Role Playing Writing Game
Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Τα λευκά του μαλλιά χόρευαν άγρια ενάντια στον άνεμο, καθώς άφηναν πίσω τους το λιμάνι της Hocur.
Δεν μπορούσε καν να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε μπει σε καράβι•είχε σίγουρα πάνω από δεκαετία, μα για τα δικά του χρόνια, αυτό δεν σήμαινε και πολλά.
Απεχθανόταν το νερό, σαν την αδερφή του, και το απέφευγε σε κάθε ευκαιρία. Το να μην νιώθει σταθερή την γη κάτω από τα πόδια του, τον έκανε να νιώθει αδύναμο, ανήμπορο. Άλλωστε από την γη προέρχονταν και οι δυνάμεις του, οπότε χωρίς αυτήν, ένιωθε μισός.
Κι όμως, δεν δίστασε ούτε στιγμή όταν λίγες ώρες νωρίτερα, το ίδιο πρωινό, ένα καταραμένο γράμμα φάνηκε στο κατώφλι του μαγαζιού του, ζητώντας επειγόντως την βοήθειά του.
Και να που τώρα βρισκόταν στον δρόμο για την άκρη του κόσμου, το Helegfin, στα παγωμένα βουνά του Βορρά.
Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να διώξει το ανακάτεμα, αλλά μάταια.
Τον περίμενε μεγάλο ταξίδι.
Δεν μπορούσε καν να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε μπει σε καράβι•είχε σίγουρα πάνω από δεκαετία, μα για τα δικά του χρόνια, αυτό δεν σήμαινε και πολλά.
Απεχθανόταν το νερό, σαν την αδερφή του, και το απέφευγε σε κάθε ευκαιρία. Το να μην νιώθει σταθερή την γη κάτω από τα πόδια του, τον έκανε να νιώθει αδύναμο, ανήμπορο. Άλλωστε από την γη προέρχονταν και οι δυνάμεις του, οπότε χωρίς αυτήν, ένιωθε μισός.
Κι όμως, δεν δίστασε ούτε στιγμή όταν λίγες ώρες νωρίτερα, το ίδιο πρωινό, ένα καταραμένο γράμμα φάνηκε στο κατώφλι του μαγαζιού του, ζητώντας επειγόντως την βοήθειά του.
Και να που τώρα βρισκόταν στον δρόμο για την άκρη του κόσμου, το Helegfin, στα παγωμένα βουνά του Βορρά.
Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να διώξει το ανακάτεμα, αλλά μάταια.
Τον περίμενε μεγάλο ταξίδι.
Last edited by Έζρα on Fri 01 Sep, 2023 5:18 am, edited 4 times in total.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις]
Αν μπορούσε να κοιμηθεί όλη την ημέρα, θα το έκανε ευχαρίστως. Μάλιστα, αν ήταν στο δικό του χέρι και όχι στο ράμφος του Τζαμάλ, θα απέφευγε τις συχνές επιδρομές στη θήκη με τις προμήθειες. Μα, ο σύντροφός του ήταν αρκετά λαίμαργος και κυρίως ευέξαπτος και γκρινιάρης αν δεν έτρωγε την στιγμή που το απαιτούσε, οπότε χρειαζόταν να κάνουν αρκετές στάσεις ενδιάμεσα στα ταξίδια και να ξοδεύουν αρκετά λεφτά σε ανεφοδιασμό. Τα κέρματα δεν φυτρώνουν στα χωράφια μήτε στους βάλτους ξεπετάγονται, του υπενθύμιζε που και που αλλά ο Τζαμάλ τον αγνοούσε επιδεικτικότατα.
Αυτή τη φορά όμως δεν υπήρχε τέτοια πολυτέλεια. Το πλοίο είχε μετρημένες τις μερίδες του φαγητού με βασική προτεραιότητα τους ναύτες και όχι τόσο τους λοιπούς επιβάτες. Ήταν από εκείνα τα χαρακτηριστικά των καπετάνιων και την νοοτροπίας των ‘θαλασσόλυκων’ που δεν διέφερε σε ολόκληρη την ήπειρο, ή έστω στα μέρη από τα οποία είχε περάσει ο μάγος. Για τον Τζαμάλ το πρώτο ταξίδι με πλοίο ήταν και το χειρότερο. Έτρωγαν μια φορά την ημέρα, κάποιες στιγμές ίσως και μισή μερίδα, ενώ το ταξίδι κράτησε περίπου ένα φεγγάρι. Πόσο να αντέξει ο σύντροφός του και πόσοι να γλυτώσουν από το επικείμενο μένος του; Κανείς. Ο Νάαβαλαθ θυμόταν έντονα εκείνο το απόγευμα που ο Τζαμάλ απλά βγήκε εκτός εαυτού και σήκωσε ολόκληρο το καράβι με ουρλιαχτά, χτυπήματα και αλόγιστες επιθέσεις τόσο λεκτικές όσο και σωματικές σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Φυσικά και το ίδιο το καράβι δεν γλύτωσε από αυτή την έκρηξη. Το μαγειρείο μετρούσε δεκάδες καταστροφές επίπλων, σκευών και ακόμα τον αδιανόητο τραυματισμό του ίδιου του αρχιμάγειρα. Το αποτέλεσμα; Τους πέταξαν στα παγωμένα νερά του ωκεανού, τους πέταξαν ένα βαρέλι από ίσως τον οίκτο της τελευταίας στιγμής και έπλευσαν προς τον προορισμό. Ο Νάαβαλαθ και ο Τζαμάλ; Ε, κολύμπησαν μέχρι τη κοντινότερη στεριά και το ότι ο τελευταίος επέζησε ήταν ένα θαύμα. Από τότε είχαν ορίσει όρια και κανόνες που τους κράτησαν κυρίως στεγνούς και αλώβητους όποτε επιβαίναν σε κάποιο καράβι.
«Να θυμάσαι…» δυο ώρες πριν το τελευταίο τους ταξίδι, ο μάγος βρισκόταν στο δωμάτιο του πιο φθηνού πανδοχείου που μπορούσαν να βρουν, και με τη πρώτη ευκαιρία, όσο περίμεναν το φτωχό βραδινό γεύμα να ετοιμαστεί, τον άρπαξε από τον λαιμό και του μίλησε χαμηλόφωνα. «Δεν κράζουμε, δεν πετάμε, δεν τσιμπάμε και κυρίως δεν τρώμε το φαγητό των άλλων.» Μέτρησε ένα – ένα με τα δάχτυλά του τους κανονισμούς, μα τα κόκκινά του μάτια σκοτείνιασαν όταν παρακολούθησαν το απτόητο βλέμμα του συντρόφου του. «Εδώ, εμένα θα κοιτάς! Δεν έχω καμία όρεξη να κολυμπήσω ξανά ολόκληρο μαραθώνιο εξαιτίας σου. Τη τελευταία φορά χάσαμε τα τρία τέταρτα των χρημάτων μας! Παραπονιόσουν για σαράντα μέρες νηστείας όταν μόλις είχαν περάσει δύο μονάχα,» τον ταρακούνησε ελαφρά μπας και κερδίσει τη προσοχή του, «Δεν το ξαναζώ αυτό. Ο δρόμος σου και ο δρόμος μου αν επαναλάβεις τέτοια αποτρόπαιη συμπεριφορά.»
Η απάντηση που έλαβε τον έβγαλε εκτός εαυτού, μα το ξωτικό φρόντισε να ηρεμήσει τον εαυτό του. Δεν είχε σκοπό να επικαλεστεί κεραυνούς και βροντές στο φτωχικό αυτό μέρος, ούτε να αγριέψει άθελα του την θάλασσα με αποτέλεσμα είτε να αναβληθεί το ταξίδι είτε να δυσκολέψει η πορεία του καραβιού. Άφησε απαλά κάτω τον Τζαμάλ και φόρεσε τη κουκούλα του. Το εβένινό του δέρμα δεν ήταν αρεστό θέαμα κυρίως γιατί προκαλούσε φόβο και αποστροφή σε ανίδεους περαστικούς. Είχε τον αέρα και το παρουσιαστικό σατανικού μάγου που επιζητά την καταστροφή του κόσμου ολάκερου, τον θάνατο χιλιάδων αθώων και την παγκόσμια κυριαρχία. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα μπορούσε να καταφέρει έστω ένα από τα παραπάνω, και όχι γιατί αδυνατούσε αλλά επειδή ήταν τόσο καλοσυνάτος που δεν πείραζε ούτε μερμήγκι στο διάβα του, και αν είχε δολοφονικές τάσεις αυτές έρχονταν και έφευγαν ανάλογα με την διαγωγή του Τζαμάλ.
Προς μεγάλη του έκπληξη η επιβίβαση πραγματοποιήθηκε με εξαιρετική διακριτικότητα και ηρεμία. Φυσικά, κρατούσε αρκετές επιφυλάξεις αλλά όταν ξεκίνησε η πλεύση προς τον σκοτεινό ορίζοντα, αποφάσισε να απολαύσει το ταξίδι και τη δροσιά του ανέμου. Έτσι, βγαίνοντας από τη καμπίνα του και προσεκτικά περπατώντας προς το κατάστρωμα, έγειρε το κορμί του στη κουπαστή, κατεβάζοντας την κουκούλα, μιας και ελάχιστοι επιβάτες βρίσκονταν τριγύρω. Τα μακριά μαύρα μαλλιά έπεσαν στους ώμους του, ενώ ο ίδιος έριξε το βλέμμα του στα νερά, δύο κόκκινες σφαίρες να έρχονται σε μια παράδοξη αντίθεση με το διάφανο της θάλασσας, δίνοντάς του μια πλήρη εικόνα του εαυτού του. Ίσως τελικά και να μην είχαν άδικο που απέστρεφαν τα βλέμμα τους.
«Ίσως να είναι καλύτερα από τον Βορρά…» μονολόγησε., γυρνόντας τη πλάτη του πλήρως και αγνοώντας την ομίχλη η οποία είχε ξεκινήσει να σχηματίζεται.
Αυτή τη φορά όμως δεν υπήρχε τέτοια πολυτέλεια. Το πλοίο είχε μετρημένες τις μερίδες του φαγητού με βασική προτεραιότητα τους ναύτες και όχι τόσο τους λοιπούς επιβάτες. Ήταν από εκείνα τα χαρακτηριστικά των καπετάνιων και την νοοτροπίας των ‘θαλασσόλυκων’ που δεν διέφερε σε ολόκληρη την ήπειρο, ή έστω στα μέρη από τα οποία είχε περάσει ο μάγος. Για τον Τζαμάλ το πρώτο ταξίδι με πλοίο ήταν και το χειρότερο. Έτρωγαν μια φορά την ημέρα, κάποιες στιγμές ίσως και μισή μερίδα, ενώ το ταξίδι κράτησε περίπου ένα φεγγάρι. Πόσο να αντέξει ο σύντροφός του και πόσοι να γλυτώσουν από το επικείμενο μένος του; Κανείς. Ο Νάαβαλαθ θυμόταν έντονα εκείνο το απόγευμα που ο Τζαμάλ απλά βγήκε εκτός εαυτού και σήκωσε ολόκληρο το καράβι με ουρλιαχτά, χτυπήματα και αλόγιστες επιθέσεις τόσο λεκτικές όσο και σωματικές σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Φυσικά και το ίδιο το καράβι δεν γλύτωσε από αυτή την έκρηξη. Το μαγειρείο μετρούσε δεκάδες καταστροφές επίπλων, σκευών και ακόμα τον αδιανόητο τραυματισμό του ίδιου του αρχιμάγειρα. Το αποτέλεσμα; Τους πέταξαν στα παγωμένα νερά του ωκεανού, τους πέταξαν ένα βαρέλι από ίσως τον οίκτο της τελευταίας στιγμής και έπλευσαν προς τον προορισμό. Ο Νάαβαλαθ και ο Τζαμάλ; Ε, κολύμπησαν μέχρι τη κοντινότερη στεριά και το ότι ο τελευταίος επέζησε ήταν ένα θαύμα. Από τότε είχαν ορίσει όρια και κανόνες που τους κράτησαν κυρίως στεγνούς και αλώβητους όποτε επιβαίναν σε κάποιο καράβι.
«Να θυμάσαι…» δυο ώρες πριν το τελευταίο τους ταξίδι, ο μάγος βρισκόταν στο δωμάτιο του πιο φθηνού πανδοχείου που μπορούσαν να βρουν, και με τη πρώτη ευκαιρία, όσο περίμεναν το φτωχό βραδινό γεύμα να ετοιμαστεί, τον άρπαξε από τον λαιμό και του μίλησε χαμηλόφωνα. «Δεν κράζουμε, δεν πετάμε, δεν τσιμπάμε και κυρίως δεν τρώμε το φαγητό των άλλων.» Μέτρησε ένα – ένα με τα δάχτυλά του τους κανονισμούς, μα τα κόκκινά του μάτια σκοτείνιασαν όταν παρακολούθησαν το απτόητο βλέμμα του συντρόφου του. «Εδώ, εμένα θα κοιτάς! Δεν έχω καμία όρεξη να κολυμπήσω ξανά ολόκληρο μαραθώνιο εξαιτίας σου. Τη τελευταία φορά χάσαμε τα τρία τέταρτα των χρημάτων μας! Παραπονιόσουν για σαράντα μέρες νηστείας όταν μόλις είχαν περάσει δύο μονάχα,» τον ταρακούνησε ελαφρά μπας και κερδίσει τη προσοχή του, «Δεν το ξαναζώ αυτό. Ο δρόμος σου και ο δρόμος μου αν επαναλάβεις τέτοια αποτρόπαιη συμπεριφορά.»
Η απάντηση που έλαβε τον έβγαλε εκτός εαυτού, μα το ξωτικό φρόντισε να ηρεμήσει τον εαυτό του. Δεν είχε σκοπό να επικαλεστεί κεραυνούς και βροντές στο φτωχικό αυτό μέρος, ούτε να αγριέψει άθελα του την θάλασσα με αποτέλεσμα είτε να αναβληθεί το ταξίδι είτε να δυσκολέψει η πορεία του καραβιού. Άφησε απαλά κάτω τον Τζαμάλ και φόρεσε τη κουκούλα του. Το εβένινό του δέρμα δεν ήταν αρεστό θέαμα κυρίως γιατί προκαλούσε φόβο και αποστροφή σε ανίδεους περαστικούς. Είχε τον αέρα και το παρουσιαστικό σατανικού μάγου που επιζητά την καταστροφή του κόσμου ολάκερου, τον θάνατο χιλιάδων αθώων και την παγκόσμια κυριαρχία. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα μπορούσε να καταφέρει έστω ένα από τα παραπάνω, και όχι γιατί αδυνατούσε αλλά επειδή ήταν τόσο καλοσυνάτος που δεν πείραζε ούτε μερμήγκι στο διάβα του, και αν είχε δολοφονικές τάσεις αυτές έρχονταν και έφευγαν ανάλογα με την διαγωγή του Τζαμάλ.
Προς μεγάλη του έκπληξη η επιβίβαση πραγματοποιήθηκε με εξαιρετική διακριτικότητα και ηρεμία. Φυσικά, κρατούσε αρκετές επιφυλάξεις αλλά όταν ξεκίνησε η πλεύση προς τον σκοτεινό ορίζοντα, αποφάσισε να απολαύσει το ταξίδι και τη δροσιά του ανέμου. Έτσι, βγαίνοντας από τη καμπίνα του και προσεκτικά περπατώντας προς το κατάστρωμα, έγειρε το κορμί του στη κουπαστή, κατεβάζοντας την κουκούλα, μιας και ελάχιστοι επιβάτες βρίσκονταν τριγύρω. Τα μακριά μαύρα μαλλιά έπεσαν στους ώμους του, ενώ ο ίδιος έριξε το βλέμμα του στα νερά, δύο κόκκινες σφαίρες να έρχονται σε μια παράδοξη αντίθεση με το διάφανο της θάλασσας, δίνοντάς του μια πλήρη εικόνα του εαυτού του. Ίσως τελικά και να μην είχαν άδικο που απέστρεφαν τα βλέμμα τους.
«Ίσως να είναι καλύτερα από τον Βορρά…» μονολόγησε., γυρνόντας τη πλάτη του πλήρως και αγνοώντας την ομίχλη η οποία είχε ξεκινήσει να σχηματίζεται.

Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις]
Είχε πάρει την απόφαση της. Ηταν η πρώτη φορά που έφευγε μακριά απο το σπίτι της και ίσως δεν γύριζε ποτέ ξανά πίσω. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, με ανυπομονησία για το άγνωστο αλλά και με φόβο. Μπορεί το μέρος που μεγάλωσε να ήταν αποπνικτικό όμως ήταν το μόνο που ήξερε, ήταν η ασφάλεια της. Και τώρα έβαλε πλώρη για όλα τα υπέροχα πράγματα που την περιμένουν εκεί έξω.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ακούμπησε με τη πλάτη στη κουπαστή. Αφέθηκε στην απελευθερωτική αίσθηση του ανέμου πάνω της καθώς της ανακάτευε τα μαλλιά. Χαμογέλασε, όμως γρήγορα γύρισε στη πραγματικότητα όταν θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο που την έκανε να φύγει.
Έβγαλε το γράμμα απο τη τσέπη της και το ξεδίπλωσε.
"Έλα να με βρεις στο Μελ, είναι σημαντικό. Θα σου τα πω όλα από κοντά. Μη καθυστερείς. Κουβέντα σε κανέναν!
Φίν"
Ήταν αρκετά ανησυχητικό για να το αγνοήσει, ειδικά ερχόμενο απο τον Φίνιαν που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά. Την ίδια μέρα που έλαβε το γράμμα, μάζεψε τα απαραίτητα και με το που έπεσε το σκοτάδι εξαφανίστηκε. Τώρα έπλεε μαζί με μερικούς άλλους επιβάτες σε ένα καράβι αμφιβόλου νομιμότητας με προορισμό τα νησιά των σειρήνων.
Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό και έψαξε για τον Άτλα. Το γεράκι ερχόταν ήδη προς το μέρος της.
"Κάτι δεν πάει καλά" της είπε πριν ακόμα προσγειωθεί. "Δεν βλέπω στεριά και οδεύουμε κατευθείαν μέσα στην ομίχλη"
Είχε δίκιο. Η ορατότητα γύρω απο το καράβι μειωνόταν όλο και περισσότερο και σύντομα δεν θα μπορούσαν να δουν ούτε τη μύτη τους.
Η Κέννα έτεινε το χέρι της για να καθίσει ο Άτλας και με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό όμως πριν προλάβει να ανοίξει τη πόρτα ενας μούτσος πετάχτηκε ουρλιαζοντας.
"Ο καπετάνιος είναι νεκρός! Συμφορά, θα πεθάνουμε όλοι!"
Ο πανικός εξαπλώθηκε σε ολο το κατάστρωμα. Το καράβι ταξίδευε ακυβέρνητο, οι θεοί ξέρουν για πόσοι ώρα, και τωρα βρίσκονται χαμένοι στη θάλασσα με ίσως κάποιον δολοφόνο εν πλω.
"Έχω την εντύπωση ότι μάλλον θα αργήσουμε πολύ να βρούμε τον Φιν" ψιθύρισε προς τον Άτλα προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμη.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ακούμπησε με τη πλάτη στη κουπαστή. Αφέθηκε στην απελευθερωτική αίσθηση του ανέμου πάνω της καθώς της ανακάτευε τα μαλλιά. Χαμογέλασε, όμως γρήγορα γύρισε στη πραγματικότητα όταν θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο που την έκανε να φύγει.
Έβγαλε το γράμμα απο τη τσέπη της και το ξεδίπλωσε.
"Έλα να με βρεις στο Μελ, είναι σημαντικό. Θα σου τα πω όλα από κοντά. Μη καθυστερείς. Κουβέντα σε κανέναν!
Φίν"
Ήταν αρκετά ανησυχητικό για να το αγνοήσει, ειδικά ερχόμενο απο τον Φίνιαν που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά. Την ίδια μέρα που έλαβε το γράμμα, μάζεψε τα απαραίτητα και με το που έπεσε το σκοτάδι εξαφανίστηκε. Τώρα έπλεε μαζί με μερικούς άλλους επιβάτες σε ένα καράβι αμφιβόλου νομιμότητας με προορισμό τα νησιά των σειρήνων.
Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό και έψαξε για τον Άτλα. Το γεράκι ερχόταν ήδη προς το μέρος της.
"Κάτι δεν πάει καλά" της είπε πριν ακόμα προσγειωθεί. "Δεν βλέπω στεριά και οδεύουμε κατευθείαν μέσα στην ομίχλη"
Είχε δίκιο. Η ορατότητα γύρω απο το καράβι μειωνόταν όλο και περισσότερο και σύντομα δεν θα μπορούσαν να δουν ούτε τη μύτη τους.
Η Κέννα έτεινε το χέρι της για να καθίσει ο Άτλας και με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό όμως πριν προλάβει να ανοίξει τη πόρτα ενας μούτσος πετάχτηκε ουρλιαζοντας.
"Ο καπετάνιος είναι νεκρός! Συμφορά, θα πεθάνουμε όλοι!"
Ο πανικός εξαπλώθηκε σε ολο το κατάστρωμα. Το καράβι ταξίδευε ακυβέρνητο, οι θεοί ξέρουν για πόσοι ώρα, και τωρα βρίσκονται χαμένοι στη θάλασσα με ίσως κάποιον δολοφόνο εν πλω.
"Έχω την εντύπωση ότι μάλλον θα αργήσουμε πολύ να βρούμε τον Φιν" ψιθύρισε προς τον Άτλα προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμη.
- Ντέρβελ Καντέρν
- Posts: 3
- Joined: Sun 05 Mar, 2023 6:54 pm
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις]
Περίμενε υπομονετικά τον καραβοκύρη να μετρήσει τα νομισματα που του έδωσε. Η φασαρία του λιμανίου δεν ήταν παρα μια μουντή βοή στα αυτία του. Κάπου στο βάθος ακουγόντουσαν τα κλαψουρίσματα του επίδοξου κλέφτη που είχε προσπαθήσει να τον ελαφρύνει. Για τον κόπο του κέρδισε μερικά σπασμένα δάχτυλα. Πριν ξεκινήσει αυτο το ατελείωτο ταξίδι πριν δύο χρόνια, η θάλασσα και τα ταξίδια σε αυτή του ήταν εντελώς ξένα. Πλέον το κρώξιμο των γλάρων και η μυρωδιά της αλμύρας ήταν τόσο συνηθισμένα που ένιωθε λες και είχε ζήσει όλη του τη ζωή σαν ναύτης ή λιμενεργάτης.
«Δεν φτάνουν» η φωνή του καραβοκύρη τον έβγαλε από την αφηρημάδα του.
«Πως?»
«Δεν φτάνουν!» επανέλαβε ανυπόμονα. «Το πολύ μέχρι τη Λάονε, οχι παραπέρα»
Ο Ντέρβελ εσφιξε ανεπαίσθητα τις γροθίες του αλλα μίλησε ήρεμα.
«Εχω ταξιδέψει περισσότερο με λιγότερα χρήματα»
«Τότε ψάξε βρες τα ίδια πλοία» ειπε ο καπετάνιος αδιάφορα, επιστρέφοντας στον Ντέρβελ το πουγκί με τα χρήματα και κάνοντας νόημα να περάσει ο επόμενος.
«Είναι ανάγκη να παω στο Χέλεφγκιν το συντομότερο» είπε στον καπετάνιο.
«Δεν είναι δικο μου πρόβλημα. Δεν μπορώ να βάζω κόσμο στο πλοίο για την ψυχή της μάνας μου. Έχω πλήρωμα και οικογένεια να θρέψω. Επομενος!»
«Φίλε ξεκουμπίσου απο την ουρά» είπε ο απο πίσω του κάνοντας μια προσπάθεια να τον σπρώξει. Ένα βλέμμα του Ντερβελ τον εκανε να λουφάξει και να κάνει δύο βήματα πίσω. Ξαναγυρνωντας στον καπετάνιο του ξαναείπε ήρεμα.
«Έχω ταξιδέψει πολύ με πλοία. Μπορώ να δουλέψω τη διαφορά κατα τη διάρκεια του ταξιδιού. Μπορώ να παρέχω και ασφάλεια σε περίπτωση πειρατών»
«Εχω ικανότατους άντρες και για το πλοίο και για την ασφάλεια του» είπε ο καπετάνιος δείχνοντας να μυρίζεται κάποια ευκαιρία στην φαινομενική απελπισία του Ντέρβελ.
Κοίταξε τον καπετάνιο στα μάτια, μισόντας το ότι κατάντησε να πέφτει στην ανάγκη τέτοιων συμφεροντολόγων αποβρασμάτων.
«ΚΑΤΙ θα μπορει να γίνει...»
Ο καπετάνιος έξυσε τη βρώμικη γενείαδα παριστάνωντας οτι το σκέφτεται.
«Μου αρέσει ο μανδύας σου» είπε τελικά με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο.
Χώρις κουβέντα ο Ντέρβελ έβγαλε τον μανδύα του και του τον έδωσε, ανεβαίνοντας στο πλοίο χωρις να περιμένει απάντηση ή αλλη κουβέντα. Ο μανδύας ηταν ένα δώρο απο τον άρχοντα του, η αξία του υπερκάλυπτε το ταξίδι που αγόραζε και με το παραπάνω. Ο Ντέρβελ ήταν απλα ανακουφισμένος που βρέθηκε λύση στο πρόβλημα του ταξιδιού. Ηταν απαραίτητο να πάει βόρεια και θα θυσιάζε χωρίς δεύτερη σκέψη έναν ανόητο μανδύα.
Περπάτησε ως την κουπαστή του πλοίου, αφησε κατω τους μπόγους του και αφέθηκε να χαζεύει την κίνηση στο λιμάνι της Χόκουρ. Κοίταξε προς τα βορειοανατολίκα. Ίσα που αχνοφαίνονταν οι ακτές της Έγκλατερ, της πατρίδας του. Ήταν το πιο κόντα που είχε βρέθει απο τότε που ξεκίνησε το ταξίδι του πριν δύο χρόνια, και ενα κομμάτι του ήθελα να γυρισεί. Δεν μπορούσε ακόμα ομως....
Ξαφνίκα πρόσεξε λίγο παραπέρα στη κουπαστή ένα ξωτικό. Τα ξωτικά προκαλούσαν μια αμηχανία στον Ντέρβελ. Κυριώς απο το γεγονός ότι μπορούσαν να έχουν τα διπλά ή και τα τριπλά χρόνια του αλλα να φαινόντα σαν παιδαρέλια. Αν και είχε παρατηρήσει στα ταξίδια του πως τα μάτια του ηταν καλή ένδειξη για την ηλικία τους πάνω κάτω.
Το συγκεκριμένο ξωτικό αν και ελαφρώς καμπουριασμένο καθώς ήταν ακουμπόντας στην κουπαστή, πρέπει να ήταν στο ύψος του. Τα λευκά του μαλλιά ήταν πιασμένα πίσω απτο κεφάλι του φανερωνοντας ενα, αναμενομενα, νεανικό προσωπο που ηταν ολοφάνερο οτι βασανιζόταν από ναυτία. Ο Ντέρβελ αναγνώρισε την ταλαιπωρία του καθώς οταν είχε και αυτός αρχισει το ταξίδι του, υπέφερε πολύ καιρο στη θάλασσα, μέχρι να συνηθίσει το κούνημα του πλοίου.
Σκύβοντας για να ψάξει στα γρήγορα τα πράγματα του, βρήκε ενα μικρότερο μπογαλάκι στο μέγεθος της γροθίας του. Το ξετυλιξε φανερώντας μερικά πράσινα φυτα. Παίρνοντας ένα και βαζοντας τα υπόλοιπα ξανά πίσω στα πράγματα του, πλήσιασε το ξωτικό και τον χτύπησε μαλακά στον ώμο.
«Δοκίμασε να μασουλάς αυτό εδώ για λίγο. Εμένα με εχείο βοηθήσει πολύ με τη ζαλάδα.»
«Δεν φτάνουν» η φωνή του καραβοκύρη τον έβγαλε από την αφηρημάδα του.
«Πως?»
«Δεν φτάνουν!» επανέλαβε ανυπόμονα. «Το πολύ μέχρι τη Λάονε, οχι παραπέρα»
Ο Ντέρβελ εσφιξε ανεπαίσθητα τις γροθίες του αλλα μίλησε ήρεμα.
«Εχω ταξιδέψει περισσότερο με λιγότερα χρήματα»
«Τότε ψάξε βρες τα ίδια πλοία» ειπε ο καπετάνιος αδιάφορα, επιστρέφοντας στον Ντέρβελ το πουγκί με τα χρήματα και κάνοντας νόημα να περάσει ο επόμενος.
«Είναι ανάγκη να παω στο Χέλεφγκιν το συντομότερο» είπε στον καπετάνιο.
«Δεν είναι δικο μου πρόβλημα. Δεν μπορώ να βάζω κόσμο στο πλοίο για την ψυχή της μάνας μου. Έχω πλήρωμα και οικογένεια να θρέψω. Επομενος!»
«Φίλε ξεκουμπίσου απο την ουρά» είπε ο απο πίσω του κάνοντας μια προσπάθεια να τον σπρώξει. Ένα βλέμμα του Ντερβελ τον εκανε να λουφάξει και να κάνει δύο βήματα πίσω. Ξαναγυρνωντας στον καπετάνιο του ξαναείπε ήρεμα.
«Έχω ταξιδέψει πολύ με πλοία. Μπορώ να δουλέψω τη διαφορά κατα τη διάρκεια του ταξιδιού. Μπορώ να παρέχω και ασφάλεια σε περίπτωση πειρατών»
«Εχω ικανότατους άντρες και για το πλοίο και για την ασφάλεια του» είπε ο καπετάνιος δείχνοντας να μυρίζεται κάποια ευκαιρία στην φαινομενική απελπισία του Ντέρβελ.
Κοίταξε τον καπετάνιο στα μάτια, μισόντας το ότι κατάντησε να πέφτει στην ανάγκη τέτοιων συμφεροντολόγων αποβρασμάτων.
«ΚΑΤΙ θα μπορει να γίνει...»
Ο καπετάνιος έξυσε τη βρώμικη γενείαδα παριστάνωντας οτι το σκέφτεται.
«Μου αρέσει ο μανδύας σου» είπε τελικά με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο.
Χώρις κουβέντα ο Ντέρβελ έβγαλε τον μανδύα του και του τον έδωσε, ανεβαίνοντας στο πλοίο χωρις να περιμένει απάντηση ή αλλη κουβέντα. Ο μανδύας ηταν ένα δώρο απο τον άρχοντα του, η αξία του υπερκάλυπτε το ταξίδι που αγόραζε και με το παραπάνω. Ο Ντέρβελ ήταν απλα ανακουφισμένος που βρέθηκε λύση στο πρόβλημα του ταξιδιού. Ηταν απαραίτητο να πάει βόρεια και θα θυσιάζε χωρίς δεύτερη σκέψη έναν ανόητο μανδύα.
Περπάτησε ως την κουπαστή του πλοίου, αφησε κατω τους μπόγους του και αφέθηκε να χαζεύει την κίνηση στο λιμάνι της Χόκουρ. Κοίταξε προς τα βορειοανατολίκα. Ίσα που αχνοφαίνονταν οι ακτές της Έγκλατερ, της πατρίδας του. Ήταν το πιο κόντα που είχε βρέθει απο τότε που ξεκίνησε το ταξίδι του πριν δύο χρόνια, και ενα κομμάτι του ήθελα να γυρισεί. Δεν μπορούσε ακόμα ομως....
Ξαφνίκα πρόσεξε λίγο παραπέρα στη κουπαστή ένα ξωτικό. Τα ξωτικά προκαλούσαν μια αμηχανία στον Ντέρβελ. Κυριώς απο το γεγονός ότι μπορούσαν να έχουν τα διπλά ή και τα τριπλά χρόνια του αλλα να φαινόντα σαν παιδαρέλια. Αν και είχε παρατηρήσει στα ταξίδια του πως τα μάτια του ηταν καλή ένδειξη για την ηλικία τους πάνω κάτω.
Το συγκεκριμένο ξωτικό αν και ελαφρώς καμπουριασμένο καθώς ήταν ακουμπόντας στην κουπαστή, πρέπει να ήταν στο ύψος του. Τα λευκά του μαλλιά ήταν πιασμένα πίσω απτο κεφάλι του φανερωνοντας ενα, αναμενομενα, νεανικό προσωπο που ηταν ολοφάνερο οτι βασανιζόταν από ναυτία. Ο Ντέρβελ αναγνώρισε την ταλαιπωρία του καθώς οταν είχε και αυτός αρχισει το ταξίδι του, υπέφερε πολύ καιρο στη θάλασσα, μέχρι να συνηθίσει το κούνημα του πλοίου.
Σκύβοντας για να ψάξει στα γρήγορα τα πράγματα του, βρήκε ενα μικρότερο μπογαλάκι στο μέγεθος της γροθίας του. Το ξετυλιξε φανερώντας μερικά πράσινα φυτα. Παίρνοντας ένα και βαζοντας τα υπόλοιπα ξανά πίσω στα πράγματα του, πλήσιασε το ξωτικό και τον χτύπησε μαλακά στον ώμο.
«Δοκίμασε να μασουλάς αυτό εδώ για λίγο. Εμένα με εχείο βοηθήσει πολύ με τη ζαλάδα.»
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις]
Το χτύπημα στον ώμο τον έπιασε κάπως απροετοίμαστο• τινάχτηκε αμυδρά και γύρισε για να αντικρίσει μια ανοιχτή χούφτα γεμάτη φύλλα από σμέουρα. Δεν μπόρεσε παρά να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.
«Σε ευχαριστώ πολύ καλέ μου, μα φοβάμαι πως δεν θα κάνουν καμιά διαφορά. Το πρόβλημα βρίσκεται εδώ», είπε, φέρνοντας τον δείκτη του στο πλαϊνό μέρος του κεφαλιού του. Έπειτα έκλεισε μαλακά την χούφτα του νεαρού άνδρα, και του έδειξε το δικό του βαλιτσάκι με βότανα.
«Το ότι είμαι Θεραπευτής δυστυχώς δεν κάνει καμιά διαφορά», σχολίασε περιπαικτικά.
«Για την ευγενική σου χειρονομία όμως, αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω», είπε, και έβγαλε τον μανδύα του για να του τον προσφέρει. Ήταν εμφανές ότι η ψύχρα τον επηρέαζε περισσότερο απ’ όσο θα ’θελε να παραδεχτεί.
Περίμενε υπομονετικά μέχρι να σιγουρευτεί ότι θα τον φορέσει. Φαινόταν έτοιμος να αρνηθεί, όμως είχε μια νευρικότητα στο βλέμμα που τελικά υπερνίκησε τους όποιους ενδοιασμούς.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας άνθρωπος ένιωθε άβολα απέναντί του• ο Έζρα ήξερε πολύ καλά αυτό το βλέμμα. Παρ’ όλα αυτά, θαύμαζε τον ξένο. Αποφάσισε να προσφέρει την βοήθειά του, παρά το γεγονός ότι ένα μικρό κομμάτι του ήθελε να φύγει τρέχοντας μακριά.
«Είμαι ο Έζρα», είπε, και έτεινε το χέρι του, καθώς το καράβι τους χανόταν βαθιά μεσ’ την ομίχλη.
«Σε ευχαριστώ πολύ καλέ μου, μα φοβάμαι πως δεν θα κάνουν καμιά διαφορά. Το πρόβλημα βρίσκεται εδώ», είπε, φέρνοντας τον δείκτη του στο πλαϊνό μέρος του κεφαλιού του. Έπειτα έκλεισε μαλακά την χούφτα του νεαρού άνδρα, και του έδειξε το δικό του βαλιτσάκι με βότανα.
«Το ότι είμαι Θεραπευτής δυστυχώς δεν κάνει καμιά διαφορά», σχολίασε περιπαικτικά.
«Για την ευγενική σου χειρονομία όμως, αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω», είπε, και έβγαλε τον μανδύα του για να του τον προσφέρει. Ήταν εμφανές ότι η ψύχρα τον επηρέαζε περισσότερο απ’ όσο θα ’θελε να παραδεχτεί.
Περίμενε υπομονετικά μέχρι να σιγουρευτεί ότι θα τον φορέσει. Φαινόταν έτοιμος να αρνηθεί, όμως είχε μια νευρικότητα στο βλέμμα που τελικά υπερνίκησε τους όποιους ενδοιασμούς.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας άνθρωπος ένιωθε άβολα απέναντί του• ο Έζρα ήξερε πολύ καλά αυτό το βλέμμα. Παρ’ όλα αυτά, θαύμαζε τον ξένο. Αποφάσισε να προσφέρει την βοήθειά του, παρά το γεγονός ότι ένα μικρό κομμάτι του ήθελε να φύγει τρέχοντας μακριά.
«Είμαι ο Έζρα», είπε, και έτεινε το χέρι του, καθώς το καράβι τους χανόταν βαθιά μεσ’ την ομίχλη.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις]
Είχε χαθεί για λίγο στην δροσερή αύρα του θαλασσινού αέρα και της μουντής εικόνας που τους περίκλυζε. Διέσχιζαν τα νερά δίχως αναταράξεις αλλά όσο περνούσε η ώρα και όσο περισσότερο βάθυνε η νύχτα, τόσο τα κύματα εντείνονταν και το περιβάλλον γύρω τους θόλωνε. Οι ομίχλες δεν ήταν και τόσο σπάνιο φαινόμενο σε αυτές τις περιοχές αλλά σίγουρα οι καπετάνιοι, και κυρίως οι πιο έμπειροι, φρόντιζαν να τις αποφεύγουν. Οι κίνδυνοι που καραδοκούσαν ήταν αμέτρητοι, είτε αυτοί ήταν βράχια και απότομα νερά ή η μορφή τους πήγαζε από τους χειρότερους εφιάλτες. Μετά ακολούθησαν κραυγές απόγνωσης και τρόμου. Κάποιος φώναζε πως ο καπετάνιος ήταν νεκρός και πως όλοι θα πέθαιναν… Φυσικά κράτησε την ψυχραιμία του και έγειρε με τη πλάτη στη κουπαστή, παρακολουθώντας ένα σωρό ναύτες και επιβάτες να τρέχουν πάνω κάτω.
«Μα τους θεούς, Τζαμάλ, περισσότερο χάος προκαλούν οι ίδιοι…» ο Νάαβαλαθ σταμάτησε και κοίταξε τον σύντροφό του με το φρύδι υψωμένο όσο πιο ψηλά μπορούσε, ενώ η καχυποψία είχε χαράξει ολάκερο το πρόσωπό του. «Δεν πιστεύω να ευθύνεσαι εσύ για τίποτα από αυτά;» Παρόλο που ο Τζαμάλ δεν είχε κουνηθεί λεπτό από δίπλα του, έπρεπε να επιβεβαιώσει πως δεν θα κατέληγαν ξανά εκτός πλοίου εξαιτίας του.
Ο Τζαμάλ έκρουξε με παράπονο, κοπανώντας τα φτερά του με νεύρα. Ο Νάαβαλαθ αναστέναξε και με έγνεψε το χέρι του για να σταματήσει η γκρίνια. Έπειτα, φόρεσε τη κουκούλα του και προχώρησε στο κατάστρωμα αποφεύγοντας με δυσκολία τον κάθε κατατρομαγμένο άνθρωπο που έτρεχε και σκουντουφλούσε σε κάθε ευκαιρία. Ήρεμος και συγκροτημένος έριξε το βλέμμα του τριγύρω σε μια προσπάθεια να εντοπίσει το κατάλληλο άτομο για να συνεννοηθεί και να βρουν μαζί την όποια εξήγηση και λύση. Αν ο καπετάνιος δολοφονήθηκε τότε η προσοχή τους θα έπρεπε να είναι μοιρασμένη τόσο στην άγνωστη πορεία αλλά και στο περίγυρο, σε περίπτωση που ο δολοφόνος επιθυμούσε περισσότερο αίμα στα χέρια του. Αν πάλι, η αιτία του θανάτου ήταν το ποτό ή φαγητό ή κάποιο στραβοπάτημα θα είχαν μια λιγότερη έγνοια στο κεφάλι τους…αν παρέμενε κανείς εντός πλοίου και δεν έπεφταν σαν σακιά στα σκοτεινά νερά.
Για καλή του τύχη στη προσοχή του έπεσε μια νεαρή γυναίκα από την οποία μπορούσε να αισθανθεί εκείνη την ψυχραιμία που έλειπε από το υπόλοιπα πλήρωμα του καραβιού. Με αργό βήμα και προσεκτικές κινήσεις την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της, κάνοντας νόημα στον Τζαμάλ να παραμείνει πλάι του, εντολή την οποία και υπάκουσε σιωπηλά.
«Υποθέτω πως το ταξίδι μας θα έχει κάποια καθυστέρηση.» σχολίασε με ένα αχνό χαμόγελο. «Ελπίζω μονάχα τα τέρατα να παραμείνουν στα λημέρια τους για απόψε…»
«Μα τους θεούς, Τζαμάλ, περισσότερο χάος προκαλούν οι ίδιοι…» ο Νάαβαλαθ σταμάτησε και κοίταξε τον σύντροφό του με το φρύδι υψωμένο όσο πιο ψηλά μπορούσε, ενώ η καχυποψία είχε χαράξει ολάκερο το πρόσωπό του. «Δεν πιστεύω να ευθύνεσαι εσύ για τίποτα από αυτά;» Παρόλο που ο Τζαμάλ δεν είχε κουνηθεί λεπτό από δίπλα του, έπρεπε να επιβεβαιώσει πως δεν θα κατέληγαν ξανά εκτός πλοίου εξαιτίας του.
Ο Τζαμάλ έκρουξε με παράπονο, κοπανώντας τα φτερά του με νεύρα. Ο Νάαβαλαθ αναστέναξε και με έγνεψε το χέρι του για να σταματήσει η γκρίνια. Έπειτα, φόρεσε τη κουκούλα του και προχώρησε στο κατάστρωμα αποφεύγοντας με δυσκολία τον κάθε κατατρομαγμένο άνθρωπο που έτρεχε και σκουντουφλούσε σε κάθε ευκαιρία. Ήρεμος και συγκροτημένος έριξε το βλέμμα του τριγύρω σε μια προσπάθεια να εντοπίσει το κατάλληλο άτομο για να συνεννοηθεί και να βρουν μαζί την όποια εξήγηση και λύση. Αν ο καπετάνιος δολοφονήθηκε τότε η προσοχή τους θα έπρεπε να είναι μοιρασμένη τόσο στην άγνωστη πορεία αλλά και στο περίγυρο, σε περίπτωση που ο δολοφόνος επιθυμούσε περισσότερο αίμα στα χέρια του. Αν πάλι, η αιτία του θανάτου ήταν το ποτό ή φαγητό ή κάποιο στραβοπάτημα θα είχαν μια λιγότερη έγνοια στο κεφάλι τους…αν παρέμενε κανείς εντός πλοίου και δεν έπεφταν σαν σακιά στα σκοτεινά νερά.
Για καλή του τύχη στη προσοχή του έπεσε μια νεαρή γυναίκα από την οποία μπορούσε να αισθανθεί εκείνη την ψυχραιμία που έλειπε από το υπόλοιπα πλήρωμα του καραβιού. Με αργό βήμα και προσεκτικές κινήσεις την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της, κάνοντας νόημα στον Τζαμάλ να παραμείνει πλάι του, εντολή την οποία και υπάκουσε σιωπηλά.
«Υποθέτω πως το ταξίδι μας θα έχει κάποια καθυστέρηση.» σχολίασε με ένα αχνό χαμόγελο. «Ελπίζω μονάχα τα τέρατα να παραμείνουν στα λημέρια τους για απόψε…»

- Ντέρβελ Καντέρν
- Posts: 3
- Joined: Sun 05 Mar, 2023 6:54 pm
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Σφιγγοντας το χερι του Εζρα σε μια εγκαρδια χειραψία, ο Ντερβελ δεν μπορεσε παρα να νιωσει ευγνωμοσυνη για τον δανεικο μανδυα, καθως η ψυχρα της ομιχλης στην οποια ειχε ξαφνικα τυλιχθει το πλοιο του τρυπαγε τα κοκκαλα.
«Θεραπευτης ε?’ ρωτησε το ξωτικο το οποια εγνεψε ευγενικα.
«Θα μου ησουν πολυ χρησιμος στα πρωτα μου ταξιδια» συνεχισε ο Ντερβελ. «Πρεπει να εβγαλα πολλες φορες το βαρος μου σε ξερατο»
Ο Εζρα γελασε ελαφρως, πιο πολυ απο ευγενεια παρα απο την επιτυχια του αστειου, σκεφτηκε ο Ντερβελ.
Κανανε ψιλοκουβεντα, ξεφευγοντας απο την κοινη τους δυσκολια στα ταξιδια με καραβια. Ο Ντερβελ του εκανε μερικες ερωτησεις σχετικα με βοτανια των οποιων τις απαντησεις γνωριζε ηδη, κυριως για να μεινει η κουβεντα ζωντανη και να κραταει τη βαρεμαρα του ταξιδιου μακρια. Δεν περιμενε να μεινει εκπληκτος απο μερικα εξτρα κοματακια γνωσεων που μοιραστηκε μαζι του το ξωτικο.
Οι μέρες πέρασαν ευχάριστα και για τους δυο τους. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας, τους βρήκε στην κουπαστή.
Βυθισμενοι και οι δυο στη κουβεντα, προσεξανε σχεδον ταυτοχρονα οτι η ομιχλη ειχε πυκνωσει τοσο που με το ζορι βλεπανε την απενταντι κουπαστη του πλοιου, ποσο μαλλον περα απο αυτο.
«Δεν ξερω αν αυτο ειναι φυσιολογικο, αλλα σιγουρα δεν ειναι συνιθησμενο» μουρμουρισε ο Εζρα.
Ο Ντερβελ μουρμουρισε πως συμφωνει, και εσφιξε κιαλλο τον μανδυα γυρω του.
Η παυση της κουβεντας τους φανηκε να ενωνεται με την σιγη που επικρατουσε στο υπολοιπο πλοιο. Ο Ντερβελ αγγιξε το σιδερο στη λαβη του ξιφους του για να ξορκισει τυχον κακη τυχη. Η ανησυχια στο βλεμμα του Εζρα δεν τον καθυσηχασε.
«Θεραπευτης ε?’ ρωτησε το ξωτικο το οποια εγνεψε ευγενικα.
«Θα μου ησουν πολυ χρησιμος στα πρωτα μου ταξιδια» συνεχισε ο Ντερβελ. «Πρεπει να εβγαλα πολλες φορες το βαρος μου σε ξερατο»
Ο Εζρα γελασε ελαφρως, πιο πολυ απο ευγενεια παρα απο την επιτυχια του αστειου, σκεφτηκε ο Ντερβελ.
Κανανε ψιλοκουβεντα, ξεφευγοντας απο την κοινη τους δυσκολια στα ταξιδια με καραβια. Ο Ντερβελ του εκανε μερικες ερωτησεις σχετικα με βοτανια των οποιων τις απαντησεις γνωριζε ηδη, κυριως για να μεινει η κουβεντα ζωντανη και να κραταει τη βαρεμαρα του ταξιδιου μακρια. Δεν περιμενε να μεινει εκπληκτος απο μερικα εξτρα κοματακια γνωσεων που μοιραστηκε μαζι του το ξωτικο.
Οι μέρες πέρασαν ευχάριστα και για τους δυο τους. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας, τους βρήκε στην κουπαστή.
Βυθισμενοι και οι δυο στη κουβεντα, προσεξανε σχεδον ταυτοχρονα οτι η ομιχλη ειχε πυκνωσει τοσο που με το ζορι βλεπανε την απενταντι κουπαστη του πλοιου, ποσο μαλλον περα απο αυτο.
«Δεν ξερω αν αυτο ειναι φυσιολογικο, αλλα σιγουρα δεν ειναι συνιθησμενο» μουρμουρισε ο Εζρα.
Ο Ντερβελ μουρμουρισε πως συμφωνει, και εσφιξε κιαλλο τον μανδυα γυρω του.
Η παυση της κουβεντας τους φανηκε να ενωνεται με την σιγη που επικρατουσε στο υπολοιπο πλοιο. Ο Ντερβελ αγγιξε το σιδερο στη λαβη του ξιφους του για να ξορκισει τυχον κακη τυχη. Η ανησυχια στο βλεμμα του Εζρα δεν τον καθυσηχασε.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Δεν είχε καταλάβει τον άντρα που την πλησίασε μέχρι που της μίλησε. Η φωνή του σταθερή και ήρεμη, σε πλήρη αντίθεση με τη κατάσταση που επικρατούσε στο πλοιο. Η όψη του όμως την ξάφνιασε. Δέρμα σκούρο σαν τη πιο σκοτεινή νύχτα και μάτια κόκκινα σαν χόβολη. Δεν ηταν σαν τίποτα απο οτι ειχε δει. Αν και η αλήθεια ήταν πως δεν είχε δει πολλά.
Κράτησε το πρόσωπο της ανέκφραστο, δεν ήθελε να τον προσβάλει και κυρίως να του δείξει οτι τον φοβάται. Όπως έλεγε και η μητέρα της, μια σωστή δεσποινίδα δεν πρέπει να φανερώνει έντονα τα συναισθήματα ή τις απόψεις της. Περίεργη στιγμή για να ξεκινήσει να ακολουθεί τις συμβουλές της μαμάς της.
"Έ... Έτσι φαίνεται." κόμπιασε και έκανε διστακτικά ενα βήμα πιο πίσω.
Το βλέμμα της έπεσε στη πάπια δίπλα του και ύστερα βρήκε τον Άτλα. Συμφώνησαν νοητά πως ίσως μπορούσαν να τους εμπιστευτούν, προς το παρόν τουλάχιστον. Ίσως ήταν ο δολοφόνος, ίσως ο μόνος τρόπος να βγει ζωντανή από το πλοίο. Ετσι όπως ειχαν τα πράγματα δεν είχε και πολλές επιλογές.
"Με λένε Κέννα και απο δω είναι ο Άτλας." είπε κάπως πιο συγκροτημένα, κρατώντας όμως την απόσταση μεταξύ τους.
"Ημουν έτοιμη να μπω μέσα... Φαίνεται πιο ασφαλής." συνέχισε με ενα νεύμα στην ομίχλη γύρω τους, που είχε πυκνώσει ακομα περισσότερο.
"Ισως μπορέσουμε να μάθουμε περισσότερα σχετικά με το τι συμβαίνει " είπε σιγανοφωνα και έδειξε προς το βάθος που βρισκόταν η καμπίνα του καπετάνιου.
Πριν περάσουν μέσα, η Κέννα ψηλαφισε διακριτικά τον γοφό της για να σιγουρέψει οτι είχε ακομα το στιλέτο της. Δεν ήξερε τι θα βρουν μπροστά τους.
Κράτησε το πρόσωπο της ανέκφραστο, δεν ήθελε να τον προσβάλει και κυρίως να του δείξει οτι τον φοβάται. Όπως έλεγε και η μητέρα της, μια σωστή δεσποινίδα δεν πρέπει να φανερώνει έντονα τα συναισθήματα ή τις απόψεις της. Περίεργη στιγμή για να ξεκινήσει να ακολουθεί τις συμβουλές της μαμάς της.
"Έ... Έτσι φαίνεται." κόμπιασε και έκανε διστακτικά ενα βήμα πιο πίσω.
Το βλέμμα της έπεσε στη πάπια δίπλα του και ύστερα βρήκε τον Άτλα. Συμφώνησαν νοητά πως ίσως μπορούσαν να τους εμπιστευτούν, προς το παρόν τουλάχιστον. Ίσως ήταν ο δολοφόνος, ίσως ο μόνος τρόπος να βγει ζωντανή από το πλοίο. Ετσι όπως ειχαν τα πράγματα δεν είχε και πολλές επιλογές.
"Με λένε Κέννα και απο δω είναι ο Άτλας." είπε κάπως πιο συγκροτημένα, κρατώντας όμως την απόσταση μεταξύ τους.
"Ημουν έτοιμη να μπω μέσα... Φαίνεται πιο ασφαλής." συνέχισε με ενα νεύμα στην ομίχλη γύρω τους, που είχε πυκνώσει ακομα περισσότερο.
"Ισως μπορέσουμε να μάθουμε περισσότερα σχετικά με το τι συμβαίνει " είπε σιγανοφωνα και έδειξε προς το βάθος που βρισκόταν η καμπίνα του καπετάνιου.
Πριν περάσουν μέσα, η Κέννα ψηλαφισε διακριτικά τον γοφό της για να σιγουρέψει οτι είχε ακομα το στιλέτο της. Δεν ήξερε τι θα βρουν μπροστά τους.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Οι ώρες πέρασαν ευχάριστα και χωρίς να το καταλάβει, ενώ για λίγο ξέχασε την όποια αναστάτωση επικρατούσε στο μυαλό και το στομάχι του. Ο Ντέρβελ αποδείχτηκε σύντομα σπουδαία παρέα, τόσο που ο Έζρα σχεδόν διασκέδαζε σε αυτό του το ταξίδι.
Οι πρώτες μέρες πέρασαν ευχάριστα, και είχαν αισίως φτάσει στην τέταρτη ημέρα του ταξιδιού τους.
Το σκοτάδι τούς βρήκε καθισμένους στο κατάστρωμα, με την πλάτη ακουμπισμένη στην κουπαστή. Είχαν ήδη μοιραστεί δύο γεύματα, και είχαν κάνει άπλετες συζητήσεις, καθώς φαινόταν πως και οι δύο είχαν ανάγκη ο ένας τη συντροφιά του άλλου.
Πέρα από μερικούς άντρες του πληρώματος, είχαν μείνει σχεδόν μόνοι τους στο κατάστρωμα, αφού όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες είχαν γυρίσει εδώ και ώρα στις καμπίνες τους. Η παγωνιά, σε συνδυασμό με το απέραντο σκοτάδι και την παχιά ομίχλη, έκανε την καρδιά μέχρι και του πιο γενναίου να σφίγγεται.
Ο Έζρα δεν αποτελούσε εξαίρεση, και ο φίλος του το είχε καταλάβει.
«Δεν ξέρω αν αυτό είναι φυσιολογικό, αλλά σίγουρα δεν είναι συνηθισμένο», μουρμούρισε νευρικά. Ο Ντέρβελ φάνηκε να συμφωνεί. «Και δεν εννοώ μόνο το τοπίο», συνέχισε ο Έζρα. «Άκου», πρόσταξε. Εκείνος τον κοίταξε απορημένος, αλλά υπάκουσε.
Αφού πέρασαν αμίλητοι ένα ολόκληρο λεπτό, και ο Ντέρβελ φάνηκε να μην καταλαβαίνει τι εννοούσε, το ξωτικό ρώτησε: «Τι ακούς;» μόνο για να πάρει ένα συνοφρυωμένο βλέμμα ως απάντηση.
«Η απάντηση είναι "τίποτα". Ούτε δείγμα από φωνές, ούτε ίχνος από τα τριξίματα του καραβιού. Ούτε καν το απαλό χάδι της θάλασσας ή τον αέρα. Το πέπλο της ομίχλης που μας έχει σκεπάσει, με κάνει να νιώθω λες και βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι κάτω από το νερό», παραδέχτηκε σιγανά.
Γύρισε το βλέμμα τριγύρω στον ορίζοντα, σε μια προσπάθεια να δει οτιδήποτε, μα ήταν μάταιο.
Ανατρίχιασε από το κρύο, μα αέρας δε φυσούσε.
Σταύρωσε και έτριψε τα μπράτσα του για να διώξει την κακή αίσθηση, μια ασυναίσθητη κίνηση για να ηρεμήσει τον εαυτό του, και έπειτα σηκώθηκε όρθιος.
«Πάω να φέρω κάτι από την καμπίνα για το κρύο. Δεν νομίζω ότι θέλω να κοιμηθώ εκεί απόψε…» παραδέχτηκε. «Υγρό κελί φαντάζει στο μυαλό μου».
«Δεν θα αργήσω», συμπλήρωσε, αλλά το ξανασκέφτηκε. «Αν, φυσικά, θέλεις κι εσύ να μείνεις… Ξέρω καλά πως η παρέα με ένα γέρικο ξωτικό δεν—» μα ο Ντέρβελ τον σταμάτησε με ένα νεύμα πριν συνεχίσει. Ο Έζρα του χαμογέλασε και έκανε αμέσως μεταβολή για την καμπίνα.
«Έρχομαι αμέσως!» δήλωσε όσο πιο σιγανά μπορούσε και έφυγε βιαστικά. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί πάνω από μερικά μέτρα, όταν συνειδητοποίησε πως δεν είχε ρωτήσει τον Ντέρβελ αν ήθελε επίσης να κάτι να του φέρει. Έκανε μεταβολή για δεύτερη φορά, μα σταμάτησε απότομα πριν τον πλησιάσει. Τα μυτερά του αφτιά κινήθηκαν νευρικά.
Κάτι ακουγόταν.
Ο Ντέρβελ σηκώθηκε από τη θέση του, και άρχισε να προχωρά προς το μέρος του. Ο Έζρα σήκωσε το δεξί του χέρι με την παλάμη του ελαφρώς ανοιχτή για να τον σταματήσει, και έπειτα έφερε τον δείκτη στα χείλη του. Έσκυψε το κεφάλι του προς τα μπροστά και μισόκλεισε τα μάτια, λες και αυτό θα τον βοηθούσε να ακούσει καλύτερα.
Λίγα μέτρα πιο μακριά, το ανήσυχο βλέμμα ενός άλλου ξωτικού, μέλους του πληρώματος, συναντούσε το δικό του. Κι όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, τόσο εκείνο γούρλωνε τα μάτια του.
Ο Ντέρβελ τον πλησίασε αθόρυβα, και στάθηκε ακριβώς δίπλα του.
Ξαφνικά, τα δύο ξωτικά τινάχτηκαν απότομα προς τα πίσω.
«Κραυγές. Ακούω κραυγές», παραδέχτηκε ο Έζρα τρομαγμένα.
Έζρα και Ντέρβελ αλληλοκοιτάχθηκαν, μα πριν ο δεύτερος προλάβει να αρθρώσει κουβέντα, το ξωτικό που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά τους πήρε μια βαθιά ανάσα και ούρλιαξε με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια του:
«ΠΕΙΡΑΤΕΕΕΣ!»
Οι πρώτες μέρες πέρασαν ευχάριστα, και είχαν αισίως φτάσει στην τέταρτη ημέρα του ταξιδιού τους.
Το σκοτάδι τούς βρήκε καθισμένους στο κατάστρωμα, με την πλάτη ακουμπισμένη στην κουπαστή. Είχαν ήδη μοιραστεί δύο γεύματα, και είχαν κάνει άπλετες συζητήσεις, καθώς φαινόταν πως και οι δύο είχαν ανάγκη ο ένας τη συντροφιά του άλλου.
Πέρα από μερικούς άντρες του πληρώματος, είχαν μείνει σχεδόν μόνοι τους στο κατάστρωμα, αφού όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες είχαν γυρίσει εδώ και ώρα στις καμπίνες τους. Η παγωνιά, σε συνδυασμό με το απέραντο σκοτάδι και την παχιά ομίχλη, έκανε την καρδιά μέχρι και του πιο γενναίου να σφίγγεται.
Ο Έζρα δεν αποτελούσε εξαίρεση, και ο φίλος του το είχε καταλάβει.
«Δεν ξέρω αν αυτό είναι φυσιολογικό, αλλά σίγουρα δεν είναι συνηθισμένο», μουρμούρισε νευρικά. Ο Ντέρβελ φάνηκε να συμφωνεί. «Και δεν εννοώ μόνο το τοπίο», συνέχισε ο Έζρα. «Άκου», πρόσταξε. Εκείνος τον κοίταξε απορημένος, αλλά υπάκουσε.
Αφού πέρασαν αμίλητοι ένα ολόκληρο λεπτό, και ο Ντέρβελ φάνηκε να μην καταλαβαίνει τι εννοούσε, το ξωτικό ρώτησε: «Τι ακούς;» μόνο για να πάρει ένα συνοφρυωμένο βλέμμα ως απάντηση.
«Η απάντηση είναι "τίποτα". Ούτε δείγμα από φωνές, ούτε ίχνος από τα τριξίματα του καραβιού. Ούτε καν το απαλό χάδι της θάλασσας ή τον αέρα. Το πέπλο της ομίχλης που μας έχει σκεπάσει, με κάνει να νιώθω λες και βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι κάτω από το νερό», παραδέχτηκε σιγανά.
Γύρισε το βλέμμα τριγύρω στον ορίζοντα, σε μια προσπάθεια να δει οτιδήποτε, μα ήταν μάταιο.
Ανατρίχιασε από το κρύο, μα αέρας δε φυσούσε.
Σταύρωσε και έτριψε τα μπράτσα του για να διώξει την κακή αίσθηση, μια ασυναίσθητη κίνηση για να ηρεμήσει τον εαυτό του, και έπειτα σηκώθηκε όρθιος.
«Πάω να φέρω κάτι από την καμπίνα για το κρύο. Δεν νομίζω ότι θέλω να κοιμηθώ εκεί απόψε…» παραδέχτηκε. «Υγρό κελί φαντάζει στο μυαλό μου».
«Δεν θα αργήσω», συμπλήρωσε, αλλά το ξανασκέφτηκε. «Αν, φυσικά, θέλεις κι εσύ να μείνεις… Ξέρω καλά πως η παρέα με ένα γέρικο ξωτικό δεν—» μα ο Ντέρβελ τον σταμάτησε με ένα νεύμα πριν συνεχίσει. Ο Έζρα του χαμογέλασε και έκανε αμέσως μεταβολή για την καμπίνα.
«Έρχομαι αμέσως!» δήλωσε όσο πιο σιγανά μπορούσε και έφυγε βιαστικά. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί πάνω από μερικά μέτρα, όταν συνειδητοποίησε πως δεν είχε ρωτήσει τον Ντέρβελ αν ήθελε επίσης να κάτι να του φέρει. Έκανε μεταβολή για δεύτερη φορά, μα σταμάτησε απότομα πριν τον πλησιάσει. Τα μυτερά του αφτιά κινήθηκαν νευρικά.
Κάτι ακουγόταν.
Ο Ντέρβελ σηκώθηκε από τη θέση του, και άρχισε να προχωρά προς το μέρος του. Ο Έζρα σήκωσε το δεξί του χέρι με την παλάμη του ελαφρώς ανοιχτή για να τον σταματήσει, και έπειτα έφερε τον δείκτη στα χείλη του. Έσκυψε το κεφάλι του προς τα μπροστά και μισόκλεισε τα μάτια, λες και αυτό θα τον βοηθούσε να ακούσει καλύτερα.
Λίγα μέτρα πιο μακριά, το ανήσυχο βλέμμα ενός άλλου ξωτικού, μέλους του πληρώματος, συναντούσε το δικό του. Κι όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, τόσο εκείνο γούρλωνε τα μάτια του.
Ο Ντέρβελ τον πλησίασε αθόρυβα, και στάθηκε ακριβώς δίπλα του.
Ξαφνικά, τα δύο ξωτικά τινάχτηκαν απότομα προς τα πίσω.
«Κραυγές. Ακούω κραυγές», παραδέχτηκε ο Έζρα τρομαγμένα.
Έζρα και Ντέρβελ αλληλοκοιτάχθηκαν, μα πριν ο δεύτερος προλάβει να αρθρώσει κουβέντα, το ξωτικό που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά τους πήρε μια βαθιά ανάσα και ούρλιαξε με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια του:
«ΠΕΙΡΑΤΕΕΕΣ!»
Last edited by Έζρα on Sun 01 Sep, 2024 5:25 am, edited 1 time in total.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
«Κέννα και Άτλας,» μονολόγησε κοιτώντας γύρω και εξετάζοντας τον πανικό που επικρατούσε παντού. Ομίχλη και φόνος? Τί άλλο θα μπορούσε να πάει στραβά;
«Ονομάζομαι Νάαβαλαθ και από εδώ,» τα μάτια του ρίχτηκαν χαμηλά, στο σημείο όπου ο σύντροφός του θα έπρεπε να βρίσκεται μα αντιθέτως ένα κενό και ένα πεσμένο πούπουλο ήταν όσα διέκρινε. Νιώθοντας ένα ελαφρύ γαργαλητό στο πίσω μέρος της ρόμπας του, ο άνδρας τίναξε λίγο το πόδι του, αναθεματίζοντας χαμηλόφωνα ώσπου μια γκρίζα πάπια με πράσινες λεπτομέρειες στο στέρνο της και κίτρινα, σχεδόν ολόχρυσα μάτια, εμφανίστηκε πλάι του, σκούζοντας και χτυπώντας τα φτερά της. «Μα είναι δυνατόν να είσαι τόσο αγενής! Ιδίως απέναντι σε μία κυρία και τον πιστό της συνοδοιπόρο», κούνησε το κεφάλι του όσο η πάπια συνέχιζε να κράζει και να σκούζει. «Δεν ακούω κουβέντα» ανταπάντησε εκείνος και γύρισε προς τη Κέννα με ένα πιο ήρεμο πρόσωπο και τόνο στη φωνή του. «Και από εδώ ο Τζαμάλ.» αν και το όνομα του συντρόφου του βγήκε κάπως βαριεστημένα από το στόμα του, σαν να είχε χάσει κάθε ελπίδα. «Συγχωρέσε τον, δεν είναι συνηθισμένος σε νέες γνωριμίες και πρόσωπα», προσπάθησε να τον δικαιολογήσει.
«Πιστεύω πως το να βρεθούμε εγκλωβισμένοι σε ένα δωμάτιο με κάποιον δολοφόνο είναι πολύ πιο συνετό από το να βρεθούμε αναπάντεχα αντιμέτωποι με όσα τέρατα κρύβονται εκεί μέσα» πρόσθεσε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και κοιτάζοντας προς την ομίχλη η οποία είχε σχεδόν καταπιεί τόσο τον ορίζοντα όσο και τον ωκεανό στον οποίο έπλεαν.
Δεν έχασε λεπτό, ακούμπησε την Κέννα στον ώμο και την παρότρυνε να τον ακολουθήσει μέσα ενώ ο Τζαμάλ έτρεχε ξοπίσω του με παραπονιάρικα ίσως και προειδοποιητικά κραξίματα.
Το εσωτερικό του πλοίου διέφερε αρκετά από την πλώρη, καθώς δεν υπήρχε ούτε μια ψυχή πλέον να φωνάζει τρομοκρατημένη από το φονικό και να πέφτει πάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο ή άνθρωπο βρισκόταν στο διάβα της. Βέβαια, το ανατριχιαστικό σκοτάδι και τα ελάχιστα τρεμάμενα φανάρια κρεμασμένα στους τοίχους δεν καθησύχασαν καθόλου τον ίδιο. Γύρισε πίσω να κοιτάξει εάν η νέα τους φίλη ακολουθούσε. «Εάν ήμουν ο δολοφόνος θα είχα εκμεταλλευτεί τον πανικό και θα είχα ήδη ξεφύγει. Αμφιβάλλω εάν βρίσκεται κάποιος εδώ μέσα πέρα από εμάς».
«Ονομάζομαι Νάαβαλαθ και από εδώ,» τα μάτια του ρίχτηκαν χαμηλά, στο σημείο όπου ο σύντροφός του θα έπρεπε να βρίσκεται μα αντιθέτως ένα κενό και ένα πεσμένο πούπουλο ήταν όσα διέκρινε. Νιώθοντας ένα ελαφρύ γαργαλητό στο πίσω μέρος της ρόμπας του, ο άνδρας τίναξε λίγο το πόδι του, αναθεματίζοντας χαμηλόφωνα ώσπου μια γκρίζα πάπια με πράσινες λεπτομέρειες στο στέρνο της και κίτρινα, σχεδόν ολόχρυσα μάτια, εμφανίστηκε πλάι του, σκούζοντας και χτυπώντας τα φτερά της. «Μα είναι δυνατόν να είσαι τόσο αγενής! Ιδίως απέναντι σε μία κυρία και τον πιστό της συνοδοιπόρο», κούνησε το κεφάλι του όσο η πάπια συνέχιζε να κράζει και να σκούζει. «Δεν ακούω κουβέντα» ανταπάντησε εκείνος και γύρισε προς τη Κέννα με ένα πιο ήρεμο πρόσωπο και τόνο στη φωνή του. «Και από εδώ ο Τζαμάλ.» αν και το όνομα του συντρόφου του βγήκε κάπως βαριεστημένα από το στόμα του, σαν να είχε χάσει κάθε ελπίδα. «Συγχωρέσε τον, δεν είναι συνηθισμένος σε νέες γνωριμίες και πρόσωπα», προσπάθησε να τον δικαιολογήσει.
«Πιστεύω πως το να βρεθούμε εγκλωβισμένοι σε ένα δωμάτιο με κάποιον δολοφόνο είναι πολύ πιο συνετό από το να βρεθούμε αναπάντεχα αντιμέτωποι με όσα τέρατα κρύβονται εκεί μέσα» πρόσθεσε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και κοιτάζοντας προς την ομίχλη η οποία είχε σχεδόν καταπιεί τόσο τον ορίζοντα όσο και τον ωκεανό στον οποίο έπλεαν.
Δεν έχασε λεπτό, ακούμπησε την Κέννα στον ώμο και την παρότρυνε να τον ακολουθήσει μέσα ενώ ο Τζαμάλ έτρεχε ξοπίσω του με παραπονιάρικα ίσως και προειδοποιητικά κραξίματα.
Το εσωτερικό του πλοίου διέφερε αρκετά από την πλώρη, καθώς δεν υπήρχε ούτε μια ψυχή πλέον να φωνάζει τρομοκρατημένη από το φονικό και να πέφτει πάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο ή άνθρωπο βρισκόταν στο διάβα της. Βέβαια, το ανατριχιαστικό σκοτάδι και τα ελάχιστα τρεμάμενα φανάρια κρεμασμένα στους τοίχους δεν καθησύχασαν καθόλου τον ίδιο. Γύρισε πίσω να κοιτάξει εάν η νέα τους φίλη ακολουθούσε. «Εάν ήμουν ο δολοφόνος θα είχα εκμεταλλευτεί τον πανικό και θα είχα ήδη ξεφύγει. Αμφιβάλλω εάν βρίσκεται κάποιος εδώ μέσα πέρα από εμάς».
