Glirion Denrion Fuinrel
Posted: Sat 25 Feb, 2023 3:43 pm
Η αρχαία πόλη Aphistus είναι ένας μαγικός τόπος γεμάτος ιστορία, μυστήριο και μπόλικη βαριά αύρα. Ο τόπος είναι σπαρμένος με βωμούς αφιερωμένους σε θεότητες, ημίθεους και ήρωες άλλων εποχών, περισσότερο φωτεινών ή έστω, ψευδεπίγραφα ενδόξων.
Κλείνοντας τα μάτια του, μπορεί να δει ακόμη τον εαυτό του, νέο, όμορφο και σφρυγιλό, με μακριά ασημόμαυρα μαλλια και βαθιά ασημόγκριζα μάτια, έτοιμο να κατακτήσει τον κόσμο.
Νεανικές Αφέλειες, σκέφτηκε καθώς κούρνιαζε στη βάση μίας θεόρατης σεκόγιας στα ριζά των λόφων στα βορειοδυτικά της πόλης. Από κει οι σκοτεινοί πράσινοι όγκοι της Goldosabeth, στα βόρεια, διαγράφονται σαν σκιές στη δύση του ηλίου, στα δυτικά στέκονται οι αρχαίοι στιβαροί όγκοι καταλοίπων ενός άλλου κόσμου παλιού και μπροστά του η Aphistus.
Ο νεαρός Γκλίριον δεν έχει καμία σχέση με τη ζοφερή σκιά που φέρει το ίδιο όνομα αλλά καμία άλλη του χάρη. Γόνος ηθοποιών, έλαβε την υψηλότερη εκπαίδευση, την αξιότερη ανατροφή και όλες εκείνες τις ανέσεις της υψηλής κάστας της πόλης. Είχε όλα τα φόντα για μία γεμάτη και επιτυχημένη ζωή.
Όλα άλλαξαν πριν 35 χρόνια. Η μάλλον ανάγκασε στον εαυτό του να αλλάξουν. Φύσει εριστικός και αντιδραστικός, έκοψε μόνος του το νήμα με την κοσμική ζωή. Ένα όνειρο, ζωντανό σαν όραμα ήταν αρκετό για να πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα στη ζωή του.
Φωτιά, καταστροφή, ουρλιαχτά παιδιών, βία και ένα παράξενο όνομα λαξευμένο στο βράχο Cornarud. Ο ίδιος αλυσσοδεμενος και τρεις σκιές να τον χαράσσουν. Την επόμενη στιγμή ειναι ημιλιπόθυμος, με το πρόσωπο πατημένο μεσα στη στάχτη και στη σκόνη. Προσπάθησε να σηκωθεί, φτύνοντας χώμα και αίμα, και άξαφνα μία νεανική φιγούρα του τείνει το χέρι και του ψιθυρίζει, όταν τα παιδιά πεθαίνουν τραγουδώντας, η στάχτη τους μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Στο άκουσμα του ψιθύρου αυτός ο νεαρός τον σπρώχνει και ο ίδιος πέφτει μέσα σε μία υγρή άβυσσο, καθώς βουλιάζει και πνίγεται, μια μορφή ψαρανθώπου τον τυλίγει σε ένα δίχτυ και τον ξεβράζει σε μία έρημη παραλία φωνάζοντάς του "χρωστάς χάρη κύριε καθηγητά!". Εκεί μία μια γυναικεία μορφή τον περιμένει. Τον κοιτά σιωπηλά ακίνητη. Είναι αιμοβόρα, με αύρα που μυρίζει αίμα και θάνατο. Γυμνή, φορώντας μόνο μια κόκκινη μάσκα. Τράβα μια λεπίδα, τρέχει κατά πάνω του και τον διαπερνά πέρα ως πέρα. Του δίνει ένα φιλί με τη μάσκα, ύστερα τη βγάζει, έχει μπλε σκούρο μαλλί και δυο σπείρες στα μάγουλά της. Καθώς ο Γκλιρον ένιωθε την ζωή του να τελειώνει, εκείνη τον κοίταξε θλιμμένα, δακρύζοντας και του ψιθύρισε, με πρόδωσες και τώρα πληρώνεις με τη ζωή σου...
Ο Γκλίριον τινάχτηκε απο τον ύπνο του και ξεκίνησε μετά μανίας να ψάχνει την ερμηνεία του ονείρου. Η φωνή της, τα μάτια της, οι σπείρες της, ο πόνος τής, τον τάραξαν συθέμελα. Το ταξίδι της εξερεύνησης τον οδήγησε σε σκοτεινά, ανεξερεύνητα και επικίνδυνα μονοπάτια, βυθιζόμενος ολοένα σε ένα ταξίδι προς το σκότος και τις χθόνιες δυνάμεις του. Γνώρισε μύστες και σαμάνους, ιερείς και μάγους, και έχανε σιγά σιγά κομμάτια της ψυχής του.
Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, ψάχνοντας, πέρασε στις απαγορευμένες περιοχές των Adhisti. Αδιαφόρησε για τους κινδύνους και τις συνέπειες. Σύλλησε ιερούς χώρους, πάλεψε με τέρατα και πνεύματα και ανακάλυψε ένα νεκροταφείο κοντά στην παγωμένη βόρεια θαλασσα Mor. Εκεί μία κρύπτη που έγραφε Asahi ήταν το καταφύγιό του για μήνες. Μέσα στην κρύπτη ανακάλυψε μεσα σε έναν τάφο κάποιου Cayleb ένα χειρόγραφο και ένα ξιφίδιο.
Μελετώντας το χειρόγραφο και κάνοντας τις σκοτεινές πρακτικές που έμαθε, κατάφερε να έρθει σε επαφή με το πνεύμα του. Ξεκλείδωσε αρχαία γνώση, επικοινωνία με χιόνια πνεύματα και αποφάσισε να απαρνηθεί τα εγκόσμιά του. Πούλησε ένα κομμάτι της ψυχής του για πάρει τη γνώση του Cayleb, προσέφερε τα μαλλιά του ως φόρο τιμής, όμως οι χθόνιοι θεοί του σκότους δεν αρκέστηκαν. Του πήραν ένα βράδυ την όραση, χωρίς να χάσει τα μάτια του όμως. Και με την καθοδήγηση του Cayleb, έβγαλε τα μάτια του και τα ένωσε με φωτιά πάνω στη λεπίδα του με μαγεία αίματος.
Από τότε όταν πέφτει αίμα του στο Άχαρον, εκείνος είναι σε θέση να δει, όσο πιο βαθιά τομή και όσο περισσότερο αίμα τόσο αυξάνει αυτή η ιδιότητα. Πλέον το σώμα του, πληρώνοντας το τίμημα, είναι χιλιοχαραγμένο, μαζεμένο ερείπιο, όμως σκληρό και θανατηφόρο. Η ψυχή του έχοντας χάσει την επαφή της με τα εγκόσμια, έχει απολέσει τη ζεστασιά και τη ζέση της συντροφιάς των έμβιων.
Συνεχώς βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τον Cayleb και άλλα πνεύματα, κυκλοφορεί κατά βάση νύχτα και ψάχνει για χαμηλές απολαύσεις και ρούμι. Έμαθε την ιστορία του κόσμου και πως δουλεύουν οι κανόνες του. Άξιζε;
Κλείνοντας τα μάτια του, μπορεί να δει ακόμη τον εαυτό του, νέο, όμορφο και σφρυγιλό, με μακριά ασημόμαυρα μαλλια και βαθιά ασημόγκριζα μάτια, έτοιμο να κατακτήσει τον κόσμο.
Νεανικές Αφέλειες, σκέφτηκε καθώς κούρνιαζε στη βάση μίας θεόρατης σεκόγιας στα ριζά των λόφων στα βορειοδυτικά της πόλης. Από κει οι σκοτεινοί πράσινοι όγκοι της Goldosabeth, στα βόρεια, διαγράφονται σαν σκιές στη δύση του ηλίου, στα δυτικά στέκονται οι αρχαίοι στιβαροί όγκοι καταλοίπων ενός άλλου κόσμου παλιού και μπροστά του η Aphistus.
Ο νεαρός Γκλίριον δεν έχει καμία σχέση με τη ζοφερή σκιά που φέρει το ίδιο όνομα αλλά καμία άλλη του χάρη. Γόνος ηθοποιών, έλαβε την υψηλότερη εκπαίδευση, την αξιότερη ανατροφή και όλες εκείνες τις ανέσεις της υψηλής κάστας της πόλης. Είχε όλα τα φόντα για μία γεμάτη και επιτυχημένη ζωή.
Όλα άλλαξαν πριν 35 χρόνια. Η μάλλον ανάγκασε στον εαυτό του να αλλάξουν. Φύσει εριστικός και αντιδραστικός, έκοψε μόνος του το νήμα με την κοσμική ζωή. Ένα όνειρο, ζωντανό σαν όραμα ήταν αρκετό για να πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα στη ζωή του.
Φωτιά, καταστροφή, ουρλιαχτά παιδιών, βία και ένα παράξενο όνομα λαξευμένο στο βράχο Cornarud. Ο ίδιος αλυσσοδεμενος και τρεις σκιές να τον χαράσσουν. Την επόμενη στιγμή ειναι ημιλιπόθυμος, με το πρόσωπο πατημένο μεσα στη στάχτη και στη σκόνη. Προσπάθησε να σηκωθεί, φτύνοντας χώμα και αίμα, και άξαφνα μία νεανική φιγούρα του τείνει το χέρι και του ψιθυρίζει, όταν τα παιδιά πεθαίνουν τραγουδώντας, η στάχτη τους μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Στο άκουσμα του ψιθύρου αυτός ο νεαρός τον σπρώχνει και ο ίδιος πέφτει μέσα σε μία υγρή άβυσσο, καθώς βουλιάζει και πνίγεται, μια μορφή ψαρανθώπου τον τυλίγει σε ένα δίχτυ και τον ξεβράζει σε μία έρημη παραλία φωνάζοντάς του "χρωστάς χάρη κύριε καθηγητά!". Εκεί μία μια γυναικεία μορφή τον περιμένει. Τον κοιτά σιωπηλά ακίνητη. Είναι αιμοβόρα, με αύρα που μυρίζει αίμα και θάνατο. Γυμνή, φορώντας μόνο μια κόκκινη μάσκα. Τράβα μια λεπίδα, τρέχει κατά πάνω του και τον διαπερνά πέρα ως πέρα. Του δίνει ένα φιλί με τη μάσκα, ύστερα τη βγάζει, έχει μπλε σκούρο μαλλί και δυο σπείρες στα μάγουλά της. Καθώς ο Γκλιρον ένιωθε την ζωή του να τελειώνει, εκείνη τον κοίταξε θλιμμένα, δακρύζοντας και του ψιθύρισε, με πρόδωσες και τώρα πληρώνεις με τη ζωή σου...
Ο Γκλίριον τινάχτηκε απο τον ύπνο του και ξεκίνησε μετά μανίας να ψάχνει την ερμηνεία του ονείρου. Η φωνή της, τα μάτια της, οι σπείρες της, ο πόνος τής, τον τάραξαν συθέμελα. Το ταξίδι της εξερεύνησης τον οδήγησε σε σκοτεινά, ανεξερεύνητα και επικίνδυνα μονοπάτια, βυθιζόμενος ολοένα σε ένα ταξίδι προς το σκότος και τις χθόνιες δυνάμεις του. Γνώρισε μύστες και σαμάνους, ιερείς και μάγους, και έχανε σιγά σιγά κομμάτια της ψυχής του.
Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, ψάχνοντας, πέρασε στις απαγορευμένες περιοχές των Adhisti. Αδιαφόρησε για τους κινδύνους και τις συνέπειες. Σύλλησε ιερούς χώρους, πάλεψε με τέρατα και πνεύματα και ανακάλυψε ένα νεκροταφείο κοντά στην παγωμένη βόρεια θαλασσα Mor. Εκεί μία κρύπτη που έγραφε Asahi ήταν το καταφύγιό του για μήνες. Μέσα στην κρύπτη ανακάλυψε μεσα σε έναν τάφο κάποιου Cayleb ένα χειρόγραφο και ένα ξιφίδιο.
Μελετώντας το χειρόγραφο και κάνοντας τις σκοτεινές πρακτικές που έμαθε, κατάφερε να έρθει σε επαφή με το πνεύμα του. Ξεκλείδωσε αρχαία γνώση, επικοινωνία με χιόνια πνεύματα και αποφάσισε να απαρνηθεί τα εγκόσμιά του. Πούλησε ένα κομμάτι της ψυχής του για πάρει τη γνώση του Cayleb, προσέφερε τα μαλλιά του ως φόρο τιμής, όμως οι χθόνιοι θεοί του σκότους δεν αρκέστηκαν. Του πήραν ένα βράδυ την όραση, χωρίς να χάσει τα μάτια του όμως. Και με την καθοδήγηση του Cayleb, έβγαλε τα μάτια του και τα ένωσε με φωτιά πάνω στη λεπίδα του με μαγεία αίματος.
Από τότε όταν πέφτει αίμα του στο Άχαρον, εκείνος είναι σε θέση να δει, όσο πιο βαθιά τομή και όσο περισσότερο αίμα τόσο αυξάνει αυτή η ιδιότητα. Πλέον το σώμα του, πληρώνοντας το τίμημα, είναι χιλιοχαραγμένο, μαζεμένο ερείπιο, όμως σκληρό και θανατηφόρο. Η ψυχή του έχοντας χάσει την επαφή της με τα εγκόσμια, έχει απολέσει τη ζεστασιά και τη ζέση της συντροφιάς των έμβιων.
Συνεχώς βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τον Cayleb και άλλα πνεύματα, κυκλοφορεί κατά βάση νύχτα και ψάχνει για χαμηλές απολαύσεις και ρούμι. Έμαθε την ιστορία του κόσμου και πως δουλεύουν οι κανόνες του. Άξιζε;