Page 3 of 6
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Posted: Thu 25 Jul, 2024 2:08 pm
by Checkmate
Η Σόρμπι του κράτησε το χέρι έτσι καθώς ανέπνεε και για μια στιγμή αφέθηκε στην αύρα της στιγμής, όταν ξανάνοιξε τα μάτια του η Σόρμπι είχε εξαφανιστεί και μία σκιερή μορφή ξανά τον περιτριγύριζε με μία σειρά από φωνές γυναικείες, βαθιές, καταχθόνιες...
"Όταν θα κολυμπάς στα νερά μας, θα το κάνεις με σεβασμό, αναγνώριση της κυριαρχίας μας και καμία ένδειξη εκμετάλλευσης της χάρης που σου κάνουμε..."
"Μείνε συγκεντρωμένος σε μένα, ο άνθρωπος σε περιμένει στην άλλη μεριά."
"Καμία άλλη αρετή δεν σε κάνει αρεστό σε μας παρά μόνο το ότι έχεις βιώσει άδικο πόνο"
"Δεν έχει πραγματικά κακό και σκοτεινό βάρος η αύρα σου"
"Πρόσεξε, το μονοπάτι είναι επικίνδυνο, η καπετάνισσά σου ξέρει και δεν ξέρει, μπορεί και δεν μπορεί, νομίζει και δεν νομίζει..."
"Μην σκέφτεσαι τη σάρκα της, δεν είναι δικιά σου, αλλά μπορώ να στη δώσω"
Άξαφνα μία ολόγυμνη και λαμπερή εικόνα της Σόρμπι εμφανίστηκε μπροστά του με την ίδια φωνή να του λέει
"Άπλωσε το χέρι σου και νιώστην, αλλά θα τη χάσεις, ο σκοπός είναι άλλος, μην μένεις στα εφήμερα"
"Έχεις τη δύναμη που νομίζεις ότι σου λείπει να φέρεις την αλλαγή, όχι τώρα αλλά σύντομα θα το καταλάβεις"
Ο Τσεκμέιτ έντρωμος πάσχιζε να αντισταθεί στη σαγήνη που τον περιτριγύριζε και να μείνει συγκεντρωμένος στο σκοπό.
"Α ώστε μπορείς να αντισταθείς, πολύ καλά, ίσως και να στην κάνω δώρο στο τέλος..."
"Ποιο τέλος; ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ! Κοινοί θνητοί! Αντίο!!!" Ξαφνικά η μορφή της Σόρμπι τον άρπαξε τον φίλησε και άρχισε να του ρουφά τη ζωτική ενέργεια, πάλεψε να ξεφύγει και ξαφνικά το σκοτάδι έφυγε και ήταν πίσω πάλι στο νερό, αφρισμένο από τις αδέξιες και τρομαγμένες κινήσεις του. Η Σόρμπι εκεί δίπλα, "μίλα, πες κάτι, οτιδήποτε"!
Με το που πήρε ανάσα η Σόρμπι και άκουσε τη χροιά της, την άρπαξε και την έσφιξε πάνω του μέχρι να ηρεμήσει, τα στήθη τους να ακουμπάνε και οι ανάσες τους να φτάσουν σε έναν κοινό ρυθμό, σε μία ηρεμία, συνήλθε, γύρισε την κοίταξε, έσφιξε τα δόντια του και έκανε να φύγει από το νερο....
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Posted: Thu 25 Jul, 2024 2:23 pm
by Shorby
Η Σόρμπι έβλεπε τον Τσέκμειτ να έχει χαθεί. Πιθανότατα οι σειρήνες γνωρίζονταν μαζί του. Δεν ήταν τόσο φιλικές βέβαια μαζί του. Ο Τσέκμειτ πάλευε, λες και πάλευε με κάποιον για την ζωή του. Η Σόρμπι του μιλούσε. Αλλά τα λόγια της δεν τον έφταναν. Παρόλα αυτά συνέχισε να του μιλά.
"Ηρέμησε, δεν είναι κάτι. Δεν θα σου κάνουν κακό. Ήρεμα, είμαι εγώ εδώ. Άκου την φωνή μου. Ηρέμησε. Δεν χρειάζεται να πανικοβάλεσαι. Αν δεν έχεις τίποτα να κρύψεις δεν θα σου κάνουν κακό"
Ξαφνικά η ματιά του επανήλθε και την αγκάλιασε σφιχτά, προσπαθώντας να πάρει ανάσες. Θαρρείς ήταν ο μόνος βράχος μέσα σε πέλαγο βαθύ ενώ πνιγόταν. Η Σόρμπι τον αγκάλιασε. Δεν ήταν και πολύ φιλικές, όχι. Του χάιδεψε το κεφάλι και κοίταξε προς τα βαθιά.
Μειδίασε και άφησε την σκέψη της ξανά ελεύθερη. Αν την άκουγαν. "θα του γίνει μάθημα, ευχαριστούμε" είπε με ταπεινότητα και τον έβγαλε έξω.
Αφού βγήκαν και κοίταξε πως είχε απόσταση με την θάλασσα, γύρισε και του είπε. "Κράτα τις σκέψεις σου καθαρές. Ο κάθε πόνος είναι μάθημα. Δείξε ευγνωμοσύνη. Και προπάντων να το εννοείς." είπε και άρχισε να ντύνεται.
Τι λόγια μπορούσε να του πει όταν ήξερε ότι τα Ράουν και ό,τι συνέβαινε στα Ράουν ήταν παράλογα. Οι ναύτες δέχονταν τις πράξεις των σειρήνων γιατί πίστευαν ακράδαντα ότι ήταν οι Φύλακες. Όμως κάποιος έξω της παράδοσης τους, θα τους θεωρούσε παλαβούς. Για λίγο αισθάνθηκε άσχημα που ο Τσέκμειτ το βίωσε έτσι. Σίγουρα οι σειρήνες ήθελαν να παίξουν με τον νεοφερμένο.
"Αύριο θα ξεκινήσουμε νωρίς. Ξεκουράσου. Και κυριότερα, μη πολυσκέφτεσαι ότι έγινε. Δεν θα καταλήξεις κάπου"
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Posted: Thu 25 Jul, 2024 4:52 pm
by Checkmate
Ο ύπνος του ήταν σταθερός, μέσα του χαιρόταν που κοιμόταν στη γη και βρήκε λίγο γόνιμο έδαφος να αποσυμφορήσει την ένταση των ημερών και να συγκεντρωθεί στο στόχο τους.
Με τις πρώτες αχτίνες ο Νειλ ξεσήκωσε του πάντες και τους οργάνωσε για το ταξίδι. "Το μονοπάτι μας οδηγεί στο πιο δύσβατο σημείο του νησιού, μείνειτε μαζί, μην ξεστρατίσετε ούτε για δείγμα και τουλάχιστον τρεις τρεις θα πάτε για κατούρημα, να έχετε ελαφριά όπλα μαζί, το δάσος δεν είναι στίβος μάχης, να έχετε το νου σας, η ευελιξία θα σας σώσει πιο εύκολα απ' όσο φαντάζεστε".
16 άτομα πορεία, οι υπόλοιποι φυλούσαν την Ωρόρα, μπροστά ο Νειλ μαζί με τη Σόρμπι ο Τσεκμειτ κάπου στη μέση όλοι σε ζεύγη προχωρούσαν σαν ένα μικρό φίδι που έρπεται μέσα στις αμυχές του εδάφους. Το τοπίο ήταν κυρίως κοκκινόχωμα και βραχώδες, η βλάστηση πυκνή, όμως το μονοπάτι φαινόταν καθαρό με την πρασινάδα να έχει κοπεί με λεπίδα αρκετές φορές.
Τα περισσότερα πράγματα που έβλεπε δεν του ήταν οικεία, και φρόντιζε να μην τα ακουμπάει, ενώ και ο Τιμ από πιο ψηλά ήλεγχε το μονοπάτι και τον ορίζοντα. Στάθηκαν σε ένα πλάτωμα όπου μέσα από μία σχισμή ανάμεσα στους βράχους, ανάβλυζε τρεχούμενο κρυστάλλινο καθαρό νερό, ήταν σε ένα σχετικά ψηλό σημείο όπου άνοιγε ο ορίζοντας και μπορούσες να δεις το πέλαγος, τις μακρινές σκιές από τα υπόλοιπα νησιά, και τη βαριά σκοτεινή αύρα των καταιγίδων που τα περιτριγυρίζουν.
Το νερό ξαλάφρωσε την ομάδα και σύντομα συνέχισαν στο δρόμο τους, σε μία στιγμή ο Νειλ έκανε σήμα στην ομάδα να σταματήσει και χάθηκε στις φυλωσιές, σύντομα γύρισε πίσω, "είναι ασφαλές, ελάτε", και τους οδήγησε στα πλαϊνά του λόφου που υψωνόταν μπροστά τους, εκεί στα δεξιά ριζά έχασκε μία τεράστια κατακόρυφη τομή στο βράχο σαν να τον είχε κόψει ο Άρσεθ με το σπαθί του.
Η τομή αυτή άνοιγε ένα στενό μονοπάτι σαν μικρό φαράγγι που χωρούσε οριακά ένα άτομο κάθε φορά, ύστερα από άβολη πορεία μισή ώρας έφτασαν στο τέλος του φαραγγιού όπου άνοιγε μία θολωτή κοιλότητα στο βράχο με πλάτος ένα κατάστρωμα της Ωρόρα, ο Τσεκμειτ σάστισε καθώς φαινόταν λαξευμένο και στερεωμένο με το μοναδικό φως να έρχεται από πίσω τους.
Απέναντί τους έχασε ένα πέρασμα μέσα στο βράχο όπου το φως χανόταν, εκεί θα πρέπει να είναι η είσοδος σκέφτηκε και γύρισε να κοιτάξει τη Σόρμπι.
"Άντρες φτάσαμε, μισή ώρα ξεκούραση, κανένας μόνος και μετά η καπετάνισσά μας θα μας οδηγήσει μέσα στη σπηλιά."
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Posted: Fri 26 Jul, 2024 10:02 am
by Shorby
H Σόρμπι είχε από ώρα παρατηρήσει τον Νέιλ να συνομιλεί ψιθυριστά με τους άλλους, Και παρά το γεγονός ότι όλοι οσοι ήταν μαζί της, επέστρεφαν στο λημέρι τους μετά από σχεδόν δεκαετία, κανείς δεν φαινόταν χαρούμενος. Όλοι βρίσκονταν σε περισσυλογή και συνομιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους. Για πρώτη φορά η Σόρμπι αισθάνθηκε στην απέξω. Από την άλλη όμως τους καταλάβαινε. Πόσα θα είχαν περάσει μαζί με τον πατέρα της εδώ....Γιατί να μην ζούσε να κάνανε μαζί αυτό το ταξίδι....Άραγε θα έκλεινε την συμφωνία στην Άστασκο, αναρωτήθηκε...Ίσως να μην βρισκόταν ποτέ στην Άστασκο...
Έδιωξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της και οπλίστηκε με θάρρος. Έπρεπε να είναι χαρούμενη. Θα ανακάλυπτε -μάλλον- μια πτυχή του πατέρα της που δεν ήξερε. Η ώρα ήρθε. Ο Νέιλ τους μάζεψε όλους μπροστά από την σπηλιά και άνοιξε τον δρόμο με το χέρι του για την Σόρμπι. Η σκοτεινή κουφάλα είχε ένα σκοτάδι που δεν είχε ξαναδεί. Ήταν τόσο μαύρο, σαν να μην ήξερες καν που βρίσκεσαι ή ποιος είσαι. Δύο βήματα μέσα και οι πυρσοί πήραν φωτιά. Το δρομάκι οδηγούσε για τα καλά μέσα στην σπηλιά. Ήταν περίπου μισή ώρα δρόμος, ίσως λίγο περισσότερο, όταν η Σόρμπι άκουσε τους υπόλοιπους να χτυπιούνται και να συνομιλάνε. Ο Νέιλ της άγγιξε τον ώμο. "Εδώ είμαστε" της είπε "Πιπ, Καρ, Λεμον, ξέρετε τι πρέπει να κάνετε" είπε στους ναύτες και εκείνοι ενθουσιασμένα ξεκίνησαν για το άγνωστο.
Λίγες στιγμές μετά, φωτιές άρχισαν να ανάβουν σε διάφορα μέρη του κοιλώματος και λίγο αργότερα ήταν φωτισμένη σχεδόν όλη η σπηλιά. Η Σόρμπι κοίταξε μαγεμένη. Οι υπόλοιποι αναφώνησαν με χαρά και χάθηκαν μέσα στό γνώριμο για αυτούς περιβάλλον. Ο Νέιλ χαχάνιζε "Προσοχή εεεε" ήταν το μόνο που τους είπε, και όσο κι αν ήθελε και ο ίδιος να ξεχυθεί σαν μικρό παιδί που ξαναβρίσκει ένα χαμένο του παιχνίδι, ο ρόλος του χρειαζόταν δίπλα στην Σόρμπι.
Η Σόρμπι είχε ανοίξει το στόμα και κοιτούσε να ανακαλύψει το τέλος της σπηλιάς, μα δεν μπορούσε. Η σπηλιά είχε ακόμα μεγαλύτερο ύψος από την αρχή και πολύ μεγαλύτερο πλάτος. Παντού υπήρχαν μέρη σκαριού, κατάρτια, σχοινιά, ανοιγμένα πανιά σε αυτοσχέδιους αργαλειούς, κύρτες από μέρη του πλοίου, εργαλεία για το ξύλο, φασίνες, τα πάντα. Η Σόρμπι δεν μπορούσε να απαριθμήσει τι υπήρχε. Ήταν σαν ένα μικρό ψαροχώρι. Ό,τι θα χρειαζόταν κάποιος για την κατασκευή και την συντήρηση όχι απλά ενός πλοίου, αλλά στόλου. Προχώρησε μπροστά και ο Νέιλ με τον Τσέκμειτ ακολούθησαν. Υπήρχε ένα φυσικό κύριο δρομάκι, το οποίο διακλαδίζονταν σε διάφορους χώρους εργασίας. Όσο προχωρούσαν , τα μέρη των σκαριών, ήταν μαζεμένα σε στίβες, ή λίγο πιο κάτω, συναρμολογημένα σε μεγαλύτερα μέρη. Πρόκες πεταμένες μαζί με ξύλινα σφυριά. Και λίγο πιο κάτω, πλοιάρια, πάνω σε ξύλινες προθήκες σχεδόν τελειωμένα. Η Σόρμπι υπνωτισμένη ακολούθησε τον δρόμο ώσπου άρχισε να ακούει νερό. Παραξενεμένη γύρισε και κοίταξε τον Νέιλ. Ο μεσήλικας άντρας δεν είπε κουβέντα. Της ένευσε θετικά και περίμενε στην θέση του. Το χώμα, άρχισε να δίνει την σειρά του σε άμμο, και όσο προχωρούσε η άμμος γινόταν όλο και πιο ψιλή. Η Σόρμπι κοιτούσε με τον ίδιο τρόπο, σαν χάνος, αυτό που έβλεπε μπροστά της. Η κοιλότητα της σπηλιάς, συνδεόταν με την θάλασσα. Ήταν ένας μικρός κόλπος , αρκετός για να χωρά τουλάχιστον πέντε ξύλινους κάβους και να έχει ακόμα χώρο. Σε έναν ήταν δεμένα δύο πλοιάρια και κάποιες βάρκες. Τα πλοιάρια δεν ήταν τόσο μεγάλα σαν την Ωρόρα. Η Σόρμπι τα αναγνώρισε από τις ιστορίες του θείου της, τα μεγάλα ήταν αυτά που τα λέγανε Μυστικά και τα μικρότερα τα λέγανε κλεφτρόνια. Από τους υπολογισμούς που έκανε η Σόρμπι, για να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αυτά τα πλοία έπρεπε να υπάρχει όντως στόλος. Οι είκοσι άντρες του πατέρα της δεν έφταναν...
Κοίταξε τον Νέιλ με βλέμμα γεμάτο αμφιβολίες ¨Ποιός ήταν ο πατέρας μου;"
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Posted: Fri 26 Jul, 2024 11:30 am
by Checkmate
Δεν θα περιμενε κανείς τέτοια οργάνωση σε έναν τέτοιο χώρο, φαντάστηκε τον κόλπο ζωντανό με εργάτες, εμπόρους, ναυτικούς, φως και τραγούδι.
Μία μικρή ολοζώντανη κοινωνία, πλέον ημιθανής, χαμένη στη σφαίρα του μύθου. Ο κόλπος φαινόταν σαν το σημείο συνάντησης ενός μπόλικου αριθμού στωών που χάνονταν μέσα στο βουνό, άλλες φυσικές, αλλες λαξευμένες.
"Τακ, Φελ, πάρτε το ξωτικό και μπείτε στη μεγάλη στοά". Η διαταγή του Νειλ μπριζωσε αμέσως τους ναύτες και σηκωθηκαν αμέσως. Το ξωτικο τους ακολούθησε, όχι απρόθυμα, αλλά με το βλέμμα της απορίας του τι υπάρχει παραπέρα.
Δυο πράγματα κυριαρχούν στις στοές, σκοτάδι και μαύρο. Τα ρινίσματα απο τις εξωρύξεις Μερκουρίου, η σκόνη απ το απάτητο χώμα για καιρό, το σκοτάδι στις στοές και η βαριά μυρωδιά παλιάς βιομηχανικής δραστηριότητας έκαναν την ατμόσφαιρα βαριά και διόλου ευχάριστη να αναπνέεις.
Στενα και κατηφορικά, γεματο ακαθαρσίες και οσμες νυχτοβιων ζωων, έφτασαν στο κοίτασμα της κεντρικής στοάς. Είναι ακόμη μη αποδεδειγμένο από πού προέρχεται το Μερκούριο, μέχρι πρόσφατα ηταν και το ιδιο στη σφαίρα του μύθου, ίσως μάθουμε αυτές τις μέρες, ψιθύρισε στον εαυτό του, φτάνοντας στο σημείο του κυρίως κοιτάσματος.
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Posted: Tue 30 Jul, 2024 7:06 pm
by Shorby
Ο Νείλ δεν απάντησε στην Σόρμπι. Αντί αυτού την πήρε κοντά του και την οδήγησε στο γραφείο του πατέρα της.
'Ίσως η απάντηση που ψάχνεις να είναι κάπου εδώ. Δεν θα σε ενοχλήσω. Έχεις όσο χρόνο θες να καθίσεις. Θα είμαι εδώ για ό,τι χρειαστείς" είπε ο Νέιλ και διακριτικά τραβήχτηκε λίγο από τον προσωπικό χώρο του παλιόφιλου και καπετάνιου του. Η Σόρμπι πλησίασε το γραφείο, το οποίο ακόμα και τώρα ήταν γεμάτο με χαρτιά, παπύρους, χάρτες και βιβλία. Έψαξε τα συρτάρια, τα οποία περιείχαν ό,τι και τα δικά της. Πάνω στο γραφείο βρήκε έναν καλύτερο χάρτη των ρευμάτων των Ράουν, πλήρως χαρτογραφημένο. Η δερμάτινη τσάντα του πατέρα της ήταν πεταμένη δίπλα. Την σήκωσε, την στερέωσε πάνω στο γραφείο και έβαλε μέσα τον χάρτη. Αισθανόταν σαν να έκλεβε από την μία, από την άλλη ήξερε ότι ήταν εκεί για αυτήν ή όποιον ήταν ο καπετάνιος της Ωρόρα.
Ψαχούλεψε ό,τι βρισκόταν πάνω στο γραφείο και τα συνέταξε σε στοίβες για να τα διαβάσει ευκολότερα. Ώσπου μέσα στην χαρτούρα και τον χαμό, έπεσε σ ένα κλειστό γράμμα. Σόρμπι ήταν γραμμένο το όνομα της με μεγάλα γράμματα. Βρήκε το μαχαίρι για τα γράμματα και το άνοιξε προσεκτικά. Ξεδίπλωσε το γράμμα και ξεκίνησε να διαβάζει,
Γλυκό μου παιδί, λογικά είμαι χρόνια νεκρός και πιθανολογώ ότι κάπου εκεί δίπλα σου είναι ο Νέιλ. Δεν ξέρω από που να ξεκινήσω και τι να πρωτοπώ. Η θέση μου έπρεπε να ήταν δίπλα σου. Ελπίζω τουλάχιστον να πέθανα καλά. Αλλά ας τα πάρω όσο πιο καλά μπορώ. Τον Νέιλ να τον εμπιστεύεσαι σα να ήμουν εγώ. Δεν θα σε προδώσει ποτέ. Αυτό ισχύει για όλους τους παλιούς δικούς μου καραβανάδες. Ίσως ως τώρα να το έχεις καταλάβει και εσύ, αλλά έπρεπε να το πω. Η μητέρα σου καλά είναι; Χα χα χα τι ρωτάω, δεν θα λάβω ποτέ την απάντηση. Ελπίζω να είναι καλά. Τι έλεγα...α ναι. χμμμμ...είναι πιο δύσκολο από όσο νόμιζα. Λοιπόν, το λημέρι μου ειναι τώρα δικό σου. ΣΙγά σιγά θα εξερευνήσεις όλο το Μουν και θα διαπιστώσεις κάποια πράγματα για εσένα. Ο Νέιλ θα σε βοηθήσει όσο μπορεί. Κάποια στιγμή θα πρέπει να μιλήσεις με την μάνα σου. Το μέταλλο είναι πολύ σημαντικό. Πάρα πολύ Σόρμπι. Είναι πολύ πιο σημαντικό από ότι μπορεί να σκεφτείς. Πέραν της εμπορίας, φτιάξε όπλα! Για εσένα, για την Ωρόρα! Μην κάνεις το λάθος που έκανα εγώ. Στο χωριό μας, ο Κάρβολ είναι ο καλύτερος σιδηρουργός. Του είχα μιλήσει πριν σου αφήσω αυτό το γράμμα και ξέρει. Πιθανόν να ξέρει πλέον και ο γιος του. Όταν γυρίσεις σπίτι, πάντα πάντα θα κουβαλάς ένα μερίδιο και θα το αφήνεις στην Σπεράντζα και ο Κάρβολ θα φτιάχνει ότι πιάνουν τα χέρια του. Εμπιστεύσου με σε αυτό. Κάποια στιγμή θα χρειαστεί. Οι Σειρήνες ακολουθούν δική τους σειρά, όσο κι αν είναι της θεας, μην τις εμπιστευτείς ποτέ. Το κυριότερο όμως απόλα Σόρμπι, είναι....εσύ! Από όταν ήσουν μικρούλα ξεχώριζες. Η φωνή σου αντηχούσε σε όλη την παραλία μας. Είχες ένα μικρό ξύλο σαν κουπί και έτρεχες πάνω κάτω λέγοντας για γοργόνες, θαλάσσια τέρατα και καταιγίδες. Και φυσικά ήσουν η ατρόμητη καπετάνισσα. Αχ μακάρι να σε έβλεπα τώρα. Αγαπούσες τόσο την θάλασσα και την ακρογιαλιά. Αποκοιμόσουν εκεί και σε μάζευε όποιος περνούσε και σε έφερνε σε μας. Όλο το νησί μας είναι η οικογένεια σου. Μη το ξεχνάς αυτό. Έχεις ανθρώπους που μπορείς να βασιστείς. Κάποιες φορές θα νομίζεις ότι όλος ο κόσμος είναι εναντίον σου, κάποιες φορές το ταξίδι θα σου αφήνει πληγές. Αλλά να ξες, οι πληγές επουλώνονται και αυτές είναι που σε κάνουν εσύ! Κάποιες φορές αυτοί που αγαπάς θα δεις ότι θα σε αλλάξουν, όχι γιατί είναι κακοί. Αλλά ακριβώς γιατί η αγάπη σου για αυτούς θα σε κάνει να αλλάξεις ρότα. Ό,τι έχεις μάθει θα είναι ο οδηγός σου και κανείς δεν θα μπορέσει να σε κάνει να πάψεις, γιατί η φωνούλα μέσα σου είναι πολύ δυνατή. Είναι ένας ανεμοστρόβιλος, μια δίνη του ισχυρότερου ανέμου και αυτή η φωνούλα είναι που σου λέει να πιστεύεις στον εαυτό σου. Αρκεί να ξες ποιά είσαι, και όλα θα γίνουν. Πολλά δεν σου έχω πει, και δύσκολο να σου τα πω από αυτό το γράμμα. Δύο πράγματα πρέπει να ξέρεις. Που δεν σου είχε πει ποτέ κανείς. Αλλά όλο το νησί γνωρίζει. Πρώτον, είσαι η κόρη του αρχηγού των νήσων της Ελπίδας. Ναι...συγγνώμη για αυτό. Είμαι...ήμουν ο αρχηγός των Ελπίδων. Και ο κόσμος πλέον περιμένει εσένα Σόρμπι. Δεύτερον, έχω ένα μυστικό. Εγώ και η μαμά σου και όλοι στην Σπεράντζα και όλοι στις Ελπίδες. Θα το μάθεις τώρα ίσως που είσαι στην σπηλιά. Ο Νέιλ δεν μπορεί να σου πει ώσπου να το ανακαλύψεις μόνη σου. Θα ξέρεις πότε. Ήμασταν πάντα ταξιδιώτες της θάλασσας, ήμασταν πάντα κοντά στην θάλασσα και στον άνεμο. Αλλά πάνω απ' όλα να ξες, καλό μου παιδί, το κάλεσμα δεν είναι της θάλασσας, ούτε καν της θεάς. Το κάλεσμα είναι δικό σου. Είναι μέσα σου. Είναι σαν την παλίρροια. Έρχεται και φεύγει, αλλά είναι πάντα εκεί. Η φουρτούνα μέσα σου δεν είναι φωτιά, είναι ο ασίγαστος αέρας. Είναι ο πόθος να αγγίξεις τον έρωτα σου, Αυτήν, την θάλασσα. Στο τρίτο συρτάρι, ξήλωσε το, από πίσω θα βρεις κάτι για εσένα. Και όταν επιστρέψεις στο χωριό, μίλα με την μάμα σου και τον Κάρβολ. Δεν έχω άλλο χώρο. Να θυμάσαι. Σ αγαπάω και πάντα θα σε αγαπάω. Είμαστε όλοι μαζί σου..."
Η Σόρμπι έκλαιγε με λυγμούς. Τα δάκρυα ήταν τόσο χοντρά που δεν μπορούσε να διαβάσει. Της πήρε αρκετή ώρα να αφήσει εκείνο το γράμμα. Το κρατούσε σφιχτά στην καρδιά της γιατί πονούσε. Πονούσε. Ακόμα κι αν είχε ζήσει ευχάριστα, πονούσε. Ο πόνος μπορεί να έρθει και από την αγάπη. Μετά από αρκετή ώρα και αφού ηρέμησε, έβαλε το γράμμα μέσα στην τσάντα και ξύλωσε το συρτάρι. Γονάτισε και έβαλε το χέρι της βαθιά. Ψιλαφώντας, ένιωσε να πιάνει ένα πουγκί, στερεωμένο στο πίσω ξύλο του γραφείου. Το τράβηξε δυνατά και το πήρε στα χέρια της. Ήταν ένα μπλε σκούρο πουγκί με αρκετό βάρος.
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Posted: Mon 05 Aug, 2024 11:41 am
by Checkmate
Η σπηλιά του κυρίως κοιτάσματος ήταν μια μαγική κατασκευή της φύσης, γεμάτη κρυστάλλινα σχηματίσματα που με ανθρακί και μαύρες λάμψεις. Καθώς προχωρούσε στο βάθος της, ο αέρας, γεμάτος με την αύρα της μαγείας του μερκουρίου μας, γέμιζε τις αισθήσεις τους σαν να ενώνονταν με την ενέργεια της γης.
Η ομάδα μαζεύτηκε στο κέντρο και χάζευε τις μεγάλες ορυκτές φλέβες σαν μαύρα ρυάκια που ξεχείλιζαν και χάνονταν μέσα στα τοιχόματα και στα έγκατα της σπηλιάς. Αξίνες, σφυριά, καλέμια, μεταλλικά στυλιάρια επρόκειτο σύντομα να γεμίσουν με τις κλαγγές τους τη σπηλιά κάνοντας την ατμόσφαιρα σχεδόν αφόρητη με τη σκόνη και τη φασαρία. Πριν ξεκίνήσουν κατέφθασε ο τρίτος σε σειρά ιεραρχίας μετά τη Σόρμπι και τον Νειλ, ο Τσαρ. Ήταν ένας σκληρός πρώην πειρατής, ανθρώπινης καταγωγής, ψηλός, γερός, με φαρδείς ώμους, σκουρόχρωμος και λιγομίλητος. Μαζί του ένας ακόμη ναύτης, έσερναν δύο ακόμη καρότσια με φτυάρια, τροχαλίες δοκούς και λοιπά υλικά που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα.
Η πρώτη μέρα ξοδεύτηκε κυρίως στο στήσιμο όλων των εργαλείων στον καθορισμό πόστων και στη χαρτογράφηση των φλεβών του μεταλλεύματος. Στα σημεία που το μερκούριο εμφανιζόταν στον τοίχο τα πράγματα ήταν σχετικά ευκολότερα, όμως εκεί που χανόταν στο έδαφος της σπηλιάς ήθελε διπλή και τριπλή δουλειά.
"Λοιπόν μικρέ ξεκίνα όρθιος αύριο και άσε, για αρχή, τα υπόλοιπα σε μας τα πιο βαριά." Είπε με στόμφο ο Τσαρ. Ο Τσεκμειτ δεν ένιωσε ότι του έκανε τη ζωή πιο εύκολη παρά το ότι τον υποτιμούσε και τον έδιωχνε απ τα πόδια του. Δεν είχε όρεξη να αντιπαρατεθεί και έγνεψε καταφατικά. Άφησε την παρέα και τη μικρή φωτιά και πήγε στο υπόστρωμά του να κοιμηθεί.
Οι επόμενες δύο μέρες κύλησαν ομαλά με πολύ δουλειά ιδρώτα και αρκετό μετάλλευμα. Λίγη συζήτηση, πολύς κόπος, φαγητό όσο χρειάζεται, αρκετό νερό και πολλά κατεστραμμένα εργαλεία. Η τρίτη μέρα επεφύλλασε μία δυσάρεστη έκπληξη. Καθώς οι εργασίες προχωρούσαν ο Τσαρ μπήκε μόνος του σε μία φαινομενικά ασφαλή παραστοά για να δει μέχρι που έφτανε η φλέβα του Μερκουρίου. Καθώς όμως με το σφυρί του χτυπούσε για να αφουγκραστεί τη ροή του μετάλλου, ο βράχος άρχισε ξαφνικά να τρέμει και ένα μέρος της στοάς κατέρρευσε ευτυχώς όχι πάνω του. Ο Τσαρ γλίτωσε με αμυχές και επιφανειακά τραύματα.
"Έως ότου στερεωθεί καλά αυτό το σημείο οι εργασίες σταματάνε για σήμερα και εγώ πρέπει να δέσω τα τραύματά μου. Σας αφήνω κατά ώρας και επιστρέφω πάνω στη βάση. Μαζέψτε ότι έχουμε συλλέξει, κάντε σωστή διαλογή και θέλω τουλάχιστον 4 καρότσια καθαρό μερκούριο πάνω μέχρι το βράδυ!"
Όλοι έγνεψαν μάλλον απρόθυμα και μέχρι να φύγει ο Τσαρ γύρισαν στο σημείο καθαρισμού και διαλογής. Εκεί έγινε το πρώτο ξεσκαρτάρισμα και βάλθηκαν να γεμίσουν τα καρότσια όπως το ζήτησε ο Τσαρ. Με τους μηχανισμούς που είχαν στήσει, το μερκούριο φορτώθηκε και ανα δύο ο Τσέκμειτ και οι υπόλοιποι 3 ναύτες ξεκίνησαν αργά και σταθερά την ανάβαση. Ύστερα από μερικές ώρες το Μερκούριο είχε μεταφερθεί και στάθηκαν μία στιγμή να δουν τους υπολοίπους.
Ο Τσεκμέιτ έψαξε να βρει τη Σόρμπι όμως δεν φάνηκε οπότε κάθισε να ξαπωστάσει και να την περιμένει.
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Posted: Sat 17 Aug, 2024 2:09 pm
by Shorby
Στο χέρι της κοιτούσε ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί. Κοίταξε τριγύρω τον χώρο και βρήκε ένα μεγάλο σεντούκι πίσω ακριβώς από το γραφείο. Η χαρτούρα και τα πεταμένα πράγματα σχεδόν το έκρυβαν, σαν προέκταση του γραφείου. Ο Νέιλ είχε συγκινηθεί, δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα του, αλλά είχε ορκιστεί ότι δεν θα μιλήσει. Η Σόρμπι κατακόκκινη έβαλε το κλειδί στην μεγάλη ωπή και το γύρισε. Ακούστηκε ένας θόρυβος σαν να έσπαγε ένας βράχος, η Σόρμπι τρόμαξε. Τα γρανάζια, μετά από χρόνια ακινησίας άρχισαν να περιστρέφονται ώσπου μ' ένα κλικ, το σεντούκι άνοιξε. Η Σόρμπι σήκωσε με δυσκολία το μεταλλικό και έμεινε αποσβολωμένη να κοιτά το περιεχόμενο. Χρυσά νομίσματα ικανά να ταΐσουν ένα νησί ολόκληρο, χάρτες, βιβλία και...όπλα. Όπλα. Εκείνη η επιλογή που έπρεπε να κάνει για να προχωρήσει. Μια δερμάτινη περίτεχνη ζώνη με θήκες για δύο πιστόλια και δύο πιστόλια στην θέση τους, που παρόμοιας ομορφιάς δεν είχε ξαναδεί. "Νέιλ, ο πατέρας μου είχε σκοτώσει;" ρώτησε ψυχρά. Υπήρχε μια παύση στην οποία ο Νέιλ αναρωτιόταν πως έπρεπε να απαντήσει. Τελικά απάντησε ένα ξερό "Ναι".
Η Σόρμπι με την πλάτη της στραμμένη ακόμα προς τον Νέιλ χαμογέλασε. Τι χαζή ερώτηση σκέφτηκε. Πήρε την ζώνη και την στερέωσε πάνω της. Η ζώνη ήταν αρκετή επιδέξια φτιαγμένη. Στερεωνόταν στην μέση, αλλά με δύο υμάντες σε κάθε πλευρά στερεωνόταν επίσης και στους γλουτούς για καλύτερη σταθερότητα. Πλάγια στο ύψος των χεριών ήταν οι θήκες για τα πιστόλια, ενώ πλάγια και προς τα πίσω είχε ακόμα ένα θηκάρι για μαχαίρα. Ο Νέιλ, ξερόβηξε "Έχει κι άλλο ρουχισμό" . Όντως κάτω από κάτι σακιά υπήρχε ακόμα ένα σετ δερμάτινων ζωνών για τον άνω κορμό. Την Σόρμπι δεν την βόλεψε τόσο γιατί ήταν φτιαγμένο πάνω σε αντρικό σώμα και την ενοχλούσε στο στήθος, αλλά θα το συνήθιζε. Η ζώνη στην μπροστινή όψη, είχαν δύο θήκες για μαχαιράκια και μία ακόμα, της οποίας την χρήση ούτε κατάλαβε, ούτε την βοήθησε ο Νέιλ να καταλάβει.
Όλες τις επόμενες μέρες τις πέρασε δίπλα στο γραφείο και το σεντούκι, βρίσκοντας πράγματα του παρελθόντος που ανήκαν ακόμα στο παρόν. Διαβάζοντας για την εμπορία του μερκουρίου. Θέτοντας νέους στόχους, ένας εκ των οποίων ότι έπρεπε να δώσει εξετάσεις και για λογιστική, αν ήθελε να έχει σωστό κουμάντο. Και βρίσκοντας κρυμμένους θησαυρούς...επανάστασης. Έχω ένα μυστικό κάθε φορά που το σκεφτόταν η Σόρμπι αναριγούσε. Όμως όσο το σκεφτόταν, της φαινόταν λογικό.
Χωρίς να το καταλάβει πέρασαν τρεις μέρες. Με τον Νέιλ δίπλα της, ο Τσαρ ήταν επικεφαλής του εγχειρήματος. Ο Τσέκμειτ...τον θυμήθηκε μετά τον χαμό των αποκαλύψεων. Ήταν το βράδυ της τέταρτης μέρας. Ίσως να κοιμόταν μα η Σόρμπι ήθελε την παρέα του εκείνη την στιγμή και έκανε να τον βρει
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Posted: Sat 17 Aug, 2024 2:43 pm
by Checkmate
Είχε συνηθίσει να κοιμάται στα κληρά όμως ακόμη δεν τον έπαιρνε ύπνος, είχε αράξει με τις παλάμες του επιπλέον προσκέφαλο και σκεφτόταν πως έχει αλλάξει τόσο γρήγορα ο κόσμος τόσο πολύ σε τόσο λίγο. Σαν χθες μπήκε στην ζωή του ο Λιφ, το λιμάνι, οι μικρές τσακπινιοβρωμοδουλιές, σαν χθες το παιδί τον άφησε και άρχισε να μεγαλώνει.
Πόσες μέρες ταξιδεύω άραγε... Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου με το ταξίδι καθώς είχε αφοσιωθεί στον σκοπό και στη καπετάνισσα της Ωρόρα, με το που πήγε το μυαλό του στην Σόρμπι, άκουσε κοντά του το τρίξιμο από μικρά πετραδάκια και τινάχτηκε να δει ποιος ερχόταν, ελπίζοντας να την δει. Τζίφος σκέφτηκε καθώς δύο ναύτες έσερναν τα πόδια τους πηγαίνοντας να ξαπλώσουν.
Στιγμές αργότερα, την είδε να περιφέρεται και περίμενε να τον πλησιάσει, καθώς ζύγωνε σηκώθηκε να την χαιρετήσει και πάγωσε στην εικόνα της. Η Σόρμπι με πολλή ξεκούραστη και θετική αύρα και νέα αμφίεση τον πλησίαζε. Πρόσεξε τα νέα της αντικείμενα και βάλθηκε να τα σχολιάσει πριν καταπιεί τη γλώσσα του.
"Εεεε Σόρμπι, σε περίμενα..." Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη και να βάλει στην σωστή σειρά τις συλλαβές. Σάστισε!
Ότι έκανε τη Σόρμπι, επιβλητική, επικίνδυνη και ποθητή υπερτονιζόταν υπέρμετρα με τη ζώνη και τις δερμάτινες λωρίδες που αγκάλιαζαν και έσφιγγαν δυνατά το κορμί της. Ίδρωσε και προσπάθησε να κρατήσει την αυτοκυριαρχία του. Πάσχισε να μην το δείξει αλλά προφανώς η πανέξυνη καπετάνισσα το κατάλαβε και τον εκμεταλλευόταν.
Η τσουπωτή της περιφέρεια με τους μυώδεις γλουτούς ασφυκτιούσε από το σφίξιμο του δέρματος, ενώ ο κορμός της χωριζόταν και τονιζόταν ιδανικά η στιβαρή της μορφή, η ενέργεια και τέλος η θυληκότητα. Το μυαλό του πήγε στο γυμνό τους μπάνιο, στη μεταξύ τους στιγμές, στην ένταση που είχαν χτισεί, στραβοκατάπιε δεύτερη φορά και κάπως συνήλθε.
"Σε περίμενα, πήγε καλά η πρώτη μέρα, πως είσαι;"...
Re: Καταιγίδα (Συνέχεια μεταξύ κατεργαρέων)
Posted: Sat 17 Aug, 2024 3:37 pm
by Shorby
Η Σόρμπι χαχάνισε. "Τέταρτη έννοεις. Αύριο ξημερώνει πέμπτη μέρα εδώ Τσέκμειτ. Εγώ λέω πως έχασα την αίσθηση του χρόνου, αλλά και εσύ δεν πας πίσω" είπε και του έκλεισε το μάτι. Τον τράβηξε από το χέρι σηκώνοντας τον "Έλα, πάμε κάπου οι δύο μας. Έχω έναν χάρτη να ακολουθήσουμε και... κάτι να σου πω" του είπε και άρχισε να τον τραβά προς την αριστερή στοά του κυρίως σπηλαίου, από την αντίθετη κατεύθυνση από όπου εξόρυσσαν το μερκούριο.
Η Σόρμπι προπορευόταν λίγο, μα η αιφνίδια της ιδέα, τώρα τους είχε γυρίσει την πλάτη. Χωρίς φωτιά περπατώντας στα τυφλά, η Σόρμπι από ένα σημείο και έπειτα σταμάτησε να βλέπει. Όσο προχωρούσαν, έγερνε όλο και περισσότερο προς τον Τσέκμειτ ώσπου κάποια στιγμή τον κρατούσε αγκαζέ όσο προχωρούσαν μαζί. "Βλέπεις ε;" τον ρώτησε μέσα στην πίσσα. "Τα ξωτικά βλέπουν στο σκοτάδι, αυτό ξέρω. Αν και η αλήθεια είναι απλά δεν σκέφτηκα να πάρουμε δάδα. Ιι.σσσσσ κάτι ακούω" Ο Τσέκμειτ της απάντησε ψιθυριστά "Εσύ ακούγεσαι! Πάψε! Με αποσυντονίζεις και δεν βλέπω καλά" της είπε και την έσφιξε πάνω του. "Ακούς τίποτα άλλο;" ρώτησε η Σόρμπι "Σσσ" έκανε εκείνος.
Η καρδιά της Σόρμπι κόντευε να βγει από το στήθος της. Συνήθως δεν φοβόταν, αλλά το σκοτάδι ήταν τόσο απόλυτο που δεν έβλεπε ούτε τον Τσέκμειτ. Τον έσφιγγε πάνω της σα υπενθύμιση ότι δεν είναι νεκρή. Αν την άφηνε, η Σόρμπι θα αισθανόταν κενό. "Αααχ κάτι μ ακούμπησε" φώναξε και ρίχτηκε πάνω του "Σκάσε εγώ ημ.." αλλά με την ορμή της πέσανε στο έδαφος. Η Σόρμπι έφαγε μια καλή από το πηγούνι του Τσέκμειτ στο κεφάλι της και έσκασε σα καρπούζι πάνω του, μην έχοντας όραση. "Άουτσ αυτό πόνεσε" του είπε αστειευόμενη.