Page 1 of 1
Γνωριμίες κατά τύχη (Νέμουκ-Ναάβαλαθ)
Posted: Wed 22 Jan, 2025 2:39 pm
by Nemuk
Η τύχη πάντα ευνοεί τους τολμηρούς; Ο Νέμουκ αυτό που ήξερε είναι ότι η τύχη πάντα ήταν με το μέρος του. Και πως δεν θα μπορούσε να είναι όταν βρισκόταν επιτέλους σε τέτοια θεσπέσια αγορά; Το νεαρό γκόμπλιν είχε επιτέλους καταφέρει να φτάσει στην Αφίστους. Είχε ακούσει τόσα γι αυτήν και τώρα θα μπορούσε να τα δει όλα με τα μεγάλα μπιρμπιλωτά του μάτια. Η μυρωδιά του κόκου καφέ, των μπαχαριών και του τσαγιού ήταν τα πρώτα που μύρισε μόλις μπήκε από τις πύλες της πόλης. Είχε δηλώσει οδοιπόρος. Η αλήθεια ήταν ότι ο Νέμουκ δεν είχε ποτέ προορισμό. Πήγαινε όπου άκουγε κάτι ενδιαφέρον. Στον δρόμο έβγαζε πάντα λεφτά παίζοντας μουσική ή φτιάχνοντας καμιά σπασμένη ρόδα από κάποιο κάρο. Συνήθως καλοί άνθρωποι τον τάιζαν κιόλας, οπότε δεν είχε παράπονο. Κι όταν δεν είχε φαί, απλά κοιμόταν νωρίτερα για να μην γουργουρίζει η κοιλίτσα του. Άλλες φορές πάλι ο Νέμουκ βίωνε ρατσισμό. Όχι πως κατηγορούσε κανέναν, ήξερε οτι τα γκόμπλιν δεν έχουν καλή φήμη. Ήταν όμως τυχερός και παρά τις βρισιές που είχε ακούσει, κανείς δεν τον είχε κλωτσήσει. Ένιωθε ευγνώμων γι' αυτό. Την προηγούμενη βδομάδα, όταν περνούσε από την Ντολόθια είχε πάρει το αυτί του για την μεγάλη αγορά της Αφίστους. Και ότι στην πόλη η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς.
Έτσι λοιπόν, ο Νέμουκ έσφιξε τα μπαγάζια στην μέση του και με μεγάλη χαρά άρχισε να περπατά γοργά προς την κεντρική αγορά της Αφίστους. Η πόλη ήταν ευρέως γνωστή για την κεντρική αγορά της. Ήταν τεράστια. Σχεδόν σαν 'ενα χωριό μέσα στην ίδια την πόλη. Είχε ταξιδευτές και πραγματάδες από όλη την Αμρούνα. Όλοι πουλούσαν κάτι ή όλοι ήθελαν κάτι. Δεν υπήρχε κανένα ταμπού, μόνο βαθιά πορτοφόλια. Ο Νέμουκ πίστευε πως στην Αφίστους ίσως να κατάφερνε να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα. Να γίνει θεατρικός παραγωγός! Είχε πολλές ιδέες στο μυαλό του. Πολλές μουσικές σκηνές. Και η Αφίστους ήταν γεμάτη απο πάθος για μουσική, μουσικά όργανα και φυσικά γυναίκες. Αυτά τα θεσπέσια πλάσματα, με τα απαλά σώματα, τα χυμώδης ελέη δοσμένα από τους θεούς του έρωτα και τις μελίρρυτες φωνές. Αν μπορούσε να δημιουργήσει ένα σχήμα με χορεύτριες και ίσως δυο τρία ακόμα άτομα να τον βοηθάνε στην σκηνική παρουσίαση και τα μουσικά όργανα...η επιτυχία τους θα ήταν σίγουρη! Είχε στο μυαλό του μέχρι και το όνομα του σχήματος "Λευκή Ορχιδέα". Ίσως ήταν και απλό όνομα, αλλά του Νέμουκ του άρεσε.
Οι πρώτοι πάγκοι άρχισαν να φαίνονται μπροστά. Αυτούς τους πάγκους μέχρι και ο Νέμουκ ήξερε ότι έπρεπε να τους αποφύγει. Ήταν πάγκοι για δάνεια. Οι τόκοι ήταν υπέρογκοι και αν δεν τους πλήρωνες στην ώρα σου, το κύκλωμα σε έβρισκε όπου και να είσαι, ακόμα κι αν είχες φύγει από την Αφίστους και σε εξαφάνιζε...Ο Νέμουκ επιτάχυνε λίγο το βήμα του κρατώντας την ανάσα του. Κακή τύχη...και σε λίγο βρήκε τον εαυτό του μέσα στην αγορά. Εκεί ανάσανε ξανά και οι υπέροχες μυρωδιές μπούκωσαν την μυτούλα του. Παντού απλώνονταν πάγκοι με κάθε λογής αγαθά. Από μικροπράγματα, μέχρι φρούτα και λαχανικά, μπαχάρια, κοσμήματα, ζώα, υφάσματα, τα πάντα όλα. Παντού οι πωλητές φώναζαν τις τιμές τους και κερνούσαν τσάι στους περαστικούς για να τους γλυκάνουν. Ο Νέμουκ ήθελε ένα νέο ύφασμα για την κάπα του και μια καινούρια ζώνη. Ή αν έβρισκε καλύτερη τιμή στην επισκευή της υπάρχουσας, θα έκανε αυτό.
Ο Νέμουκ είχε χαθεί μέσα στην θεσπέσια αγορά και φανταζόταν το μέλλον του. Το σκούξιμο που έκανε άθελα του, δεν το περίμενε. Είχε πέσει πάνω σε κάποιον, σε κάτι. Έσκυψε να μαζέψει το καπελάκι του, που έπεσε από το κεφάλι και σηκώθηκε να απολογηθεί. "Με συγχωρείτε πολύ καλέ μου..." η φωνούλα του ήταν λεπτή και λίγο τσιριχτή, μα αυτό που αντίκρυσε ήταν μια μεγάλη πάπια αρκετά ψηλή. Για την ακρίβεια λίγο πιο κοντή από τον ίδιο. Η πάπια έσκουξε και ο Νέμουκ την κοίταξε δύσπιστα. "Εμμ με συγχωρείτε κύριε μάγε μου. Κατά λάθος έπεσα πάνω σας." Ο Νέμουκ τίναξε το καπελάκι του και έκανε μια υπόκλιση στην πάπια. "Με λένε Νέμουκ. Πολύ καλή σκέψη να μεταμφιεστείτε έτσι! Έτσι κανείς δεν σας καταλαβαίνει. Ιιιιιιιιιιιιι" αναφώνησε και έπιασε την πάπια από τον λαιμό. "Τώρα κατάλαβα! Σας κυνηγάνε κάποιοι!; Θέλετε να διαφύγετε!! Μπορείτε να έρθετε μαζί μου! Θα σας βοηθήσω στην κάλυψη σας! Δεν έχετε να ανησυχείτε για τίποτα!!" είπε και κοίταξε βλοσυρά τριγύρω.
Ένας άντρας στάθηκε μπροστά του. Ο Νέμουκ ξεροκατάπιε. Ήταν ίσως ο διώκτης του έξυπνου κυρίου μάγου;
Re: Γνωριμίες κατά τύχη (Νέμουκ-Ναάβαλαθ)
Posted: Fri 24 Jan, 2025 12:33 pm
by Naavalath
Ο ήλιος, καυτός και ανελέητος, έκαιγε στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού αρκετή ώρα τώρα, πράγμα που έκανε το ταξίδι του μάγου και του συντρόφου του σαφώς πιο εύκολο αλλά κάπως πιο άβολο. Τα ερυθρά μάτια του ξωτικού δεν είχαν συνηθίσει ακόμα το εκτυφλωτικό αυτό φως τούτης της περιοχής ούτε την υψηλή θερμοκρασία που αγκάλιασε βίαια το σώμα εμποδιζοντας το από το να αναπνεύσει. Μέχρι και ο νεαρός συνοδοιπόρος του φαινόταν να έχει αγανακτήσει με τις συνθήκες αυτές. Που και που σταματούσε τα βήματά του, έστριβε προς τον Νάβαλααθ και χτυπώντας με μένος τα φτερά του έκρουζε παραπονιάρικα. Πόσα μπορούσε να αντέξει ο δόλιος; Με το ζόρι μπορούσαν και τα έβγαζαν πέρα για τις μετακινήσεις, και όποτε χρειάζονταν κάποια λεφτά παραπάνω, χαρη στα ματζούνια και τα φίλτρα του, έστηνε κανα μικρό πάγκο κάπου σε κάποιο χωριό και πουλούσε ό,τι μπορούσε να φτιάξει. Αλλά μέχρι και τα υλικά του είχαν μετατραπεί σε σχεδόν ανύπαρκτα και ξερά ψίχουλα. Περπατούσαν ήδη περίπου πέντε ώρες και ο ήλιος έκαιγε πιο δυνατά, μα αν σταματούσαν τώρα δεν θα έφτανα ποτέ στη πόλη. Παρόλα αυτά, ο Νάβαλλαθ έβγαλε από το ζωνάρι του ένα από τα πουγκιά του, το κούνησε για να πικραθεί ακόμα περισσότερο και το άνοιξε ώστε να επιβεβαιώσει τους φόβους του.
“Το μόνο που μπορώ να φτιάξω με αυτό είναι μείγμα για φτερούγα πουλερικού και αυτό θα ήταν υπερβολικά καυτερό για να καταναλωθεί,” ο άκανθος ήταν ένα από τα πιο περίεργα φυτά που είχε ποτέ μελετήσει και ταυτόχρονα το πιο αλλοπρόσαλλο. Στο κομμάτι της μαγειρικής όμως ήταν από τα πιο περιζήτητα, σε μικρές όμως ποσότητες. Το ξωτικό αναστέναξε και έδεσε ξανά το πουγκί γύρω από τη ζώνη του ρούχου του.”Υπομονή, αγαπημένε. Η Αφίστους δεν είναι δα και τόσο μακριά. Σίγουρα θα βρούμε και κάπου να κοιμηθούμε αλλά και- Ει! Που πας;!” ήταν πλέον πολύ αργά. Ο Τζαμάλ είχε κουραστεί. Και όχι μόνο σωματικά από τα καθημερινά και ατελείωτα τους ταξίδια, αλλά κυρίως ψυχικά από το ίδιο το ξωτικό. Δεν τον άκουγε, δεν συμμεριζόταν τους φόβους και τις ανησυχίες του και ήταν ξεκάθαρο πως υπήρχε σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ τους. Αλλά τέρμα. Είχε έρθει η ώρα να πάρει τον έλεγχο στις φτερούγες του. Καιρός ήταν.
Ήξερε πολύ καλά πως η πόλη στην οποία κατευθύνονταν, η Μεγάλη Αγορά όπως συνήθιζε ο μάγος να την αποκαλεί, ήταν γεμάτη από θαυματουργούς και πιο ταλαντούχους μάγους από ότι ο Νάβαλααθ. Σίγουρα θα άλλαζε η τύχη του. Σίγουρα τα βάσανα του θα έφταναν σε ένα τέλος και μια καλύτερη ζωή ήδη είχε ξεκινήσει να αχνοφαίνεται. Έτρεξε λοιπόν σαν τον άνεμο, πιο γρήγορα παρόλο που ήταν ήδη εξουθενωμένος. Χτύπησε τις φτερούγες του δίνοντας ώθηση στο κορμάκι του να πάει πιο γρήγορα αφήνοντας μια και καλή πίσω του τον πρώην οδοιπόρο και φίλο του.
Τα είχε υπολογίσει γρήγορα και εύκολα με το μυαλό του. Σε λιγότερο από μία ώρα βρισκόταν ήδη στις πύλες της Αφίστους και σύντομα έγινε ένα με το πλήθος. Μέσα στην βαβούρα, τους εκατοντάδες πάγκους με τα χιλιάδες προϊόντα και τις ζεστές, λαχταριστές αναθυμιάσεις, ο Τζαμάλ αισθάνθηκε κάτι το πρωτόγνωρο. Για πρώτη φορά στη ζωή του, από τη στιγμή που αντίκρισε τον καταγάλανο ουρανό στη σκουρόχρωμη παλάμη του Νάβαλααθ, άγγιζε την ανεξαρτησία του καιέμοιαζε τόσο γλυκιά παρόλο το ρίσκο και τους κινδύνους. Κίνδυνοι; Ποιοι κίνδυνοι;
Το μυαλό του Νάβαλααθ είχε φτάσει στο απροχώρητο. Για λίγο ίσως να είχε δώσει χρόνο στον νεαρό του φίλο, να πειστεί πως ήταν πλέον ελεύθερος αλλά μετα το πέρας δύο ολόκληρων λεπτών (!!!) μετάνιωσε πλήρως την απόφασή του. Οι άνθρωποι όπως και κάθε άλλη φυλή που σεβόταν τον εαυτό της και είχε ενταγμένο το καλό φαί στην διατροφή της, σίγουρα δεν θα άφηναν μια τόσο αφράτη και αρκετά ανεπτυγμένη για το είδος της πάπια. Το χάος άρχισε να πήζει το μυαλό του σαν χυλός που έχει παραβράσει στο καζάνι. Και αν έφτανε στη πόλη, αν τελικά έφτανε ο ίδιος και παρασυρνόταν από την ευωδιά ψητού κρέατος και ενέδιδε στην πείνα του και καθώς καταβρόχθιζε το ζουμερό κρέας με τα απίστευτα έντονα και λαχταριστά μυρωδικά και μπαχάρια διαπίστωνε το λάθος του; Διαπίστωνε πως έτρωγε τον καλύτερό του φίλο; Τρόμος και πανικός διαπέρασαν το κορμί του με χιλιάδες καρφιά και ρίγη. Ο μάγος έσπευσε προς τη πόλη ελπίζοντας πως δεν είχε σπαταλήσει χρόνο και θα έβρισκε τον Τζαμάλ ζωντανό και όχι σε πιατέλα σερβιρισμένο.
Είχε φανταστεί διαφορετικά αυτό το ταξίδι και τη παραμονή τους στην Αφίστους. Θα έβρισκε ένα ωραίο, βολικό δωμάτιο να ξεκουράσουν τα κορμιά τους, να φάνε ζεστό και μαγειρεμένο σπιτικά φαγητό και έπειτα θα διένυαν όλη τη μεγάλη αυτή αγορά και όχι μονο για τις προμήθειες αλλα και για να θαυμάσουν κάθε είδος που οι έμποροι είχαν στους πάγκους τους: από τους πιο μικρούς λίθους έως τα πιο φανταχτερά και πανέμορφα κοσμήματα. Ίσως να έβρισκε και κανέναν σπάνιο φυτό για τα δικά του ξόρκια. Τόσα σχέδια… τόσες επιλογές και ο Τζαμάλ βάλθηκε να τα καταστρέψει όλα. Ξαφνικά η θλίψη και το άγχος μετατράπηκαν σε εκνευρισμό. Χαμένος μέσα στο πλήθος, κρυμμένος μέσα από τη κάπα και τη κουκούλα του, το ξωτικό σταμάτησε απότομα. Πόσες φορές βρισκόταν σε αυτή τη θέση; Να τρέχει πίσω από το καταραμένο παπί γιατί η ανοησία του ξέφευγε από τα όρια της λογικής; Πόσες φορές είχαν μπλέξει σε άσκοπους μπελάδες που πολύ εύκολα μπορούσαν να είχαν αποφύγει επειδή η απελπισία και η περηφάνια του Τζαμάλ ξεπερνούσαν τις θνητές διαστάσεις; Αρκετά! η φωνή του βρόντηξε μέσα στο μυαλό του. Πήρε βαθιές ανάσες και έκλεισε τα μάτια του. Ζύγισε τα υπερ και τα κατά της κατάστασης. Εάν άφηνε τον Τζαμάλ να ζήσει την γλυκιά ψευδαίσθηση της ελευθερίας, καλώς. Τα προβλήματά του θα λιγόστευαν και τα ταξίδια του θα ήταν πιο ήρεμα. Από την άλλη, δεν θα είχε στη διάθεσή του τα φτερά του που φυσικά του πρόσφερε ο Τζαμάλ με σεβασμό έπειτα από τη μικρή τους συμφωνία. Και πέρα από τα φτερά ήταν και…Αναστέναξε χαμηλώνοντας το κεφάλι, ηττημένος από τον ίδιο του τον εαυτό. Έπρεπε να συνεχίσει την αναζήτηση αυτη. Βέβαια, αποδείχθηκε πως δεν χρειαζόταν να ψάξει πολύ μακριά. Τα μάτια του εντόπισαν ένα αξιοπερίεργο θέαμα που είχε σιγουρα τραβήξει πολύ παραπάνω προσοχή από όσο έπρεπε. Ο μάγος πλησίασε προσεκτικά το μικρόσωμο πλασμα που φαίνεται να είχε φέρει εις πέρας μικρή του αναζήτηση. Στάθηκε πίσω από τον Τζαμάλ, τα ματια του αγνόησαν για λίγο το νεαρό αυτό γκόμπλιν που φαινόταν κάπως ξαφνιασμένο και ίσως υπερπροστατευτικό απέναντι στον φτερωτό του φίλο. “Σε βρήκα,” ψυθίρισε και ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Ένα χαμόγελο κάτω από την κουκούλα που άθελά του παρουσίασε την ήδη μυστηριώδη παρουσία του κάπως απειλητική…αλλά ήταν ήδη συνηθισμένος.
Ο Τζαμάλ πετάχτηκε στο άκουσμα της φωνής του Νάβαλααθ και γύρισε απότομα, χτυπώντας έντονα τις φτερούγες και κράζοντας αδιανόητα.
“Μην είσαι ανόητος. Που θα πας; Θα σε φάνε, κυριολεκτικά!” απάντησε και έριξε το βλέμμα του στο γκόμπλιν. “Φιλος; Αυτός είναι ο νέος σου φίλος;” αναρωτήθηκε και με ένα νεύμα του χεριού του απευθύνθηκε στο πρασινωπό πλάσμα. “Και ποιο είναι το όνομά σας, κύριε…;”
Re: Γνωριμίες κατά τύχη (Νέμουκ-Ναάβαλαθ)
Posted: Fri 24 Jan, 2025 1:11 pm
by Nemuk
To φτερούγισμα του κυρίου μάγου ήταν τόσο έντονο, που ο Νέμουκ ήξερε με σιγουριά πως από αυτόν τον περίεργο προσπαθούσε να σωθεί. Ο ψηλός σκουρόχρωμος κύριος ήταν πολύ ψηλός. Η επιδερμίδα του στο χρώμα της νύχτας. Τα κατάλευκα του δόντια όταν μιλούσε έκαναν ακόμα πιο έντονη την αντίθεση και του έδιναν μια απειλητική όψη. Ο Νέμουκ με το χέρι του έφερε πίσω από την πλάτη του τον νεαρό κύριο μάγο και ύψωσε το ανάστημα του απέναντι στον ψηλό κύριο. Ο νεαρός πάπιος μάγος συνέχιζε να φτερουγίζει και να κρώζει προς τον διώκτη του. Ο Νέμουκ τον άκουγε να κρώζει
"Βαρέθηκα να με σέρνεις όπου θες, απλά για να φέρνουμε εις πέρας κάποιο καπρίτσιο σου! Θέλω να ζήσω περιπέτειες με γεμάτο το στομάχι και χορτασμένος απο νεράκι! Όχι πια σε αυτές τις συνθήκες! Μόνο τα φτερά μου ξες να μου ξεριζώνεις και...." ο κύριος πάπιος συνέχισε για πολύ ώρα.
Ο Νέμουκ παρατήρησε πως τόσο ο ίδιος, όσο και ο ψηλός κύριος άφηναν τον κύριο πάπιο να μιλήσει. Ο Νέμουκ σιγουρεύτηκε! Ο κύριος πάπιος ήταν σίγουρα μάγος! Ο ψηλός κύριος τον είχε ρωτήσει κάτι και οι καλοί του τρόποι έλεγαν πως όφειλε να απαντήσει για να είναι ευγενικός. Παρόλα αυτά η καρδούλα του χτυπούσε ξέφρενη κάτω από το στήθος του. Ήταν κοντός. Στα μάτια των ψηλών ειδών της Αμρούνα φαινόταν παιδάκι. Οι νάνοι ήταν αλλιώς. Όσα δεν είχαν στο ύψος, τα είχαν στην βροντή φωνή τους και την πλατιά τους κατασκευή. Τα γκόμπλιν όμως, κυρίως με όσα ακουγόταν για αυτά, ήταν σχεδόν παντού υπό κίνδυνο. Και ο Νέμουκ ήταν μισοριξιά. Δεν ήταν ούτε πολεμιστής σαν τον μεγάλο του αδερφό, ούτε κλέφτης ή κακοποιός σαν τα άλλα του αδέρφια. Ήταν ο Νέμουκ ο τραγουδοποιός και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Και τότε....σαν θαύμα θαρρείς του ήρθε η ιδέα. Φυσικά και μπορούσε να κάνει κάτι!
Γύρισε μια στιγμή μόνο προς τον πάπιο μάγο και του είπε να κλείσει τα αυτιά του. Έπειτα υποκλίθηκε στον κύριο Νύχτα (έτσι τον έλεγε στο κεφάλι του μη ξέροντας το όνομα του, εξαιτίας της σκουρόχρωμης επιδερμίδας του) και του είπε "Ονομάζομαι Νέμουκ καλέ μου κύριε Νύχτα και δεν θα σας αφήσω να κάνετε κακό στον πάπιο κύριο μάγο. Η τύχη μας έφερε μαζί. Ήρθε η ώρα της ανεξαρτησίας του. Τα φτερά του δεν θα τα πειράζετε πια!"
Και με ένα σάλτο, έβγαλε μια μεγάλη κακόφωνη στριγγλιά, κάνοντας τους όλους να σκεπάσουν τα αυτιά τους, άρπαξε τον κύριο πάπιο μάγο και το έβαλε στα πόδια. Ο πάπιος έκρωζε και φτερούγιζε. Ο Νέμουκ έτρεχε όσο γρήγορα μπορούσε χωρίς να κοιτάξει πίσω ρούπι. Κοιτούσε νευρικά δεξιά και αριστερά και προσπαθούσε να σκεφτεί που μπορούσε να κρυφτεί μαζί με τον κύριο πάπιο.
"Σταματήστε κύριε μάγε! ε; ααααα εντάξει! Σταματήστε κύριε Τζαμάλ!! εε; αααα Σταματά πια Τζαμάλ να κρώζεις! Ακούγεσαι πολύ και θα μας βρουν! Θα τα καταφέρουμε μην ανησυχείς! Απλά μείνε μαζί μου γιατί θα σε φάνε!! Τι; Α όχι δεν τρώω πάπιες εγώ μην φοβάσαι!! Ααααα εκεί εκεί! Σουτ τωρα!!" είπε ο Νέμουκ και μ' έναν εντυπωσιακό σάλτο βούτηξε μαζί με τον Τζαμάλ μέσα σ' έναν μεγάλο ολόχρυσο αμφορέα.
Ο αμφορέας αυτός ήταν βιτρίνα ενός μεγάλου πάγκου πραγματευτή. Ήταν τακτοποιημένος κάπως στα πλάγια, για να φαίνεται το ιριδίζον σχέδιο του και ο Νέμουκ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία. Ο Νέμουκ ψιθύρισε στον Τζαμάλ "Μην κάνεις κανέναν θόρυβο. Σε λίγο θα βγούμε!" Η φωνή του πραγματευτή σκέπαζε όσο θόρυβο έκαναν οι δυο τους, ήταν καλή κρυψώνα! Ο πραγματευτής φώναζε για την καλή ποιότητα των αμφορέων του και το εντυπωσιακό τους σχέδιο.
Όμως ο Νέμουκ είχε αστείρευτη υπομονή και καθόλου καλή αίσθηση του χρόνου. Το δικό του λίγο ήταν ίσως περισσότερο από ένα αντικειμενικό "λίγο".
Έτσι, λίγες στιγμές μετά....μια άλλη μπάσα βαθιά φωνή ακούστηκε ακριβώς πάνω από το άνοιγμα του αμφορέα που κρυβόταν ο Νέμουκ και ο Τζαμάλ. Τα αυτιά του Νέμουκ σκίρτισαν μοναχά τους. Ο Νέμουκ τα πήγαινε καλά με τους ήχους. Αυτή ήταν μια ωραία φωνή. Ο Νέμουκ χάθηκε τόσο στην ποιότητα της φωνής. Στο μυαλό του έρχονταν εικόνες από γουρουνάκια γλασέ κάτω υπό το σεληνόφως, πλάι σε μια γάργαρη πηγή νερού. Αυτήν την εικόνα δημιούργησε η φωνή στο μυαλό του. Είχα χαθεί τόσο στις σκέψεις του που δεν άκουσε τα περιεχόμενα της συζήτησης, όσο κι αν ο Τζαμάλ από πίσω τον σκουντούσε.
"Να παραδοθεί στο παλάτι του εμίρη, στο όνομα μου! Θα το χρειαστούμε για σήμερα το βράδυ οπότε σας παρακαλώ πολύ για την παράδοση! Χάρηκα για την συνεργασία" ήταν τα τελευταία λόγια και έπειτα ταρακουνήθηκαν και οι δυο τόσο πολύ, σαν να γινόταν σεισμός.
"Ωωωω σουσ Τζαμάλ! Δεν μπορούμε να βγούμε τώρα! Ας δούμε τι θα γίνει!" είπε ο Νέμουκ και αγκάλιασε τον Τζαμάλ. "Δεν θα αφήσω να σε φάνε μην στεναχωριέσαι!"
Re: Γνωριμίες κατά τύχη (Νέμουκ-Ναάβαλαθ)
Posted: Fri 24 Jan, 2025 3:59 pm
by Naavalath
Για ακόμα μια φορά ο Τζαμάλ ξεκίνησε να γκρινιάζει και να παραπονιέται, αγνοώντας πλήρως το που βρίσκονταν και ποιος μπορούσε να τους ακούσει. Ο μάγος προσπάθησε με κάθε υπόλειμμα ενέργειας να παραμείνει σιωπηλός, ηρεμος και ψυχραιμος απέναντι σε τούτη την λεκτική επίθεση που δεχόταν από το πτηνό. Έτριψε προσεκτικά το κεφάλι του, που είχε ήδη αρχίσει να πονάει από τον θόρυβο. Και αυτή η ζέστη δεν βοηθούσε καθόλου στην ατμόσφαιρα. Ακόμα και οι ίδιοι οι περαστικοί έμοιαζαν να έχουν παρασυρθεί από τον μικρό αυτό σαματά. Που και που σταματούσαν να παρακολουθήσουν, άλλοι αναθεμάτιζαν τους ξένους και τη φασαρία που έφερναν μαζί τους, ενώ κάποιοι απλά αγνοούσαν τη σκηνη και την απέφευγαν σαν πανούκλα.
Το ξωτικό άπλωσε το χέρι του προς τον Τζαμαλ, για να τον σωπάσει μα αυτό τον εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο, προκαλώντας ένα ακόμα παραλυρρημα. Ποιά ήταν λοιπόν η καλύτερη λύση; Θα μπορούσε να του δώσει λίγο χρόνο να σκεφτεί και να ηρεμήσει. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν είχαν αποχωριστεί για παραπάνω από μερικές μέρες. Θα τον άφηνε να γευτει την υποτιθέμενη αυτή ανεξαρτησία και μετά θα τον έβρισκε για να γυρίσουν στο καθιερωμένο πρόγραμμά τους. Φυσικά και ο ίδιος θα εκμεταλλευόταν αυτή την…ησυχία. Επιτέλους, θα είχε την απαραίτητη συγκέντρωση για να μελετήσει την πλούσια και παλιά ιστορία της περιοχής, να συζητήσει με τους ντόπιους-έστω με όσους δεν τον απέφευγαν ή δεν τον καταδίκαζαν-και να απολάμβανε την Αγορά με το πάσο του. Όντως…δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα. Μα όσο τα σκεφτόταν αυτά, αγνόησε τον νεαρό με τα χαχόλικα ρούχα που του είχε γυρίσει πλάτη και θυμήθηκε την παρουσία του μόνο όταν εκείνος του συστήθηκε.
Κυριος Νύχτας… Θα μπορούσε να αισθανθεί προσβεβλημένος μα η αλήθεια ήταν πως είχε ακούσει πολύ χειρότερα από πολύ πιο μορφωμένους ανθρώπους. Ναι, δεν προσβλήθηκε, περισσότερο εξεπλάγην που ένα γκόμπλιν του απευθύνθηκε με τόσο δημιουργικά λόγια.
Πάπιος μάγος… για μισό λεπτό, τώρα αποκτούσε ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον. Τί είχε κάνει ο Τζαμάλ και αυτός ο Nέμουκ ή Νάμουκ ή όπως οτν έλεγαν τον είχε περάσει για μάγο;
Φτερα…φτερά. Φτερα;! Μα ο Νάαβαλθ δεν είχε αναφέρει τίποτα για φτερά. Μόνο ο- τα κόκκινα του μάτια άνοιξαν διάπλατα, τόσο που η κουκούλα του δεν αρκούσε για να κρύψει τη σαστισμένη του έκφραση. Ο Νάμουκ, ή όπως ονομαζόταν αυτό το αυθάδες γκόμπλιν, για κάποιο λόγο όχι μόνο είχε σχηματίσει το απόλυτα λάθος συμπερασμα και μάλιστα αλλά μπορούσε να καταλάβει πλήρως τον Τζαμάλ;! Τη πάπια του;!Η μικρή φωνούλα μέσα του ούρλιαζε πως τα πράγματα θα χειροτέρευαν ανά πάσα στιγμή. Και όντως…τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Η διαπεραστική αυτή φωνή του πρασινοπού πλάσματος ξαφνικά μετατράπηκε σε εκκωφαντική ιαχή προκαλώντας τον τρόμο στους εκατοντάδες περαστικούς και αδιανόητο πόνο κυρίως στα αυτιά του Νάαβαλθ ο οποίος είχε γονατίσει βίαια στο έδαφος, με τη κουκούλα του πεσμένη και τα ερεβώδη χαρακτηριστικά του να λάμπουν περήφανα κάτω από το φως του ήλιου. Μα το αν θα τον μισοκοιτούσαν ή αν θα ψιθύριζαν πίσω από τη πλάτη του ήταν το τελευταίο από τα προβλήματά του. Το κεφάλι του βούιζε και πονούσε σε ακραίο βαθμό, με τα δόντια του να έχουν δαγκώσει βίαια τα χείλη του σε μια άγονη προσπάθεια να συγκρατηθεί.
Αυτό ήταν. Ο Τζαμάλ είχε ξεπεράσει κάθε όριο! Με τη γροθιά του να χτυπάει το αμμώδες έδαφος, ο Νάαβαλαθ σηκώθηκε, στρώνοντας τη κάπα του και τινάζοντας τη σκόνη από πάνω του. Αν τον έπιανε στα χέρια του, δέκα μέρες θα τον άφηνε να τρώει μονάχα σκουλήκια και ζουζούνια, ούτε δείγμα μαγειρευτου δεν θα του πρόσφερε και όσο για κατάλυμα; χωμένο κάτω από τις ξύλινες σανίδες του δαπέδου θα τον έκλεινε. Αρκετά τον είχε ανεχθεί. Αρκετά είχε επιμείνει τις ιδιοτροπίες του. Με δυο τριες ανάσες έφερε τον εαυτό του σε ψύχραιμη στάση. Πόσο δύσκολο θα ήταν να βρει ένα μικρό γκόμπλιν παρέα με μια αρκετά θορυβώδη πάπια. Χασκογέλασε. Όποιο και να ήταν το λανθασμένο συμπέρασμα του Νέμουκ, σίγουρα δεν θα περιελάμβανε την αρκετά κακομαθημένη φύση του. Ήταν ζήτημα μερικών ωρών μέχρι να επανενωθούν.
Ο Τζαμάλ, από την άλλη, ζούσε το όνειρό του! Κάποιοι άνθρωποι σε τούτο το κόσμο πέφτουν για ύπνο και ξυπνάνε με την ίδια σκέψη: αχ και να γίνει κάτι, ένα θείο θαύμα, ένα χέρι από το πουθενά να τους αρπάξει και να τους βγάλει από τη μίζερη ζωή τους, χωρίς απαραίτητα αυτό να σημαίνει θάνατος. Απλά μια φρέσκια αλλαγή. Όλα έμοιαζαν γκρίζα και να σου το πράσινο το φανταχτερό φως που έλαμψε μέσα στη πουπουλένια του ψυχούλα.Έκραζε όσο έτρεχε με τον νέο του ΄συντροφο και έκρωζε από ευτυχία! Επιτέλους, ελεύθερος! Επιτέλους έπεσε ο τύραννος! Ζήτω! Ζήτω!.” και έπειτα σιωπή.
Σκοτάδι. Ο Τζαμάλ αισθάνθηκε τον νέο του θύμα–φίλο να είναι κάπως ανήσυχος οπότε φρόντισε από μεριάς του να παραμείνει ήσυχος και για την ώρα υπάκουος. Όπως είχε κερδίσει κάποτε την εμπιστοσύνη εκείνου του γεροξεκούτη ξωτικού, θα τα κατάφερνε και με το γκομπλιν. Οχοχοχοχο, και πόσο πολύ του άρεσε να ανακατεύει τα νερά στα οποία κολυμπούσε!Έγειρε το κεφαλάκι του πάνω στο μικρό στέρνο του γκόμπλιν και έκλεισε τα μάτια του, κουρνιάζοντας σχεδόν πάνω του.
Re: Γνωριμίες κατά τύχη (Νέμουκ-Ναάβαλαθ)
Posted: Fri 24 Jan, 2025 5:26 pm
by Nemuk
O απόηχος της αγοράς ήταν πλέον ξεκάθαρος και στους δύο. Ο Νέμουκ άρχισε να ηρεμεί, παρά την νέα δύσκολη θέση τους. Για την ώρα δεν σκεφτόταν τίποτα. Εξάλλου δεν γνώριζε που θα καταλήξουν. Άφησε τους ήχους γύρω του να τον μεθύσουν. Τα ρυθμικά βήματα, τις αποστάσεις που γίνονταν μεταξύ των διάφορων χεριών που έδιναν και έπαιρναν τον αμφορέα. Αυτό που ήξερε ήταν ότι για ακόμα μια φορά, βρισκόταν σε μία περιπέτεια. Αν και η συγκεκριμένη ήταν αρκετά πρωτοφανής. Πρώτη φορά είχε γνωρίσει έναν φίλο. Πρώτη φορά η περιπέτεια του ήταν με έναν φίλο του. Έσφιξε πάνω του τον Τζαμάλ, η ζέστη του πτηνού τον έκανε να γουργουρίζει. Άλλωστε ο Νέμουκ ήταν γκομπλιν της πετροφωτιάς. Τα γκομπλιν είχαν πολλές διαφορετικότητες μεταξύ τους, αν και λίγοι έξω από τους ίδιους, το αναγνωρίζανε αυτό. Ο Νέμουκ ήταν από αυτά τα γκομπλιν που τα πηγαίνανε καλά με την φωτιά και τα παράγωγα της. Αισθάνονταν καλύτερα σε υψηλότερες θερμοκρασίες και είχαν μια μικρή επιδερμική αντίσταση στην ίδια την φωτιά. Οτιδήποτε ζεστό ή καυτό ήταν για εκείνα παράδεισος.
"Ο νέος αμφορέας για την σημερινή δεξίωση! Πλύντε τον καλά! Θα έχει το ποτό του εμίρη!" ακούστηκε μια αντρική φωνή.
Ο Νέμουκ σάστισε. Δεν ήξερε πως, αλλά έπρεπε κάτι να κάνει. "Ναι γειά σας" είπε διστακτικά. Επικράτησε μια σύντομη ησυχία και έπειτα το χέρι που κρατούσε τον αμφορέα, τον γύρισε ανάποδα και Νέμουκ και Τζαμάλ σωριάστηκαν στο πάτωμα.
"Ένα γκομπλιν μα τους χίλιους κεραυνούς! Και μια πάπια!" έκανε η ίδια φωνή. Ο Νέμουκ ίσιωσε τα ρούχα του και κοίταξε καλά να δει που βρισκόταν. Το δωμάτιο ήταν μικρό, είχε δύο πόρτες την μία απέναντι από την άλλη και δύο παράθυρα αντικρυστά. Μέσα ο χώρος αν και λυτά διακοσμημένος φαινόταν πως ανήκε σε κάποιον πλούσιο. Η γυναίκα που κρατούσε την κανάτα φαινόταν να είναι στην δούλεψη κάποιου κυρίου. Όσο για τον άντρα μπροστά τους, φαινόταν ότι είχε κάποιο κύρος.
Έκανε μια μικρή υπόκλιση και είπε με στόμφο "Καλησπέρα καλέ μου κύριε. Ονομάζομαι Νέμουκ και είμαι θεατρικός παραγωγός. Από δω ο φίλος μου Τζαμάλ! Δεν ξέρω που βρισκόμαστε και είναι δύσκολο να εξηγήσω πως καταλήξαμε στον αμφορέα, αλλά αν μας αφήσεις να ζήσουμε, μπορούμε να σου βγάλουμε λεφτά. Ζητώ μόνο την ασφάλεια μας και την ελευθερία μας!" είπε ειλικρινά το νεαρό γκομπλιν.
Ο άντρας έξυσε το κεφάλι του βλοσυρά. "Δεν γίνεται να περάσει μέρα χωρίς μπελάδες!! Πφφφ....Αυτά να τα πείτε στον αφέντη μας. Κράτα τα λόγια σου." είπε και κοίταξε την γυναίκα. "Πιάστους γρήγορα να τους πάμε στον Χαλίλ". Πριν προλάβει η γυναίκα να κάνει κίνηση, ο Νέμουκ βουτηξε τον Τζαμάλ και γρήγορα απέφυγε τα χέρια της. "Σας παρακαλώ καλέ μου κύριε. Θα έρθουμε μόνοι μας, αλλά μην μας κάνετε κακό. Ο φίλος μου είναι ευαίσθητος." είπε ο Νέμουκ ενώ προσπαθούσε να κλείσει το ράμφος του Τζαμάλ που άρχισε να κρώζει βρίζοντας τους.
"Ω θεοί..." έκανε ο άντρας και προχώρησε προς την μπροστινή πόρτα. "Προχωρήστε λοιπόν, μπροστά μου όμως και θα σας λέω που θα πάτε. Και μη διανοηθείτε να το σκάσετε."
Όσο προχωρούσαν μέσα στο μαγευτικό αυτό σπίτι, ο Νέμουκ εντυπωσιαζόταν όλο και περισσότερο. Παντού υπήρχαν άντρες και γυναίκες, άνθρωποι κυρίως, όλοι καλοντυμένοι και όλοι έκαναν κάποια δουλειά. Άλλοι καθάριζαν, άλλοι περπατούσαν βιαστικά δίχως να κοιτάνε πουθενά αλλού και άλλοι προϋπαντούσαν τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν ο Νέμουκ και ο Τζαμάλ. Λίγες πόρτες μετά, βρεθήκανε σε μια φανταχτερή ολογάλαζη πόρτα με χρυσό χερούλι και περίτεχνες χρυσές λεπτομέρειες. Ο άντρας χτύπησε, περίμενε λίγο και τους έσπρωξε μέσα. Εκεί πίσω από ένα γραφείο καθόταν ένας άλλος άντρας με μεγάλη γενειάδα, ένα κοκκινωπό τουρμπάνι στο κεφάλι και τα πιο μπλε μάτια που είχε δει ποτέ ο Νέμουκ. Σηκώθηκε από το γραφείο του και έφτασε κοντά τους. Φορούσε μια μακριά ρόμπα σε πράσινο και κίτρινο χρώμα, με μια φαρδιά καφέ ζώνη. Τα μανίκια της ρόμπας ήταν μακριά, τόσο που τα χέρια του δεν φαίνονταν. Φορούσε καταπράσινα πασουμάκια και στο στήθος του κρεμόταν ένα περίτεχνο κόσμημα από μπλε σαν τα μάτια του λίθους. Ο Νέμουκ σάστισε από την ομορφιά των ρούχων του.
Ο άντρας που ήταν μαζί τους έκανε μια βαθιά υπόκλιση και μίλησε "Κύριε Χαλίλ. Πιάσαμε αυτά τα δύο...πλάσματα μέσα στον αμφορέα που παραγγείλατε σήμερα εσείς ο ίδιος για το βραδινό συμπόσιο." είπε και έμεινε στην υπόκλιση του. Ο άντρας με τα μπλε μάτια τους κοίταξε εξεταστικά και έκανε με το χέρι νόημα. Ο άντρας πάντα με χαμηλωμένο το βλέμμα του πισωπάτησε και έφυγε από το δωμάτιο, αφήνοντας τους μόνους.
"Λοιπόν, ποιοι είστε εσείς; Και τι δουλειά είχατε μέσα στον αμφορέα μου; Δεν ξέρω πως βρεθήκατε εδώ, αλλά με φέρνετε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς μπορεί να σας κατηγορήσουν για κλέφτες ή ακόμα χειρότερα για δολοφόνους κατά της ζωής μου ή ακόμα χειρότερα κατά του εμίρη μας. Βοηθήστε με να σας βοηθήσω" είπε με ήρεμη φωνή και πρόσφερε στον Νέμουκ ένα ποτήρι νερό και στην πάπια μια πιατέλα νερό.
Ο Νέμουκ αναγνώρισε αμέσως την φωνή! Ήταν η φωνή που τον μέθυσε στην αγορά! Ήταν ο κύριος γουρουνάκια γλασέ στο σεληνόφως!