Φιδόμορφη Άτη
Posted: Sat 31 May, 2025 4:45 pm
Ο κόσμος των ονείρων είναι πολύπλοκος. Δεν υπακούει στους νόμους της φύσης ή της μαγείας. Κάμπτεται και παίρνει μορφή με βάση την βούληση αυτού που ονειρεύεται.
Λίγοι γνωρίζουν τη δύναμη που κατέχουν μέσα στα όνειρά τους — ή πως οι όμορφες αυταπάτες του υποσυνείδητου έχουν επιρροή στον ξύπνιο.
Και η άγνοια τους ήταν αυτό που έκανε την Πανδώρα ισχυρή. Γιατί εκείνη δεν ονειρευόταν απλώς. Εκείνη περπατούσε ανάμεσα στους δυο κόσμους.
Βουτούσε στο χάος των ονείρων και τα τα έπλαθε. Τα διόρθωνε. Τα διέλυε. Ή τα χρησιμοποιούσε.
------------
Η Ωρόρα άραξε στο λιμάνι της Άστασκο, όπου και αποβιβάστηκε η Πανδώρα. Στόχος της ήταν να περάσει στην Αχντιστι· εκεί ήξερε πως θα έβρισκε τον νεκρομάντη που έψαχνε.
Η περιοχή ήταν απαγορευμένη. Οι περισσότεροι την απέφευγαν από φόβο πως όλες οι τρομακτικές ιστορίες ήταν αληθινές. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν πως η μαγεία εκεί ήταν σφραγισμένη και η γη νεκρή εδώ και αιώνες.
Θα της έπαιρνε τουλάχιστον δύο εβδομάδες για να κάνει τον γύρο της οροσειράς και να περάσει στην περιοχή από το τείχος ανατολικά της Μαγνταβά, οπότε ήλπιζε να βρει κάποιον που θα την περνούσε από τα παλιά ορυχεία των νάνων. Ήθελε να αποφύγει με κάθε κόστος να πλησιάσει την πρωτεύουσα — όμως η Φλόσαρ ήταν η μόνη της επιλογή.
Λόγω της κεντρικής της θέσης στον χάρτη και την κοντινή της απόσταση απο την Σελάντια, εκεί λάμβανε χώρα το μεγαλύτερο παζάρι της ηπείρου. Καραβάνια από κάθε πόλη και χωριό συνέρρεαν και οι συναλλαγές κυμαίνονταν από σπάνια αντικείμενα, πολύτιμους λίθους και κοσμήματα, μέχρι τεχνουργήματα παλιάς μαγείας.
Για το συγκεκριμένο εμπόρευμα θα έπρεπε να βρεις τους κατάλληλους -και πάνω από όλα έμπιστους- εμπόρους και να έχεις και τον ανάλογο χρυσό, αν δεν θέλεις να καταλήξεις σε κάποια φυλακή του συμβουλίου.
Η Πανδώρα έψαχνε κάτι συγκεκριμένο, κάτι που θα μπορούσε να πληρώσει τις υπηρεσίες του νεκρομαντη ,αν και δεν ήξερε ακόμη τι.
Θα το αναγνώριζε μόλις το έβλεπε.
Προς το παρόν περπατούσε, ακόμα χαμένη και μπερδεμένη με τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών και τι σήμαιναν ολα αυτά για το δικό της μέλλον. Όσο απομακρυνόταν από το Έρως, όσο περνούσαν οι μέρες πολλές από τις αναμνήσεις της χάνονταν. Ίσως δεν ήταν ποτέ δικές της αναμνήσεις.
Ισως ήταν η επιρροή της μαγείας μυαλού που την είχαν δέσει, και τώρα εγκατέλειπε το σώμα της.
Έπρεπε να μείνει ψύχραιμη. Να αποφύγει τους μπελάδες.
Ειδικά αν όντως τη θεωρούσαν νεκρή στη φωτιά του Ασύλου.
Έτσι έπρεπε να μείνει.
Η αγορά ήταν γεμάτη από κόσμο. Έμποροι που φώναζαν και διαφήμιζαν το εμπόρευμα τους, πελάτες που παζαρευαν για καλύτερες τιμές. Χρώματα και αρώματα και....
Φυσικά θα υπήρχαν εδώ Jarregg. Τους είδε να περνάνε πάγκο σε πάγκο κάνοντας έλεγχο σε καταστηματάρχες, εμπόρευμα και πελάτες. Λογικά θα ψάχνουν για παράνομα.
Γρήγορα κάλυψε με την μαντίλα το πρόσωπο της και με σκυμμένο κεφάλι απομακρύνθηκε απο τον κεντρικό δρόμο του παζαριού.
Χώθηκε σε ένα στενό που όπως υπολόγιζε θα ήταν ασφαλής μέχρι να καθαρίσει η αγορά.
Ο Βιρίντιαν που μέχρι τώρα ήταν κουλουριασμένος στο χέρι της, άρχισε να κινείται ανήσυχα.
Γύρισε να κοιτάξει πίσω της. Κανείς δεν την ακολούθησε. Όμως κάτι στην ατμόσφαιρα της έλεγε πως έπρεπε να είναι σε επιφυλακή. Συνέχισε πιο βαθιά στο σοκάκι. Πλέον οι φωνές της αγοράς άρχισαν να σβήνουν, όμως η σιωπή σε εκείνο το μέρος είχα κάτι απόκοσμο .
Μέσα από τις σκιές μια φιγούρα ξεπρόβαλε κάνοντας την Πανδώρα να σταματήσει απότομα. Πριν προλάβει να ξεχωρίσει αν είναι φίλος ή εχθρός ο Βιρίντιαν -σε μια κίνηση που δεν συνήθιζε- εκτοξεύτηκε από πάνω της και με ορθάνοιχτα σαγόνια καρφώθηκε στον λαιμό του ξένου.
Ο άντρας έπεσε αναίσθητος στο έδαφος. Πλέον είχε περάσει στο ονειρικό πλάνο χάρη στο δηλητήριο του φιδιού.
Η Πανδώρα σοκαρισμένη, πρόλαβε μόνο να απλώσει το χέρι της πριν σωριαστεί και η ίδια.
Λίγοι γνωρίζουν τη δύναμη που κατέχουν μέσα στα όνειρά τους — ή πως οι όμορφες αυταπάτες του υποσυνείδητου έχουν επιρροή στον ξύπνιο.
Και η άγνοια τους ήταν αυτό που έκανε την Πανδώρα ισχυρή. Γιατί εκείνη δεν ονειρευόταν απλώς. Εκείνη περπατούσε ανάμεσα στους δυο κόσμους.
Βουτούσε στο χάος των ονείρων και τα τα έπλαθε. Τα διόρθωνε. Τα διέλυε. Ή τα χρησιμοποιούσε.
------------
Η Ωρόρα άραξε στο λιμάνι της Άστασκο, όπου και αποβιβάστηκε η Πανδώρα. Στόχος της ήταν να περάσει στην Αχντιστι· εκεί ήξερε πως θα έβρισκε τον νεκρομάντη που έψαχνε.
Η περιοχή ήταν απαγορευμένη. Οι περισσότεροι την απέφευγαν από φόβο πως όλες οι τρομακτικές ιστορίες ήταν αληθινές. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν πως η μαγεία εκεί ήταν σφραγισμένη και η γη νεκρή εδώ και αιώνες.
Θα της έπαιρνε τουλάχιστον δύο εβδομάδες για να κάνει τον γύρο της οροσειράς και να περάσει στην περιοχή από το τείχος ανατολικά της Μαγνταβά, οπότε ήλπιζε να βρει κάποιον που θα την περνούσε από τα παλιά ορυχεία των νάνων. Ήθελε να αποφύγει με κάθε κόστος να πλησιάσει την πρωτεύουσα — όμως η Φλόσαρ ήταν η μόνη της επιλογή.
Λόγω της κεντρικής της θέσης στον χάρτη και την κοντινή της απόσταση απο την Σελάντια, εκεί λάμβανε χώρα το μεγαλύτερο παζάρι της ηπείρου. Καραβάνια από κάθε πόλη και χωριό συνέρρεαν και οι συναλλαγές κυμαίνονταν από σπάνια αντικείμενα, πολύτιμους λίθους και κοσμήματα, μέχρι τεχνουργήματα παλιάς μαγείας.
Για το συγκεκριμένο εμπόρευμα θα έπρεπε να βρεις τους κατάλληλους -και πάνω από όλα έμπιστους- εμπόρους και να έχεις και τον ανάλογο χρυσό, αν δεν θέλεις να καταλήξεις σε κάποια φυλακή του συμβουλίου.
Η Πανδώρα έψαχνε κάτι συγκεκριμένο, κάτι που θα μπορούσε να πληρώσει τις υπηρεσίες του νεκρομαντη ,αν και δεν ήξερε ακόμη τι.
Θα το αναγνώριζε μόλις το έβλεπε.
Προς το παρόν περπατούσε, ακόμα χαμένη και μπερδεμένη με τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών και τι σήμαιναν ολα αυτά για το δικό της μέλλον. Όσο απομακρυνόταν από το Έρως, όσο περνούσαν οι μέρες πολλές από τις αναμνήσεις της χάνονταν. Ίσως δεν ήταν ποτέ δικές της αναμνήσεις.
Ισως ήταν η επιρροή της μαγείας μυαλού που την είχαν δέσει, και τώρα εγκατέλειπε το σώμα της.
Έπρεπε να μείνει ψύχραιμη. Να αποφύγει τους μπελάδες.
Ειδικά αν όντως τη θεωρούσαν νεκρή στη φωτιά του Ασύλου.
Έτσι έπρεπε να μείνει.
Η αγορά ήταν γεμάτη από κόσμο. Έμποροι που φώναζαν και διαφήμιζαν το εμπόρευμα τους, πελάτες που παζαρευαν για καλύτερες τιμές. Χρώματα και αρώματα και....
Φυσικά θα υπήρχαν εδώ Jarregg. Τους είδε να περνάνε πάγκο σε πάγκο κάνοντας έλεγχο σε καταστηματάρχες, εμπόρευμα και πελάτες. Λογικά θα ψάχνουν για παράνομα.
Γρήγορα κάλυψε με την μαντίλα το πρόσωπο της και με σκυμμένο κεφάλι απομακρύνθηκε απο τον κεντρικό δρόμο του παζαριού.
Χώθηκε σε ένα στενό που όπως υπολόγιζε θα ήταν ασφαλής μέχρι να καθαρίσει η αγορά.
Ο Βιρίντιαν που μέχρι τώρα ήταν κουλουριασμένος στο χέρι της, άρχισε να κινείται ανήσυχα.
Γύρισε να κοιτάξει πίσω της. Κανείς δεν την ακολούθησε. Όμως κάτι στην ατμόσφαιρα της έλεγε πως έπρεπε να είναι σε επιφυλακή. Συνέχισε πιο βαθιά στο σοκάκι. Πλέον οι φωνές της αγοράς άρχισαν να σβήνουν, όμως η σιωπή σε εκείνο το μέρος είχα κάτι απόκοσμο .
Μέσα από τις σκιές μια φιγούρα ξεπρόβαλε κάνοντας την Πανδώρα να σταματήσει απότομα. Πριν προλάβει να ξεχωρίσει αν είναι φίλος ή εχθρός ο Βιρίντιαν -σε μια κίνηση που δεν συνήθιζε- εκτοξεύτηκε από πάνω της και με ορθάνοιχτα σαγόνια καρφώθηκε στον λαιμό του ξένου.
Ο άντρας έπεσε αναίσθητος στο έδαφος. Πλέον είχε περάσει στο ονειρικό πλάνο χάρη στο δηλητήριο του φιδιού.
Η Πανδώρα σοκαρισμένη, πρόλαβε μόνο να απλώσει το χέρι της πριν σωριαστεί και η ίδια.