Ήταν ένα ακόμα σούρουπο στη Σελάνια, μια μεγάλη πόλη γεμάτη ζωή, θαύματα αλλά και σκοτεινές πλευρές αν κανείς ήξερε πού να κοιτάξει. Δεν είχε περάσει ούτε μια ολόκληρη μέρα από τότε που η Moranna είχε μπει στην πόλη. Δεν ήταν η πρώτη της φορά που περνούσε, κάτι άλλο. Με την εξασκημένη άνεση ενός επαγγελματία, η νεαρή γυναίκα αποφάσισε να πάει σε ένα από τα 4 πανδοχεία που γνώριζε και εμπιστευόταν στην πόλη, και λίγο αργότερα είχε ένα δωμάτιο για το βράδυ, ή τα επόμενα βράδια αν όλα πήγαιναν καλά.
Η στέγη της ήταν εξασφαλισμένη για τώρα, όσο γινόταν. Σειρά είχε το φαγητό, το οποίο φυσικά χρειαζόταν χρήματα. Ευτυχώς, η Moranna ήξερε τα στέκια και το «κοινό» της πόλης. Εκείνο το σούρουπο ήταν ντυμένη σχεδόν σαν αγόρι, με ένα σκουρόχρωμο παντελόνι, ένα λευκό πουκάμισο, και τα μαλλιά της μαζεμένα κάτω από ένα καπέλο. Η αμφίεση και η ελαφρώς πιο βαθιά φωνή που χρησιμοποιούσε όταν απευθυνόταν στους περαστικούς δεν είχαν ελπίδα -ή σκοπό- να κάνουν κάποιον να πιστέψει ότι δεν ήταν γυναίκα…η γραμμή της, ο τρόπος που κινούνταν, τα χέρια της και τα μάτια της όλα την «πρόδιδαν». Όχι, ήταν μέρος της παράστασης, όπως και η κόκκινη καρδιά που είχε ζωγραφίσει στο αριστερό της μάγουλο, και το μαύρο δάκρυ που είχε σχεδιάσει κάτω από το αριστερό της μάτι.
“Καλέ μου κύριε, περάστε από εδώ. Ναι, σταθείτε εδώ παρακαλώ. Λίγο προς τα αριστερά για να σας βλέπουν.» η Moranna είπε με την ελαφρώς πιο βαθιά φωνή της. Είχε ένα μικρό ακροατήριο στην άκρη ενός πολυσύχναστου δρόμου, κάποιες περαστικές γυναίκες, ένα ζευγάρι, μια αντροπαρέα, τρία ή τέσσερα παιδιά. Έχοντας κάνει λίγα ταχυδακτυλουργικά, ζήτησε τη βοήθεια ενός εθελοντή, και για καλή της τύχη ο εθελοντής ήταν ένας άντρας στα μέσα των τριάντα, που φαινόταν αρκετά πλούσιος. Η Moranna είχε κάνει αυτό το κόλπο ξανά και ξανά.
«Πολύ ωραία, να, κοιτάξτε προς το πλήθος καλέ μου κύριε. Θα σας κάνω μερικές ερωτήσεις, εντάξει? Πώς σας λένε?» ρώτησε ενώ τα χέρια της ακουμπούσαν τον καρπό του και το μπράτσο του καθώς άλλαζαν λίγο τη θέση του. Αναμενόμενα, αν και προσπαθούσε να είναι ευγενικός, είχε πολύ ένταση προσπαθώντας να καταλάβει τι θα γίνει και να το προλάβει.
«Λέγομαι Fedrus, της οικογενείας των Brenn.” Είπε περήφανα. Η Moranna χάρηκε μέσα της. Μεγάλο ψάρι.
«Καλέ μου κύριε, το κατάλαβα από την αρχή. Σίγουρα το πανωφόρι σας είναι μεταξένιο, σωστά? Και το δαχτυλίδι σας από καθαρό χρυσάφι. Έχω συναντήσει το έμβλημά σας, η οικογένειά σας εμπορεύεται μετάξι, σωστά?» είπε με θαυμασμό, ενώ τα χέρια της ήταν παντού πάνω του καθώς μιλούσε, ανοίγοντας λίγο το πανωφόρι -υποτίθεται για να το δείξει-, αγγίζοντας το δαχτυλίδι και κρατώντας του τον καρπό για να το δείξει στο πλήθος. Η Moranna συνέχισε να μιλάει γρήγορα και με θαυμασμό για την εμφάνισή του, και τα χέρια της ήταν παντού, δείχνοντας -και αγγίζοντας- ένα μενταγιόν, μια τσέπη παντελονιού, υπερφορτώνοντας την προσοχή και τη συγκέντρωσή του.
Η ώρα της αλήθειας. Καθώς κρατούσε τη μια άκρη από το πανωφόρι του άντρα και έβαλε το χέρι της στην εξωτερική τσέπη για να πάρει το πουγκί του, επίτηδες έκανε το άγγιγμά της λίγο πιο βαρύ απ’ όσο έπρεπε ώστε ο άντρας να την νιώσει. Όντως, ο Fedrus γύρισε και την κοίταξε, κάνοντας ένα βήμα πίσω.
«Α-χα!» είπε με μια έκφραση θριάμβου. «Όχι σήμερα!» είπε, κορδωμένος. Η Moranna του έδωσε το πιο γλυκό της χαμόγελο. «Άρχοντα Fedrus, η οξυδέρκειά σας ξεπερνά και τη φήμη της οικογένειάς σας, και είμαι σίγουρη ότι θα την εξαπλώσει!»είπε η Moranna και έκανε μια μικρή υπόκλιση, σαν να αποδεχόταν την «ήττα» της.
«Πριν φύγετε, μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι όλα τα αντικείμενά σας είναι πάνω σας? Το δαχτυλίδι στο αριστερό σας χέρι? Το πουγκί στην εξωτερική τσέπη του πανωφοριού σας? Ένα γράμμα στην εσωτερική τσέπη του πανωφοριού σας? Το μενταγιόν σας κάτω από το πουκάμισό σας?»[είπε η Moranna ευγενικά, δείχνοντας στο πλήθος ότι ήταν αρκετά ικανή για να τα έχει χαρτογραφήσει όλα, ακόμα και τα κρυμμένα, σε διάστημα λίγων δευτερολέπτων, αλλά, όπως έδειχνε η παράσταση, «ο αρχοντας Fedrus ήταν πολύ καλός για να τον πιάσει κάποιος στον ύπνο». Φυσικά, η Moranna θα μπορούσε να τα είχε πάρει όλα, αλλά ο σκοπός της παράστασης δεν ήταν να κλέψει, αλλά να πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή ανταμοιβή. Η εμπειρία έδειχνε ότι ένας ικανοποιημένος πλούσιος άντρας που είχε αποδείξει την αξία του σε φίλους και κόσμο ήταν αρκετά ευδιάθετος και γενναιόδωρος, και ο Fedrus δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Διακριτικά, της έδωσε μια χούφτα νομίσματα ενώ την επαίνεσε για τις ικανότητές της. Απλά ήταν υπερβολικά προσεκτικός με τις λεπτομέρειες, ήξερε να διαβάζει ανθρώπους, ήταν μέρος της δουλειάς, μπλα μπλα μπλα.
Η Moranna χαμογέλασε και σιγοντάρισε μέχρι που το μικρό ακροατήριό της διαλύθηκε. Ήταν η ώρα να επιστρέψει στο πανδοχείο.
Role Playing Writing Game
Νύχτα στη Selantia [Λορέινα]
Re: Νύχτα στη Selantia [Ανοιχτό για τον πρώτο χαρακτήρα]
Η Λορέινα για ακόμα μια μέρα,ξύπνησε με γκρίνια.Δεν την άφηναν να πάει στην Ashtasco.Αυτή τη φορά όμως, ήξερε τι να κάνει.Οταν άρχισε να σουρουπωνει,δήλωσε ότι νυστάζει,για να την αφήσουν ήσυχη.Ξαπλωσε στη σπηλιά της και χαζευε τα τελευταία αντικείμενα που βρήκε πριν λίγες μέρες,σε ένα ναυάγιο.Ποσο όμορφα και πόσο λαμπερά.Ενα από τα πράγματα,της είχε κάνει περισσότερο εντύπωση και το είχε κρύψει να μην το βρει κανένας.
Αργά, πέρασε το χέρι της επάνω από έναν μικρό βράχο στην αριστερη πλευρά της σπηλιάς της κι έπιασε απαλά το ασημένιο κηροπήγιο.Ποσο λαμπερό ήταν ! Μα δεν θα ήταν για πολύ.Η αλμύρα της θάλασσας θα οξειδωνε την επιφάνεια και δεν θα μπορούσε να το πουλήσει σε καλή τιμή.Ηταν η σωστή ημέρα για να φύγει.
Η Νίμα ήταν όπως πάντα δίπλα της.Της χάιδεψε απαλά το κεφάλι της και την ρώτησε,όχι πως περίμενε απάντηση βέβαια.
."Γλυκούλα, φύγαμε;"
Η Νίμα,άλλο που δεν ήθελε!Κούνησε χαρούμενη την ουρά της, δημιουργώντας μια μικρή δίνη,και η Λορέινα χάιδεψε τις μπουρμπουληθρες που σχηματίστηκαν.
Η Λορέινα άφησε τη Νίμα να πάει μπροστά,για να ελέγχει μήπως την δουν οι γονείς της.Το ήξεραν ότι φεύγει πολλές φορές, αλλά την άφηναν.Τωρα όμως ήταν νύχτα,ήταν σίγουρο ότι θα την έσερναν πίσω.
Η Νίμα φαινόταν χαρούμενη που κολυμπούσαν μέσα στη νύχτα.Δεβ ήξερε ότι ξεκίνησαν για μια βόλτα στην Ashtasco.Κολυμπησαν ήσυχα και χωρίς απρόοπτα μέχρι εκεί.Η Λορέινα εκανε νόημα στη Νίμα να μείνει ακριβώς εκεί στο ίδιο σημείο .Η Νίμα διαμαρτυρήθηκε έντονα,δεν την είχε αφήσει άλλη φορά για να πάει στη στεριά.
"Μα πρέπει να φτάσω στη Selantia,δεν γίνεται αλλιώς.Εκει είναι οι πλούσιοι,τι νομίζεις,ο ψαράς θα αγοράσει το ασημένιο κηροπήγιο;Ελααααα,μην μου κρατάς μουτρακια " γλυκανε στο τέλος τη φωνή της και την κοίταξε με αγάπη.
Η Νίμα, δείχνοντας κατανόηση,την άφησε να φύγει.Ηξερε ότι θα τα βγάλει πέρα,όπως κάθε άλλη φορά, απλά βαριοταν μόνη της.
Η Λορέινα αμέσως βρήκε ένα κάρο, μαζεύτηκε κάτω από τα άχυρα και πίσω από ένα μικρό βαρέλι,και περίμενε να ξεκινήσει.Με την άκρη του ματιού της είδε έναν μικρούλη ποντικακο.Ποσο τα λάτρευε αυτά τα μικρά τρωκτικά.Ηξεραν τα πάντα,και έβρισκαν φαγητό στα πιο απίθανα μέρη!Η Λορέινα δεν κατάλαβε τι ακριβώς τον έκανε να φοβηθεί τόσο,κοίταξε προσεκτικά γύρω της,μα δεν υπήρχε ψυχή.Χαλαρωσε και περίμενε την αυγή που θα ξεκινούσε το κάρο.
Αργά, πέρασε το χέρι της επάνω από έναν μικρό βράχο στην αριστερη πλευρά της σπηλιάς της κι έπιασε απαλά το ασημένιο κηροπήγιο.Ποσο λαμπερό ήταν ! Μα δεν θα ήταν για πολύ.Η αλμύρα της θάλασσας θα οξειδωνε την επιφάνεια και δεν θα μπορούσε να το πουλήσει σε καλή τιμή.Ηταν η σωστή ημέρα για να φύγει.
Η Νίμα ήταν όπως πάντα δίπλα της.Της χάιδεψε απαλά το κεφάλι της και την ρώτησε,όχι πως περίμενε απάντηση βέβαια.
."Γλυκούλα, φύγαμε;"
Η Νίμα,άλλο που δεν ήθελε!Κούνησε χαρούμενη την ουρά της, δημιουργώντας μια μικρή δίνη,και η Λορέινα χάιδεψε τις μπουρμπουληθρες που σχηματίστηκαν.
Η Λορέινα άφησε τη Νίμα να πάει μπροστά,για να ελέγχει μήπως την δουν οι γονείς της.Το ήξεραν ότι φεύγει πολλές φορές, αλλά την άφηναν.Τωρα όμως ήταν νύχτα,ήταν σίγουρο ότι θα την έσερναν πίσω.
Η Νίμα φαινόταν χαρούμενη που κολυμπούσαν μέσα στη νύχτα.Δεβ ήξερε ότι ξεκίνησαν για μια βόλτα στην Ashtasco.Κολυμπησαν ήσυχα και χωρίς απρόοπτα μέχρι εκεί.Η Λορέινα εκανε νόημα στη Νίμα να μείνει ακριβώς εκεί στο ίδιο σημείο .Η Νίμα διαμαρτυρήθηκε έντονα,δεν την είχε αφήσει άλλη φορά για να πάει στη στεριά.
"Μα πρέπει να φτάσω στη Selantia,δεν γίνεται αλλιώς.Εκει είναι οι πλούσιοι,τι νομίζεις,ο ψαράς θα αγοράσει το ασημένιο κηροπήγιο;Ελααααα,μην μου κρατάς μουτρακια " γλυκανε στο τέλος τη φωνή της και την κοίταξε με αγάπη.
Η Νίμα, δείχνοντας κατανόηση,την άφησε να φύγει.Ηξερε ότι θα τα βγάλει πέρα,όπως κάθε άλλη φορά, απλά βαριοταν μόνη της.
Η Λορέινα αμέσως βρήκε ένα κάρο, μαζεύτηκε κάτω από τα άχυρα και πίσω από ένα μικρό βαρέλι,και περίμενε να ξεκινήσει.Με την άκρη του ματιού της είδε έναν μικρούλη ποντικακο.Ποσο τα λάτρευε αυτά τα μικρά τρωκτικά.Ηξεραν τα πάντα,και έβρισκαν φαγητό στα πιο απίθανα μέρη!Η Λορέινα δεν κατάλαβε τι ακριβώς τον έκανε να φοβηθεί τόσο,κοίταξε προσεκτικά γύρω της,μα δεν υπήρχε ψυχή.Χαλαρωσε και περίμενε την αυγή που θα ξεκινούσε το κάρο.
Re: Νύχτα στη Selantia [Ανοιχτό για τον πρώτο χαρακτήρα]
Λίγη ώρα αργότερα, η Moranna ήταν στο πανδοχείο, έχοντας πλέον πλύνει το πρόσωπό της και έχοντας αλλάξει ρούχα, κρατώντας όμως την εμφάνισή της απλή, με ένα απλό παντελόνι και ένα μαύρο πουκάμισο και χαμηλές δερμάτινες μπότες με μικρό, φαρδύ τακούνι. Το πανδοχείο δεν ήταν από τα πιο ακριβά της περιοχής, αλλά η Moranna ήξερε-έχοντας περάσει πολλές φορές με την οικογένειά της καθώς ταξίδευαν- ότι ο πανδοχέας είχε συνήθως κρασί και κρέας πολύ καλής ποιότητας από το χωριό του που το εισήγαγε για τους πελάτες του και το προσέφερε σε λογική τιμή.
«Καλησπέρα Kern. Ένα από το καλό σου.» είπε η Moranna στον πανδοχέα, που την ήξερε από παιδί.
«Θα σε κεράσω το κρασί αν τραγουδήσεις.» είπε ο γεροδεμένος, μεσήλικας άντρας.
«Χμ, ίσως, αλλά-» η Moranna ξεκίνησε, αλλά ένας άλλος άντρας, νεότερος, με ένα καπέλο στολισμένο με ένα φτερό σε βαθύ μπλε τη διέκοψε, ερχόμενος στον πάγκο.
«Δεν θα πεις όχι, Vox! Ποτέ δεν είστε ξεκούρδιστοι, δεν έχεις δικαιολογία!» είπε με ένα γοητευτικό χαμόγελο. Ήταν ο πιο συνηθισμένος μουσικός και τραγουδιστής του πανδοχείου, ο Carlos. Ήταν αλήθεια, οι Vox ήταν οικογένεια «πριγκήπων των δρόμων και των πανδοχείων, των αυλών των τεχνών και των θεάτρων», μια οικογένεια με πολύ καλή φήμη που είχε να παινευτεί μια σειρά εξαιρετικών καλλιτεχνών, και των οποίων συνθέσεις ήταν ακόμα και σε ακριβοθώρητες βιβλιοθήκες.
«Μια Vox δεν είναι ποτέ ξεκούρδιστη, έχεις δίκιο. Ωραία λοιπόν, αλλά θα παίξουμε στο σκοτάδι!» είπε στον μουσικό με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Φυσικά, το ότι θα παίξουν «στο σκοτάδι» ήταν αργκό του επαγγέλματος, και σήμαινε ότι δεν θα τραγουδούσαν κάτι που ήξεραν, αλλά κάτι που θα αυτοσχεδίαζαν εκείνη τη στιγμή. «Θα χρειαστώ αυτό το κρασί τώρα Kern.» είπε η μελαχρινή γυναίκα. Το ήπιε γρήγορα, και μετά, μαζί με τον Carlos κάθισαν στην άκρη του χώρου, δίπλα στο τζάκι.
Η Moranna ξεκίνησε με φωνητικά, η φωνή της κρυστάλλινη και γεμάτη χρώμα. Κάποιες από τις συζητήσεις χαμήλωσαν, προκειμένου να παρακολουθήσουν. Σε ένα πανδοχείο κανείς δεν μπορούσε να περιμένει να σταματήσουν όλοι, δεν ήταν αυτός ο σκοπός. Με τον ήχο της φωνής της, η Moranna έδωσε τον τόνο στον Carlos, ο οποίος με μια λύρα και δοξάρι ξεκίνησε να παίζει, πλέκοντας μια μελωδία που ταίριαζε στον τόνο, και δίνοντας το ρυθμό του τραγουδιού -μέτριος προς γρήγορος, εύθυμος.
Η Moranna απορρόφησε τη μουσική ενώ έπλεκε στίχους στο μυαλό της. Φυσικά, ένας σοβαρός τραγουδιστής συνήθως δεν ξεκινούσε από το μηδέν σε τέτοιες περιπτώσεις, είχε πληθώρα έτοιμων δομών, ομοιοκαταληξιών, μοτίβων και θεμάτων, οι λέξεις ήταν τόσο γνώριμες όσο οι χορδές μιας κιθάρας.
«Πέντε ληστές καθίσανε ένα κρασί να πιούνε,
Και αφού το βαρέλι άδειασε, είπανε να σκεφτούνε,
Σχέδιο δαιμόνιο, πονηρό, τον κόσμο να γλεντήσουν.
Να πιάσουν μπάζα θρυλική, πουγκί να μην αφήσουν!
Ο Vidomir ο μεθύστακας, προτείνει πάλι ενέδρες,
Ο Barty με το ‘να μάτι του, να κλέβει ταξιδευτές.
Ο κύριος Jake δεν άκουγε, φλέρταρε σερβιτόρα.
Και ο Cietra πονηρός, έπινε απ’ τα ποτά τους.
Μα ο αρχηγός τους πονηρός, στο τόξο πρώτος απ’ όλους,
Χτυπάει το χέρι και γελά, σκέφτηκε νέους ρόλους!
«Πολιτικοί θα γίνουμε, έχουμε δυο τρεις «φίλους»,
Μπάζα γερή θα κάνουμε απ’ τους άμοιρους τους σκύλους."
Και ο Vidomir ο μέθυσος, γίνεται δικαστής.
Ο Barty με το ‘να μάτι του, κοιτάζει πλέον τους φόρους.
Ο κύριος Jake νομοθετεί, και βγάζει προκηρύξεις.
Και ο Cietra ο ανεξάρτητος, ληστής θα παραμείνει.
Και ο Vidomir ο μέθυσος, γίνεται δικαστής.
Ο Barty με το ‘να μάτι του, κοιτάζει πλέον τους φόρους.
Ο κύριος Jake νομοθετεί, και βγάζει προκηρύξεις.
Και ο Cietra ο ανεξάρτητος, ληστής θα παραμείνει.»
Η Moranna άφησε τον κόσμο να πιάσει το ρεφρέν και να το τραγουδήσει με τη συνοδεία της λύρας του Carlos. Παλαμάκια, γέλια, παραγγελίες ποτών, ο κόσμος είχε διασκεδάσει με το σατυρικό, απλό τραγούδι για φανταστικά πρόσωπα. Αυτό χρειάζονταν ο απλός κόσμος που μοχθούσε κάθε μέρα και το βράδυ έψαχνε μια ανάπαυλα. Σιγά σιγά η Moranna σηκώθηκε και πήγε να καθίσει σε ένα τραπέζι και να φάει, αφήνοντας τον κόσμο να τραγουδάει μαζί με τον Carlos, ο οποίος ήταν και ο ίδιος αξιόλογος μουσικός και τραγουδιστής
«Καλησπέρα Kern. Ένα από το καλό σου.» είπε η Moranna στον πανδοχέα, που την ήξερε από παιδί.
«Θα σε κεράσω το κρασί αν τραγουδήσεις.» είπε ο γεροδεμένος, μεσήλικας άντρας.
«Χμ, ίσως, αλλά-» η Moranna ξεκίνησε, αλλά ένας άλλος άντρας, νεότερος, με ένα καπέλο στολισμένο με ένα φτερό σε βαθύ μπλε τη διέκοψε, ερχόμενος στον πάγκο.
«Δεν θα πεις όχι, Vox! Ποτέ δεν είστε ξεκούρδιστοι, δεν έχεις δικαιολογία!» είπε με ένα γοητευτικό χαμόγελο. Ήταν ο πιο συνηθισμένος μουσικός και τραγουδιστής του πανδοχείου, ο Carlos. Ήταν αλήθεια, οι Vox ήταν οικογένεια «πριγκήπων των δρόμων και των πανδοχείων, των αυλών των τεχνών και των θεάτρων», μια οικογένεια με πολύ καλή φήμη που είχε να παινευτεί μια σειρά εξαιρετικών καλλιτεχνών, και των οποίων συνθέσεις ήταν ακόμα και σε ακριβοθώρητες βιβλιοθήκες.
«Μια Vox δεν είναι ποτέ ξεκούρδιστη, έχεις δίκιο. Ωραία λοιπόν, αλλά θα παίξουμε στο σκοτάδι!» είπε στον μουσικό με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Φυσικά, το ότι θα παίξουν «στο σκοτάδι» ήταν αργκό του επαγγέλματος, και σήμαινε ότι δεν θα τραγουδούσαν κάτι που ήξεραν, αλλά κάτι που θα αυτοσχεδίαζαν εκείνη τη στιγμή. «Θα χρειαστώ αυτό το κρασί τώρα Kern.» είπε η μελαχρινή γυναίκα. Το ήπιε γρήγορα, και μετά, μαζί με τον Carlos κάθισαν στην άκρη του χώρου, δίπλα στο τζάκι.
Η Moranna ξεκίνησε με φωνητικά, η φωνή της κρυστάλλινη και γεμάτη χρώμα. Κάποιες από τις συζητήσεις χαμήλωσαν, προκειμένου να παρακολουθήσουν. Σε ένα πανδοχείο κανείς δεν μπορούσε να περιμένει να σταματήσουν όλοι, δεν ήταν αυτός ο σκοπός. Με τον ήχο της φωνής της, η Moranna έδωσε τον τόνο στον Carlos, ο οποίος με μια λύρα και δοξάρι ξεκίνησε να παίζει, πλέκοντας μια μελωδία που ταίριαζε στον τόνο, και δίνοντας το ρυθμό του τραγουδιού -μέτριος προς γρήγορος, εύθυμος.
Η Moranna απορρόφησε τη μουσική ενώ έπλεκε στίχους στο μυαλό της. Φυσικά, ένας σοβαρός τραγουδιστής συνήθως δεν ξεκινούσε από το μηδέν σε τέτοιες περιπτώσεις, είχε πληθώρα έτοιμων δομών, ομοιοκαταληξιών, μοτίβων και θεμάτων, οι λέξεις ήταν τόσο γνώριμες όσο οι χορδές μιας κιθάρας.
«Πέντε ληστές καθίσανε ένα κρασί να πιούνε,
Και αφού το βαρέλι άδειασε, είπανε να σκεφτούνε,
Σχέδιο δαιμόνιο, πονηρό, τον κόσμο να γλεντήσουν.
Να πιάσουν μπάζα θρυλική, πουγκί να μην αφήσουν!
Ο Vidomir ο μεθύστακας, προτείνει πάλι ενέδρες,
Ο Barty με το ‘να μάτι του, να κλέβει ταξιδευτές.
Ο κύριος Jake δεν άκουγε, φλέρταρε σερβιτόρα.
Και ο Cietra πονηρός, έπινε απ’ τα ποτά τους.
Μα ο αρχηγός τους πονηρός, στο τόξο πρώτος απ’ όλους,
Χτυπάει το χέρι και γελά, σκέφτηκε νέους ρόλους!
«Πολιτικοί θα γίνουμε, έχουμε δυο τρεις «φίλους»,
Μπάζα γερή θα κάνουμε απ’ τους άμοιρους τους σκύλους."
Και ο Vidomir ο μέθυσος, γίνεται δικαστής.
Ο Barty με το ‘να μάτι του, κοιτάζει πλέον τους φόρους.
Ο κύριος Jake νομοθετεί, και βγάζει προκηρύξεις.
Και ο Cietra ο ανεξάρτητος, ληστής θα παραμείνει.
Και ο Vidomir ο μέθυσος, γίνεται δικαστής.
Ο Barty με το ‘να μάτι του, κοιτάζει πλέον τους φόρους.
Ο κύριος Jake νομοθετεί, και βγάζει προκηρύξεις.
Και ο Cietra ο ανεξάρτητος, ληστής θα παραμείνει.»
Η Moranna άφησε τον κόσμο να πιάσει το ρεφρέν και να το τραγουδήσει με τη συνοδεία της λύρας του Carlos. Παλαμάκια, γέλια, παραγγελίες ποτών, ο κόσμος είχε διασκεδάσει με το σατυρικό, απλό τραγούδι για φανταστικά πρόσωπα. Αυτό χρειάζονταν ο απλός κόσμος που μοχθούσε κάθε μέρα και το βράδυ έψαχνε μια ανάπαυλα. Σιγά σιγά η Moranna σηκώθηκε και πήγε να καθίσει σε ένα τραπέζι και να φάει, αφήνοντας τον κόσμο να τραγουδάει μαζί με τον Carlos, ο οποίος ήταν και ο ίδιος αξιόλογος μουσικός και τραγουδιστής
Re: Νύχτα στη Selantia [Ανοιχτό για τον πρώτο χαρακτήρα]
Η Λορέινα ξαπλωμένη στο κάρο,δίπλα από ένα μεγάλο βαρέλι, άκουγε τους ήχους του λιμανιού που ξυπνούσε σιγά σιγά.Φωνες ,τριξιματα από τα σκαριά,και πάλι φωνές.Φορτωναν τα πλοία για να φύγουν.Τους λάτρευε αυτούς τους ήχους.Στον δικό τους απομονωμένο χωριό, υπήρχε αρκετή ησυχία,σε σχέση με όλα αυτά που έφταναν τώρα στα ευαίσθητα αυτιά της.
Καθώς όμως περνούσε η ώρα, φοβήθηκε μήπως την καταλάβει ο ιδιοκτήτης του καρου,και σκέφτηκε να παίξει εκείνο το παιχνίδι που έπαιζε από μωράκι.Χαιδεψε απαλά το βαρέλι,ένιωσε την κάθε ρωγμή του ξύλου,τα καρφιά,τη στεφάνη...
Ο οδηγός έφτασε βρίζοντας."Μα καλά,τι νομίζουν,πόσα δρομολόγια να πάω,δεν τους αντεχωωωωω,να βρουν άλλον"
Την έπιασε μια αγωνία, άραγε πέτυχε η μεταμόρφωση, ή θα την καταλάβαινε ο οδηγός;
Όλα πήγαν καλά προφανώς,μιας και ο τύπος ανέβηκε στο κάρο κι άρχισε να κουνάει την πραμάτεια του,πιο πέρα για να χωρέσουν και τα καινούρια προϊόντα.Σιγα σιγά, ξεκίνησε.
Η διαδρομή δεν ήταν εύκολη.Η καινούρια μορφή που είχε πάρει η Λορέινα,δεν ήταν ιδανική για ένα άνετο ταξίδι.
Μα τι φύκια έχω στο κεφάλι μου, που ακούστηκε να κανω ταξίδι σε πέτρες σαν ένα ξύλο, σκεφτόταν καθώς ταρακουνιοταν ολόκληρη.
Είδε όμως ένα μάλλινο ύφασμα δίπλα από το βαρέλι.Αποτυπωσε κάθε του ινα,κάθε τρύπα,κάθε μικρή αλλαγή στο καφέ ξεθωριασμένο χρώμα του και...
Ωωωωω επιτέλους, ζεστό και άνετο!!!Θαύμασε τον εαυτό της για αυτήν την επιλογή.
Το βραδάκι, έπειτα από πολλές στάσεις, πολλές αλλαγές μορφής, κατάφερε να φτάσει στη Σελαντια.
Σύρθηκε κάτω από το κάρο και επανήλθε ως Λορέινα,με την κουκούλα τη γκρίζα να καλύπτει τα αυτιά της κυρίως,μα και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της.Τα μανίκια έφταναν μέχρι τον πρώτο κόμπο στα δάχτυλα, γιατί αλλιώς θα φαινόταν η μεμβράνη.
Κοίταξε γύρω της , άκουσε μια υπέροχη φωνή,και υπέροχες μελωδίες.Γυρισε δεξιά,σαν υπνωτισμενη και μπήκε στο πανδοχείο.Ο καπνός της ετσουξε τα μάτια,δεν ήταν μαθημενη σε τέτοιο περιβάλλον,όμως δεν μπορούσε να αντισταθεί.Πηγε στην άκρη του μπαρ,με σκυφτό κεφαλι,εβγαλε τρία χάλκινα και τα άφησε πάνω στον πάγκο.Τα χτύπησε και λιγάκι,να τα ακούσει ο τύπος, γιατί με τόση ησυχία εκεί μέσα ντρεπόταν να μιλήσει και να χαλάσει αυτήν την ιερή στιγμή.Την είδε ο μπάρμαν,και του έκανε μόνο νόημα,για ζεστό κρασί.Επιασε την κούπα με τα δύο της χέρια και χαλάρωσε στις μελωδίες που γέμιζαν την ψυχή της.
Καθώς όμως περνούσε η ώρα, φοβήθηκε μήπως την καταλάβει ο ιδιοκτήτης του καρου,και σκέφτηκε να παίξει εκείνο το παιχνίδι που έπαιζε από μωράκι.Χαιδεψε απαλά το βαρέλι,ένιωσε την κάθε ρωγμή του ξύλου,τα καρφιά,τη στεφάνη...
Ο οδηγός έφτασε βρίζοντας."Μα καλά,τι νομίζουν,πόσα δρομολόγια να πάω,δεν τους αντεχωωωωω,να βρουν άλλον"
Την έπιασε μια αγωνία, άραγε πέτυχε η μεταμόρφωση, ή θα την καταλάβαινε ο οδηγός;
Όλα πήγαν καλά προφανώς,μιας και ο τύπος ανέβηκε στο κάρο κι άρχισε να κουνάει την πραμάτεια του,πιο πέρα για να χωρέσουν και τα καινούρια προϊόντα.Σιγα σιγά, ξεκίνησε.
Η διαδρομή δεν ήταν εύκολη.Η καινούρια μορφή που είχε πάρει η Λορέινα,δεν ήταν ιδανική για ένα άνετο ταξίδι.
Μα τι φύκια έχω στο κεφάλι μου, που ακούστηκε να κανω ταξίδι σε πέτρες σαν ένα ξύλο, σκεφτόταν καθώς ταρακουνιοταν ολόκληρη.
Είδε όμως ένα μάλλινο ύφασμα δίπλα από το βαρέλι.Αποτυπωσε κάθε του ινα,κάθε τρύπα,κάθε μικρή αλλαγή στο καφέ ξεθωριασμένο χρώμα του και...
Ωωωωω επιτέλους, ζεστό και άνετο!!!Θαύμασε τον εαυτό της για αυτήν την επιλογή.
Το βραδάκι, έπειτα από πολλές στάσεις, πολλές αλλαγές μορφής, κατάφερε να φτάσει στη Σελαντια.
Σύρθηκε κάτω από το κάρο και επανήλθε ως Λορέινα,με την κουκούλα τη γκρίζα να καλύπτει τα αυτιά της κυρίως,μα και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της.Τα μανίκια έφταναν μέχρι τον πρώτο κόμπο στα δάχτυλα, γιατί αλλιώς θα φαινόταν η μεμβράνη.
Κοίταξε γύρω της , άκουσε μια υπέροχη φωνή,και υπέροχες μελωδίες.Γυρισε δεξιά,σαν υπνωτισμενη και μπήκε στο πανδοχείο.Ο καπνός της ετσουξε τα μάτια,δεν ήταν μαθημενη σε τέτοιο περιβάλλον,όμως δεν μπορούσε να αντισταθεί.Πηγε στην άκρη του μπαρ,με σκυφτό κεφαλι,εβγαλε τρία χάλκινα και τα άφησε πάνω στον πάγκο.Τα χτύπησε και λιγάκι,να τα ακούσει ο τύπος, γιατί με τόση ησυχία εκεί μέσα ντρεπόταν να μιλήσει και να χαλάσει αυτήν την ιερή στιγμή.Την είδε ο μπάρμαν,και του έκανε μόνο νόημα,για ζεστό κρασί.Επιασε την κούπα με τα δύο της χέρια και χαλάρωσε στις μελωδίες που γέμιζαν την ψυχή της.
Last edited by Λορέινα on Sun 10 Dec, 2023 4:04 pm, edited 1 time in total.
Re: Νύχτα στη Selantia [Λορέινα]
Η Moranna καθόταν στον πάγκο μετά από το τραγούδι, με το κρασί της και το φαγητό της. Τα είχε κερδίσει, όπως είχε κερδίσει και τη διαμονή της για το βράδυ. Το τραγούδι και το κέφι έκαναν τις παραγγελίες να ρέουν πιο γρήγορα από συνήθως, και ο μαγαζάτορας το γνώριζε.
«Ένα κρασί για την κοπέλα με την υπέροχη φωνή!» φώναξε ένας Νάνος προς το μαγαζάτορα. «Ό,τι θέλει το κορίτσι!» συνέχισε με χαμόγελο και κατέβασε και ο ίδιος την κούπα του με δυο γουλιές.
Η Moranna χαμογέλασε στον Νάνο, και είπε στον Kern. «Kern, βάλε μου το δικό μου, Triel λευκό.» είπε η κοπέλα στον πανδοχέα, ο οποίος έβαλε σε μια κούπα και της το έδωσε. Η Moranna ύψωσε την κούπα της στο Νάνο σε ευχαριστία και ήπιε, και μετά στράφηκε πάλι προς το φαγητό της.
Παρόλα αυτά, αν κάποιος τύχαινε να κάθεται ακριβώς δίπλα της στον πάγκο, και είχε καλές αισθήσεις, μάλλον θα μπορούσε να καταλάβει, να δει και να μυρίσει, ότι αυτό που είχε στην κούπα της η Moranna ήταν στην πραγματικότητα νερό! Τι περίεργο!
«Ένα κρασί για την κοπέλα με την υπέροχη φωνή!» φώναξε ένας Νάνος προς το μαγαζάτορα. «Ό,τι θέλει το κορίτσι!» συνέχισε με χαμόγελο και κατέβασε και ο ίδιος την κούπα του με δυο γουλιές.
Η Moranna χαμογέλασε στον Νάνο, και είπε στον Kern. «Kern, βάλε μου το δικό μου, Triel λευκό.» είπε η κοπέλα στον πανδοχέα, ο οποίος έβαλε σε μια κούπα και της το έδωσε. Η Moranna ύψωσε την κούπα της στο Νάνο σε ευχαριστία και ήπιε, και μετά στράφηκε πάλι προς το φαγητό της.
Παρόλα αυτά, αν κάποιος τύχαινε να κάθεται ακριβώς δίπλα της στον πάγκο, και είχε καλές αισθήσεις, μάλλον θα μπορούσε να καταλάβει, να δει και να μυρίσει, ότι αυτό που είχε στην κούπα της η Moranna ήταν στην πραγματικότητα νερό! Τι περίεργο!
Re: Νύχτα στη Selantia [Λορέινα]
Η Λορέινα έπιασε τη ζεστή κούπα και απολάμβανε αυτό το περίεργο ποτό που της έκανε το στομάχι να έχει πεταλούδες.Το μαγαζί ολόκληρο πλέον είχε παραδωθεί στη μαγευτική φωνή της τραγουδίστριας.Ολοι σχεδόν είχαν σηκωθεί και τραγουδούσαν,μα η Λορέινα δεν τραγουδούσε.Ηθελε να νιώσει τον παλμό του κοινού,να νιώσει τα κρουστά μέσα της.Ειχε κλείσει τα μάτια και πρόσεχε μόνο ναημ της φύγει η κουκούλα και φανούν τα αυτιά της.
Η θεσπέσια φωνή σταμάτησε,και συνεχισε ο άλλος.Ανοιξε τα μάτια της και την ακολούθησε διακριτικά με το βλέμμα της.Οταν ήρθε κι έκατσε δίπλα της στη μπάρα,ένιωσε ένα σφίξιμο.Ηθελε τόσο πολύ να της μιλήσει.Να της πει πόσο τη θαυμάζει,που την ταξιδεύει.Αλλα ντρεπόταν,πως να της πιάσει την κουβέντα.Σκεφτηκε να την κεράσει κάτι,μα πρόλαβε ένας νάνος.
Ωστε έχει και ιδιαίτερο ποτό που πίνει, απίστευτο, σκέφτηκε με θαυμασμό.Μα όταν ήρθε, κατάλαβε ότι δεν ήταν κάτι παραπάνω από νερό.Εσκασε στα γέλια και την σκουντηξε "Θα μεθυσουμε απόψε φιλενάδα?" της είπε και σήκωσε την κούπα να τσουγκρισουν καθώς της έκλεινε το μάτι.
Η θεσπέσια φωνή σταμάτησε,και συνεχισε ο άλλος.Ανοιξε τα μάτια της και την ακολούθησε διακριτικά με το βλέμμα της.Οταν ήρθε κι έκατσε δίπλα της στη μπάρα,ένιωσε ένα σφίξιμο.Ηθελε τόσο πολύ να της μιλήσει.Να της πει πόσο τη θαυμάζει,που την ταξιδεύει.Αλλα ντρεπόταν,πως να της πιάσει την κουβέντα.Σκεφτηκε να την κεράσει κάτι,μα πρόλαβε ένας νάνος.
Ωστε έχει και ιδιαίτερο ποτό που πίνει, απίστευτο, σκέφτηκε με θαυμασμό.Μα όταν ήρθε, κατάλαβε ότι δεν ήταν κάτι παραπάνω από νερό.Εσκασε στα γέλια και την σκουντηξε "Θα μεθυσουμε απόψε φιλενάδα?" της είπε και σήκωσε την κούπα να τσουγκρισουν καθώς της έκλεινε το μάτι.
Re: Νύχτα στη Selantia [Λορέινα]
H Moranna ξαφνιάστηκε ελαφρά όταν άκουσε μια άγνωστη φωνή, και γύρισε να κοιτάξει την καλυμμένη φιγούρα. Ενδιαφέρον. Δεν ήταν συχνό κανείς να καλύπτεται έτσι, παρά μόνο αν έχει κάτι να κρύψει. Φονιάς, ληστής, ευγενής ή πλούσιος που θέλει να αναμειχθεί με τον απλό κόσμο, κατάσκοπος….οι επιλογές ήταν πολλές, και είχαν γεννήσει ιστορίες και παραμύθια. Η μελαχρινή γυναίκα αντιλήφθηκε ότι η κοπέλα κατάλαβε ότι είχε νερό στην κούπα της και χαμογέλασε, και μετά τσούγκρισε.
«Θα σε βάλω στο κόλπο, με αντάλλαγμα τη σιωπή σου σχετικά με το περιερχόμενο της κούπας μου.» είπε με χαμηλή, παιχνιδιάρικη φωνή, πλησιάζοντας λίγο πιο κοντά. «Πολύ συχνά, ο κόσμος θέλει να κεράσει ένα μουσικό ή ένα τραγουδιστή αντί να μας δώσει νομίσματα. Είναι θέμα προσωπικής προτίμησης ή κουλτούρας. Αλλά σκέψου αυτό φίλη μου…αν πίναμε όλα αυτά τα κρασιά, τις μπύρες και τα ρούμια, σίγουρα μετά από λίγο δεν θα μπορούσαμε όχι απλά να τραγουδήσουμε, ούτε το δρόμο για την τουαλέτα να βρούμε.» είπε η Moranna παιχνιδιάρικα και χαμηλόφωνα.
«Οπότε, τι κάνουμε? Συμφωνία με τον πανδοχέα. Έχουμε αποφασίσει ότι ένα ποτό, όπως για εμένα το “Λευκό Triel” είναι το σύνθημά μας για να μου βάλει νερό και να κρατήσει το κέρασμα. Έτσι, και πίνω και δεν προσβάλλω τον γενναιόδωρο θαυμαστή μου, και δεν μεθάω, και μετά…? Μετά έχω μια «καβάτζα» κερασμάτων, που ή μπορώ να τα πιώ ή να τα κεράσω άλλη στιγμή που ίσως να μην έχω τόσα χρήματα, ή μπορεί ο πανδοχέας να μου δώσει τα τέσσερα πέμπτα της αξίας των κερασμάτων σε χρήματα και να κρατήσει αυτός το ένα πέμπτο. Κερδίζουν και οι δύο.» της είπε με ένα συνωμοτικό χαμόγελο και της έκλεισε το μάτι.
«Σειρά σου τώρα, πες μου κάτι που δεν ξέρω, σε αντάλλαγμα για τη δική μου σιωπή όσον αφορά το ότι δεν είσαι από τα μέρη μας.» είπε η Moranna με χαμόγελο, χωρίς να εξηγήσει τι εννοούσε. Ήταν μια μικρή μπλόφα που την είπε με φυσικό τρόπο, «έριχνε άδεια για να πιάσει γεμάτα», ευχόμενη η κοπέλα να «τσιμπήσει».
«Θα σε βάλω στο κόλπο, με αντάλλαγμα τη σιωπή σου σχετικά με το περιερχόμενο της κούπας μου.» είπε με χαμηλή, παιχνιδιάρικη φωνή, πλησιάζοντας λίγο πιο κοντά. «Πολύ συχνά, ο κόσμος θέλει να κεράσει ένα μουσικό ή ένα τραγουδιστή αντί να μας δώσει νομίσματα. Είναι θέμα προσωπικής προτίμησης ή κουλτούρας. Αλλά σκέψου αυτό φίλη μου…αν πίναμε όλα αυτά τα κρασιά, τις μπύρες και τα ρούμια, σίγουρα μετά από λίγο δεν θα μπορούσαμε όχι απλά να τραγουδήσουμε, ούτε το δρόμο για την τουαλέτα να βρούμε.» είπε η Moranna παιχνιδιάρικα και χαμηλόφωνα.
«Οπότε, τι κάνουμε? Συμφωνία με τον πανδοχέα. Έχουμε αποφασίσει ότι ένα ποτό, όπως για εμένα το “Λευκό Triel” είναι το σύνθημά μας για να μου βάλει νερό και να κρατήσει το κέρασμα. Έτσι, και πίνω και δεν προσβάλλω τον γενναιόδωρο θαυμαστή μου, και δεν μεθάω, και μετά…? Μετά έχω μια «καβάτζα» κερασμάτων, που ή μπορώ να τα πιώ ή να τα κεράσω άλλη στιγμή που ίσως να μην έχω τόσα χρήματα, ή μπορεί ο πανδοχέας να μου δώσει τα τέσσερα πέμπτα της αξίας των κερασμάτων σε χρήματα και να κρατήσει αυτός το ένα πέμπτο. Κερδίζουν και οι δύο.» της είπε με ένα συνωμοτικό χαμόγελο και της έκλεισε το μάτι.
«Σειρά σου τώρα, πες μου κάτι που δεν ξέρω, σε αντάλλαγμα για τη δική μου σιωπή όσον αφορά το ότι δεν είσαι από τα μέρη μας.» είπε η Moranna με χαμόγελο, χωρίς να εξηγήσει τι εννοούσε. Ήταν μια μικρή μπλόφα που την είπε με φυσικό τρόπο, «έριχνε άδεια για να πιάσει γεμάτα», ευχόμενη η κοπέλα να «τσιμπήσει».
Re: Νύχτα στη Selantia [Λορέινα]
Η Λορέινα κοιτούσε σαν μαγεμένη την τραγουδίστρια στα μάτια καθώς της μιλούσε.Ηταν τα μάτια της που ήταν σαν γκρί,ήταν η φωνή της που ήταν μεθυστική,ήταν άραγε ο τόσο επικοινωνιακός της χαρακτήρας; Δεν ήξερε τι από όλα αυτά,μα καθώς της μιλούσε,την είχε συνεπάρει.Κοιτα να δεις,κόλπα που μαθαίνω, σκέφτηκε η Λορέινα.Μα στο τελευταίο σχόλιο της τραγουδίστριας, γέλασε και της έπιασε το χέρι συνομωτικα.
"Κοίτα,δεν έχω κάτι να κρύψω ακριβώς.Ας πούμε ότι είμαι έμπορος και τριγυρνω την Αμρουνα, μέχρι να βρω τον κατάλληλο αγοραστή για την πραμάτεια μου."Και της έδειξε λίγο τη μεμβράνη στα δάχτυλα."Καταλαβαίνεις όμως ότι δεν χρειάζεται να κυκλοφορώ ακάλυπτη, ποτέ δεν ξέρεις.Το μεγάλο ψάρι, τρώει το μικρό, προσέχω λοιπόν.Α δεν συστηθηκα, είμαι η Λορέινα,εσύ είσαι η;"είπε χαμογελώντας και έτεινε το χέρι προς χειραψία.
"Κοίτα,δεν έχω κάτι να κρύψω ακριβώς.Ας πούμε ότι είμαι έμπορος και τριγυρνω την Αμρουνα, μέχρι να βρω τον κατάλληλο αγοραστή για την πραμάτεια μου."Και της έδειξε λίγο τη μεμβράνη στα δάχτυλα."Καταλαβαίνεις όμως ότι δεν χρειάζεται να κυκλοφορώ ακάλυπτη, ποτέ δεν ξέρεις.Το μεγάλο ψάρι, τρώει το μικρό, προσέχω λοιπόν.Α δεν συστηθηκα, είμαι η Λορέινα,εσύ είσαι η;"είπε χαμογελώντας και έτεινε το χέρι προς χειραψία.