδισμένη μηχανή να δουλεύει υπό τις οδηγίες του θηριώδους Νειλ και τις διαταγές της καπετάνισσας.
Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, καθώς η Ωρόρα κυλούσε απαλά στα αφρισμένα γεμάτα ροή και ενέργειεα κύματα.
Οι φάπες ήταν πετυχημένες κάθε φορά που έκανε να χαζέψει το εκτεθειμένο κορμί της Σόρμπι στον ήλιο και το αέρα. Δεν είχε ακόμη κάποια θέση στο κατάστρωμα οπότε έκανε βόλτες, χάζευε και έβρισκε τις καλύτερες γωνίες για να απολαμβάνει τον ήλιο και τον αέρα. Πήγε στην καμπίνα του και άλλαξε σε τα ρούχα του σε κάτι πιο ταιριαστό. Ελαστικά υφάσματα, κοντές γραμμές, μπότες και ζώνη.
Βγαίνοτας ο Νειλ τον περίμενε να τον κεράσει κι άλλη φάπα και γέλια στο κατάσταρωμα, μία όρθια ντουλάπα με μύες και τρίχες που δεν έμπλεκες εύκολα. Καλή ψυχή φαινόταν αλλά η δουλειά του ήταν, προφανώς με τις ευλογίες της κυρίας, να του σπάσει τη μαγκιά και να τον μπάσει στη φάση του καραβιού. Τον κοίταξε με όσο σπινθυροβόλο βλέμμα μπορούσεν βγάλει και ο Νειλ ούτε που κουνήθηκε, πιο πολύ θα τον έσκιαζε ένα έντομο ή η αλλαγή του αέρα.
"Θα συνεχίσει για πολύ αυτό το πράγμα;" του γρύλισε ενώ χαχάνιζε ο Νειλ και οι ναύτες τριγύρω του. "Μέχρι να σε δεχτεί η καπετάνισσα σαν κάτι παραπάνω από τουρίστα" του απάντησε ο Νειλ και γύρισε στους ναύτες, "τι γελάτε ρε βρμόσκυλα, δουλειά δεν έχετε; Πίσω στις θέσεις σας!". Η Σόρμπι εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν χωρίς να του μιλήσει ενώ δύο φορές που πήγε να της χτυπήσει την πόρτα πήρε ξερές απαντήσεις άνευ ουσίας.
Αφού είδε και απόειδε πήγε στην πρύμνη και βάλθηκε να χαζεύει το υπερπέραν. Μετά από ώρα πέτυχε τη Σόρμπι στο κατάστρωμα και όντας μόνος βάλθηκε για λίγο να χαζέψει, όχι και πολύ αθώα, τη νεαρή καπετάνισσα.
Πανάλαφρα ντυμένη, λουσμένη στο φως, με τις έντονες καμπύλες και την ενέργειά της στα ύψη, καθόταν και τη χάζευε, πιο πολύ την θαύμαζε παρά την πονηρευόταν, όμως σύντομα ένω δωράκι εξ ουρανού τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο Τιμ καθώς περιφερόταν στον αέρα εντόπισε τον Τσέκμειτ να χαζεύει τη Σόρμπι από μακριά, οπότε φρόντισε να τον κεράσει λίγη "φαιά ουσία εξ΄ ουρανού".
Έκανε δύο γύρες, φόρτωσε μία μεγάλη και ζεστή κουτσουλιά και την εξαπέλυσε στο κεφάλι του ξωτικού.
Η επαφή τον τίναξε και μεμιάς ακούμπησε τα μαλλιά του, ευτυχώς ήταν καθαρα αλλά η κουτσουλιά βρήκε το μάγουλο και τον ώμο του. Η αίσθηση ήταν αηδιαστική, κοίταξε ψηλά και είδε το πουλί πάνω στα πρύμνεια πανιά να αράζει και να χαχανίζει. Του βλαστήμισε άτι μέσα απ' τα δόντια και έτρεξε να πλυθεί. Βγαίνοντας απ την καμπίνα του έφαγε κι άλλη φάπα απ το Νειλ, "ξωτικολέλεκα, η καπετάνισσα σε ζητάει στο πηδάλιο".
Αυτή τη φορά δεν απάντησε και έτρεξε στο κάλεσμα, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά της γέφυρας φυλάχτηκε μη φάει καμιά αδέσποτη πάλι, και μπουρδουκλώθηκε και έπεσε με τα μούτρα στο ξύλο φτάνοντας πολύ κοντά στην μπότα της, προκαλώντας άλλη μία φορά το γέλιο σε όλη την Ωρόρα.
...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...


Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
Τις πρώτες δύο μέρες η Σόρμπι απέφευγε τον Τσέκμειτ γιατί ήθελε να του ρίξει τον τσαμπουκά. Όχι ότι ήθελε το κακό του, αλλά ήθελε να δει αν θα καταδεχόταν να κάνει καμιά δουλεία ή να έρθει σε επικοινωνία με το πλήρωμα. Ο Τσέκμειτ μάλλον νόμιζε ότι επρόκειτο για βαρκάδα, έτσι ξημερώματα τρίτης μέρας η Σόρμπι τον κάλεσε στο γραφείο της.
Το δωμάτιο της Σόρμπι ήταν ουσιαστικά το δωμάτιο του καπετάνιου, αλλά ταυτόχρονα και το γραφείο, το λόμπι, όλα για τα οποία χρειαζόταν ένα "όμορφο" και "περιποιημένο" δωμάτιο. Δεν είχε φέρει κανέναν ούτε για κουβέντα, ούτε για δουλειές, βέβαια. Ο Τσέκμειτ ήταν ο πρώτος "συνεργάτης". Έτσι μέσα στον χώρο αυτό, σε μια γωνία βρισκόταν η αιώρα της Σόρμπι, λίγο πιο πέρα μια μικρή ντουλάπα, ένας διθέσιος καναπές που ήταν γεμάτος με βιβλία και περγαμηνές, ένα μεγάλο τραπέζι στην μέση με τον χάρτη της Αμρούνα και δίπλα ένα γραφείο με επιπλέον βιβλία και περγαμηνές. Δίπλα ακριβώς μια μικρή τσίγκινη κατασκευή σαν φωλιά πουλιών, με κάρβουνα ξεραμένα. Μια μικρή βιβλιοθήκη έσκαγε από επιπλέον βιβλία. Κάποιες καρέκλες και σκαμπώ ήταν διάσκορπα μέσα στον χώρο με ρούχα ή βιβλία πάνω τους. Το πάτωμα ήταν γεμάτο σε υφάσματα, σπόρους, βιβλία και χαρτιά.
Η Σόρμπι καθόταν στο γραφείο και κοιτούσε τον χάρτη των νήσων του Έρωτα και των νησιών της Ελπίδας. Την απασχολούσε ποιον δρόμο θα έπαιρναν. Ήθελε να το συζητήσει με τον Τσέκμειτ, γιατί κάτι της διέφευγε.
Το δωμάτιο της Σόρμπι ήταν ουσιαστικά το δωμάτιο του καπετάνιου, αλλά ταυτόχρονα και το γραφείο, το λόμπι, όλα για τα οποία χρειαζόταν ένα "όμορφο" και "περιποιημένο" δωμάτιο. Δεν είχε φέρει κανέναν ούτε για κουβέντα, ούτε για δουλειές, βέβαια. Ο Τσέκμειτ ήταν ο πρώτος "συνεργάτης". Έτσι μέσα στον χώρο αυτό, σε μια γωνία βρισκόταν η αιώρα της Σόρμπι, λίγο πιο πέρα μια μικρή ντουλάπα, ένας διθέσιος καναπές που ήταν γεμάτος με βιβλία και περγαμηνές, ένα μεγάλο τραπέζι στην μέση με τον χάρτη της Αμρούνα και δίπλα ένα γραφείο με επιπλέον βιβλία και περγαμηνές. Δίπλα ακριβώς μια μικρή τσίγκινη κατασκευή σαν φωλιά πουλιών, με κάρβουνα ξεραμένα. Μια μικρή βιβλιοθήκη έσκαγε από επιπλέον βιβλία. Κάποιες καρέκλες και σκαμπώ ήταν διάσκορπα μέσα στον χώρο με ρούχα ή βιβλία πάνω τους. Το πάτωμα ήταν γεμάτο σε υφάσματα, σπόρους, βιβλία και χαρτιά.
Η Σόρμπι καθόταν στο γραφείο και κοιτούσε τον χάρτη των νήσων του Έρωτα και των νησιών της Ελπίδας. Την απασχολούσε ποιον δρόμο θα έπαιρναν. Ήθελε να το συζητήσει με τον Τσέκμειτ, γιατί κάτι της διέφευγε.
Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
Μπήκε με προσοχή και δέοντα σεβασμό στο δωμάτιο της Σόρμπι, χάζεψε προς στιγμήν το χώρο, πολύ ταιριαστός για εκείνη και γύρισε προς το γραφείο. Προσπάθησε πάλι να μην καρφωθεί, άλλωστε η εριστική καπετάνισσα τον προκαλούσε σε κάθε του βήμα, χαζεύοντας εδώ κι εκεί. Πλησιάζοντας προς το γραφείο πρόσεξε τους απλωμένους χάρτες.
"Ώστε μετράς τη διαδρομή που θα πάρουμε; Για να δω". Έσκυψε πάνω απ΄ το γραφείο και τσέκαρε τις γραμμές πάνω στο χάρτη. Είχε σχεδιάσει τρεις γραμμές προσπαθώντας να φτάσει στα νησιά της Καταιγίδας. Η πρώτη περνούσε κάτω από τα νησιά του Έρωτα, η δεύτερη πάνω από τα νησιά του Έρωτα αποφεύγοντας τη νήσο Λαόνε και η τρίτη γραμμή προέβλεπε να περάσει κοντά από τη Λαόνε και τα νησιά της Ελπίδας. Ανεξαρτήτως της απόστασης, κάθε διαδρομή είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά χρήσιμα για ταξίδι. Η πιο γρήγορη ήταν η δεύτερη, η πιο ασφαλής η πρώτη και η πιο δυνητικά επικερδής η τρίτη.
Άρπαξε τον χάρτη από το γραφείο και βούλιαξε απαλά στην αιώρα, για να προκαλέσει εξίσου την Σόρμπι.
"Λοιπόν καπετάνισσα, καταλαβαίνω το σκεπτικό σου, κάτσε λίγο να κουνήσω την αιώρα, θα πρότεινα να πάμε γρήγορα και αν γυρίσουμε αργά από πάνω. Έτσι θα έχουμε και χρόνο και χώρο και μπίζνες." Κουνώντας την αιώρα και κοιτώντας την εριστικά της πέταξε, "και που ξέρεις μπορεί να με συνηθίσεις στο καράβι σου και μετά να μη μ' αφήνεις να κατέβω." Της χάρισε ένα εριστικό γελάκι και πήδηξε προς το γραφείο, άπλωσε πίσω το χάρτη πάλι και έδειξε με το δάχτυλό του το νησί μικρό Έρως.
"Εδώ λοιπόν θα περάσουμε ένα βράδυ και στο πήγαινε και στο έλα, έχω πληροφορίες για πολύ ωραίες και άνετες υποδομές, αν με πιάνεις", της έκλεισε πονηρά το μάτι, αλλά ήταν νωρίς να αποκαλύψει το σχέδιό του. Την κοίταξε προκλητικά ολόκληρη όπως ήταν καθισμένη και τη ρώτησε, "Για πες μου λοιπόν, τι σκέψεις κατεβάζει η κούτρα σου"...
"Ώστε μετράς τη διαδρομή που θα πάρουμε; Για να δω". Έσκυψε πάνω απ΄ το γραφείο και τσέκαρε τις γραμμές πάνω στο χάρτη. Είχε σχεδιάσει τρεις γραμμές προσπαθώντας να φτάσει στα νησιά της Καταιγίδας. Η πρώτη περνούσε κάτω από τα νησιά του Έρωτα, η δεύτερη πάνω από τα νησιά του Έρωτα αποφεύγοντας τη νήσο Λαόνε και η τρίτη γραμμή προέβλεπε να περάσει κοντά από τη Λαόνε και τα νησιά της Ελπίδας. Ανεξαρτήτως της απόστασης, κάθε διαδρομή είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά χρήσιμα για ταξίδι. Η πιο γρήγορη ήταν η δεύτερη, η πιο ασφαλής η πρώτη και η πιο δυνητικά επικερδής η τρίτη.
Άρπαξε τον χάρτη από το γραφείο και βούλιαξε απαλά στην αιώρα, για να προκαλέσει εξίσου την Σόρμπι.
"Λοιπόν καπετάνισσα, καταλαβαίνω το σκεπτικό σου, κάτσε λίγο να κουνήσω την αιώρα, θα πρότεινα να πάμε γρήγορα και αν γυρίσουμε αργά από πάνω. Έτσι θα έχουμε και χρόνο και χώρο και μπίζνες." Κουνώντας την αιώρα και κοιτώντας την εριστικά της πέταξε, "και που ξέρεις μπορεί να με συνηθίσεις στο καράβι σου και μετά να μη μ' αφήνεις να κατέβω." Της χάρισε ένα εριστικό γελάκι και πήδηξε προς το γραφείο, άπλωσε πίσω το χάρτη πάλι και έδειξε με το δάχτυλό του το νησί μικρό Έρως.
"Εδώ λοιπόν θα περάσουμε ένα βράδυ και στο πήγαινε και στο έλα, έχω πληροφορίες για πολύ ωραίες και άνετες υποδομές, αν με πιάνεις", της έκλεισε πονηρά το μάτι, αλλά ήταν νωρίς να αποκαλύψει το σχέδιό του. Την κοίταξε προκλητικά ολόκληρη όπως ήταν καθισμένη και τη ρώτησε, "Για πες μου λοιπόν, τι σκέψεις κατεβάζει η κούτρα σου"...
...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...


Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
Η Σόρμπι παρατηρούσε με μισό μάτι τις κινήσεις του Τσέκμειτ. Η αλήθεια ήταν ότι πρώτη φορά έμπαινε κάποιος εκτός πληρώματος στον χώρο της και δεν της άρεσε. Ήξερε όμως πως ένεκα μπιζνας, έπρεπε να αφήσει αυτό το αίσθημα να φύγει από μέσα της. Η καλύτερη άμυνα όμως είναι πάντα η επίθεση. Η Σόρμπι καθάρισε τον λαιμό της και κοίταξε επίτηδες με ένα βλέμμα ειλικρίνειας τον Τσέκμειτ.
"Μμμμ τα ξημερώματα κατουρήθηκα πάνω μου. Έχει στεγνώσει;" Φυσικά και δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο, αλλά ποιος μπορούσε να εγγυηθεί.
"Γιατί δεν κάθεσαι σε μια απο τις καρέκλες; Δεν θα μυρίζεις μετά"
Η Σόρμπι γύρισε την ματιά της στον χάρτη. "Νομίζω ότι θα πάρουμε αυτόν τον δρόμο" είπε και έδειξε την τρίτη διαδρομή.
"Θέλω να κόψω κίνηση εδώ και εδώ. Μόλις φτάσουμε κοντά θα διανυκτερεύσουμε εδώ και από εκεί θα ξεκινήσουμε να μπούμε στο βασίλειο της Μοριάνα. Θα γυρίσουμε, αν όλα πάνε καλά, ανεβαίνοντας προς την Σπεράντζα για μια στάση και θα κατέβουμε ξανά στην Αστασκο. Έχεις ερωτήσεις;"
"Μμμμ τα ξημερώματα κατουρήθηκα πάνω μου. Έχει στεγνώσει;" Φυσικά και δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο, αλλά ποιος μπορούσε να εγγυηθεί.
"Γιατί δεν κάθεσαι σε μια απο τις καρέκλες; Δεν θα μυρίζεις μετά"
Η Σόρμπι γύρισε την ματιά της στον χάρτη. "Νομίζω ότι θα πάρουμε αυτόν τον δρόμο" είπε και έδειξε την τρίτη διαδρομή.
"Θέλω να κόψω κίνηση εδώ και εδώ. Μόλις φτάσουμε κοντά θα διανυκτερεύσουμε εδώ και από εκεί θα ξεκινήσουμε να μπούμε στο βασίλειο της Μοριάνα. Θα γυρίσουμε, αν όλα πάνε καλά, ανεβαίνοντας προς την Σπεράντζα για μια στάση και θα κατέβουμε ξανά στην Αστασκο. Έχεις ερωτήσεις;"
Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
"Χαχαχαχαχ!!!!" Γέλασε δυνατά στις καφρίλες της Σόρμπι και επικεντρώθηκε στο σχέδιο.
"Δεν έχω κάποιες παρατηρήσεις να κάνω, εσύ είσαι η καπετάνισα, εγώ ακολουθώ!" Έκανε μία άκομψη κίνηση σεβασμού και την κοίταξε στα μάτια. "Έχω τρεις ερωτήσεις όμως που χρήζουν προσοχής και συζήτησης: 1) πόσο ασφαλές είναι το κεντρικό πέρασμα, 2) σε ποια σημεία θα κάνουμε στάσεις και 3) ποιο είναι το πιο τρομακτικό πλάσμα που έχεις βρει σε αυτά τα νερά;"
Έκανε μερικά βήματα πίσω και κάθισε αναπαυτικά στην αιώρα. Έπαιξε με τα κρεμασμένα κρόσια στα σχοινιά, σχημάτισε ένα εριστικό χαμόγελο και έκανε μία πάυση κοιτώντας επίμονα μέσα στα μάτια της Σόρμπι.
"Έχεις σκοτώσει ποτέ;".....
"Δεν έχω κάποιες παρατηρήσεις να κάνω, εσύ είσαι η καπετάνισα, εγώ ακολουθώ!" Έκανε μία άκομψη κίνηση σεβασμού και την κοίταξε στα μάτια. "Έχω τρεις ερωτήσεις όμως που χρήζουν προσοχής και συζήτησης: 1) πόσο ασφαλές είναι το κεντρικό πέρασμα, 2) σε ποια σημεία θα κάνουμε στάσεις και 3) ποιο είναι το πιο τρομακτικό πλάσμα που έχεις βρει σε αυτά τα νερά;"
Έκανε μερικά βήματα πίσω και κάθισε αναπαυτικά στην αιώρα. Έπαιξε με τα κρεμασμένα κρόσια στα σχοινιά, σχημάτισε ένα εριστικό χαμόγελο και έκανε μία πάυση κοιτώντας επίμονα μέσα στα μάτια της Σόρμπι.
"Έχεις σκοτώσει ποτέ;".....
...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...


Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)
Η Σόρμπι χαιρόταν υπερβολικά. Ίσως αυτή να ήταν η περιπέτεια που έψαχνε. Οι ερωτήσεις του Τσέκμειτ την βρήκαν απροετοίμαστη. Είχε συνηθίσει απλά να αντιμετωπίζει ό,τι της έρχεται. Αλλά με σχέδιο; Τελικά ίσως και να είχε δίκιο το ξωτικό. Ίσως και να χρειαζόταν να έχει σχέδιο. Ίσως με την αλλαγή της καριέρας της Ωρόρα να έπρεπε να αναθεωρήσει κάποια πράγματα και η ίδια αλλά και το πλήρωμα.
"Χμμμ, το κεντρικό πέρασμα είναι αρκετά ασφαλές για την Ωρόρα. Ανοιχτά της Άστασκο οι περισσότεροι μας γνωρίζουν κυρίως όσο πιο βόρεια ανεβαίνουμε. Στάση; Δεν θα κάνουμε. Μόνο στο νησάκι πάνω από τις νησους Ράουν για να καταστρώσουμε το σχέδιο εισόδου. Όσο για το τρομακτικό. Νομίζω ότι οι νήσοι Ράουν θα είναι ένα νέο κεφάλαιο για όλους μας, εκτός από τους γερόλυκους του πατέρα μου δηλαδή. Όπως και να χει συμφωνούμε στον αιφνιδιασμό. Πριν την κατηφόρα για τα Ραουν θα έχουμε μια καλή συζήτηση όλο το πλήρωμα. Θα δεις. " είπε η Σόρμπι κ έξυσε το κεφαλάκι του Τιμ που όρμησε πάνω της να παρακαλέσει για λίγα σπόρια.
Και έπειτα ήρθε η κρίσιμη ερώτηση "Έχεις σκοτώσει ποτέ;"
Η Σόρμπι κοίταξε τον Τσέκμειτ σοβαρά. Άφησε τον Τιμ πάνω στο γραφείο της μαζί με λίγα σπόρια, σηκώθηκε αθόρυβα σχεδόν σαν επίδειξη της ικανότητας της να κινείται δίχως κάποιον ήχο και πλησιάζοντας τον Τσέκμειτ, κόλλησε σχεδόν στο πρόσωπο του. Τα μάτια της καίγανε, αλλά ήταν μια καταιγίδα του βυθού. Βαθιά, αλλά ήρεμη. Δυνατή αλλά ακίνητη. Πήρε τον χρόνο της να εξερευνήσει το επιφανειακό κομμάτι του Τσέκμειτ. Μειδίασε. Ξαφνικά και αιφνιδιαστικά, τον φίλησε στο στόμα. Δεν έκλεισε τα μάτια της. Το αντίθετο, συνέχισε να τον κοιτά διαπεραστικά, μέχρι η γλώσσα της να εξερευνήσει την δική του.
Έπειτα έκανε δυο βήματα πίσω και χαμογέλασε πονηρά. "Εσύ έχεις αγαπήσει; Έχεις νοιαστεί; Αυτή είναι η σημαντική ερώτηση"
Παρέμεινε μπροστά του, σαν να τον προκαλούσε για απάντηση.
"Χμμμ, το κεντρικό πέρασμα είναι αρκετά ασφαλές για την Ωρόρα. Ανοιχτά της Άστασκο οι περισσότεροι μας γνωρίζουν κυρίως όσο πιο βόρεια ανεβαίνουμε. Στάση; Δεν θα κάνουμε. Μόνο στο νησάκι πάνω από τις νησους Ράουν για να καταστρώσουμε το σχέδιο εισόδου. Όσο για το τρομακτικό. Νομίζω ότι οι νήσοι Ράουν θα είναι ένα νέο κεφάλαιο για όλους μας, εκτός από τους γερόλυκους του πατέρα μου δηλαδή. Όπως και να χει συμφωνούμε στον αιφνιδιασμό. Πριν την κατηφόρα για τα Ραουν θα έχουμε μια καλή συζήτηση όλο το πλήρωμα. Θα δεις. " είπε η Σόρμπι κ έξυσε το κεφαλάκι του Τιμ που όρμησε πάνω της να παρακαλέσει για λίγα σπόρια.
Και έπειτα ήρθε η κρίσιμη ερώτηση "Έχεις σκοτώσει ποτέ;"
Η Σόρμπι κοίταξε τον Τσέκμειτ σοβαρά. Άφησε τον Τιμ πάνω στο γραφείο της μαζί με λίγα σπόρια, σηκώθηκε αθόρυβα σχεδόν σαν επίδειξη της ικανότητας της να κινείται δίχως κάποιον ήχο και πλησιάζοντας τον Τσέκμειτ, κόλλησε σχεδόν στο πρόσωπο του. Τα μάτια της καίγανε, αλλά ήταν μια καταιγίδα του βυθού. Βαθιά, αλλά ήρεμη. Δυνατή αλλά ακίνητη. Πήρε τον χρόνο της να εξερευνήσει το επιφανειακό κομμάτι του Τσέκμειτ. Μειδίασε. Ξαφνικά και αιφνιδιαστικά, τον φίλησε στο στόμα. Δεν έκλεισε τα μάτια της. Το αντίθετο, συνέχισε να τον κοιτά διαπεραστικά, μέχρι η γλώσσα της να εξερευνήσει την δική του.
Έπειτα έκανε δυο βήματα πίσω και χαμογέλασε πονηρά. "Εσύ έχεις αγαπήσει; Έχεις νοιαστεί; Αυτή είναι η σημαντική ερώτηση"
Παρέμεινε μπροστά του, σαν να τον προκαλούσε για απάντηση.