Page 1 of 1
Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Mon 19 Jun, 2023 1:11 am
by Έζρα
Τα λευκά του μαλλιά χόρευαν άγρια ενάντια στον άνεμο, καθώς άφηναν πίσω τους το λιμάνι της Hocur.
Δεν μπορούσε καν να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε μπει σε καράβι•είχε σίγουρα πάνω από δεκαετία, μα για τα δικά του χρόνια, αυτό δεν σήμαινε και πολλά.
Απεχθανόταν το νερό, σαν την αδερφή του, και το απέφευγε σε κάθε ευκαιρία. Το να μην νιώθει σταθερή την γη κάτω από τα πόδια του, τον έκανε να νιώθει αδύναμο, ανήμπορο. Άλλωστε από την γη προέρχονταν και οι δυνάμεις του, οπότε χωρίς αυτήν, ένιωθε μισός.
Κι όμως, δεν δίστασε ούτε στιγμή όταν λίγες ώρες νωρίτερα, το ίδιο πρωινό, ένα καταραμένο γράμμα φάνηκε στο κατώφλι του μαγαζιού του, ζητώντας επειγόντως την βοήθειά του.
Και να που τώρα βρισκόταν στον δρόμο για την άκρη του κόσμου, το Helegfin, στα παγωμένα βουνά του Βορρά.
Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να διώξει το ανακάτεμα, αλλά μάταια.
Τον περίμενε μεγάλο ταξίδι.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις]
Posted: Mon 19 Jun, 2023 1:58 pm
by Naavalath
Αν μπορούσε να κοιμηθεί όλη την ημέρα, θα το έκανε ευχαρίστως. Μάλιστα, αν ήταν στο δικό του χέρι και όχι στο ράμφος του Τζαμάλ, θα απέφευγε τις συχνές επιδρομές στη θήκη με τις προμήθειες. Μα, ο σύντροφός του ήταν αρκετά λαίμαργος και κυρίως ευέξαπτος και γκρινιάρης αν δεν έτρωγε την στιγμή που το απαιτούσε, οπότε χρειαζόταν να κάνουν αρκετές στάσεις ενδιάμεσα στα ταξίδια και να ξοδεύουν αρκετά λεφτά σε ανεφοδιασμό. Τα κέρματα δεν φυτρώνουν στα χωράφια μήτε στους βάλτους ξεπετάγονται, του υπενθύμιζε που και που αλλά ο Τζαμάλ τον αγνοούσε επιδεικτικότατα.
Αυτή τη φορά όμως δεν υπήρχε τέτοια πολυτέλεια. Το πλοίο είχε μετρημένες τις μερίδες του φαγητού με βασική προτεραιότητα τους ναύτες και όχι τόσο τους λοιπούς επιβάτες. Ήταν από εκείνα τα χαρακτηριστικά των καπετάνιων και την νοοτροπίας των ‘θαλασσόλυκων’ που δεν διέφερε σε ολόκληρη την ήπειρο, ή έστω στα μέρη από τα οποία είχε περάσει ο μάγος. Για τον Τζαμάλ το πρώτο ταξίδι με πλοίο ήταν και το χειρότερο. Έτρωγαν μια φορά την ημέρα, κάποιες στιγμές ίσως και μισή μερίδα, ενώ το ταξίδι κράτησε περίπου ένα φεγγάρι. Πόσο να αντέξει ο σύντροφός του και πόσοι να γλυτώσουν από το επικείμενο μένος του; Κανείς. Ο Νάαβαλαθ θυμόταν έντονα εκείνο το απόγευμα που ο Τζαμάλ απλά βγήκε εκτός εαυτού και σήκωσε ολόκληρο το καράβι με ουρλιαχτά, χτυπήματα και αλόγιστες επιθέσεις τόσο λεκτικές όσο και σωματικές σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Φυσικά και το ίδιο το καράβι δεν γλύτωσε από αυτή την έκρηξη. Το μαγειρείο μετρούσε δεκάδες καταστροφές επίπλων, σκευών και ακόμα τον αδιανόητο τραυματισμό του ίδιου του αρχιμάγειρα. Το αποτέλεσμα; Τους πέταξαν στα παγωμένα νερά του ωκεανού, τους πέταξαν ένα βαρέλι από ίσως τον οίκτο της τελευταίας στιγμής και έπλευσαν προς τον προορισμό. Ο Νάαβαλαθ και ο Τζαμάλ; Ε, κολύμπησαν μέχρι τη κοντινότερη στεριά και το ότι ο τελευταίος επέζησε ήταν ένα θαύμα. Από τότε είχαν ορίσει όρια και κανόνες που τους κράτησαν κυρίως στεγνούς και αλώβητους όποτε επιβαίναν σε κάποιο καράβι.
«Να θυμάσαι…» δυο ώρες πριν το τελευταίο τους ταξίδι, ο μάγος βρισκόταν στο δωμάτιο του πιο φθηνού πανδοχείου που μπορούσαν να βρουν, και με τη πρώτη ευκαιρία, όσο περίμεναν το φτωχό βραδινό γεύμα να ετοιμαστεί, τον άρπαξε από τον λαιμό και του μίλησε χαμηλόφωνα. «Δεν κράζουμε, δεν πετάμε, δεν τσιμπάμε και κυρίως δεν τρώμε το φαγητό των άλλων.» Μέτρησε ένα – ένα με τα δάχτυλά του τους κανονισμούς, μα τα κόκκινά του μάτια σκοτείνιασαν όταν παρακολούθησαν το απτόητο βλέμμα του συντρόφου του. «Εδώ, εμένα θα κοιτάς! Δεν έχω καμία όρεξη να κολυμπήσω ξανά ολόκληρο μαραθώνιο εξαιτίας σου. Τη τελευταία φορά χάσαμε τα τρία τέταρτα των χρημάτων μας! Παραπονιόσουν για σαράντα μέρες νηστείας όταν μόλις είχαν περάσει δύο μονάχα,» τον ταρακούνησε ελαφρά μπας και κερδίσει τη προσοχή του, «Δεν το ξαναζώ αυτό. Ο δρόμος σου και ο δρόμος μου αν επαναλάβεις τέτοια αποτρόπαιη συμπεριφορά.»
Η απάντηση που έλαβε τον έβγαλε εκτός εαυτού, μα το ξωτικό φρόντισε να ηρεμήσει τον εαυτό του. Δεν είχε σκοπό να επικαλεστεί κεραυνούς και βροντές στο φτωχικό αυτό μέρος, ούτε να αγριέψει άθελα του την θάλασσα με αποτέλεσμα είτε να αναβληθεί το ταξίδι είτε να δυσκολέψει η πορεία του καραβιού. Άφησε απαλά κάτω τον Τζαμάλ και φόρεσε τη κουκούλα του. Το εβένινό του δέρμα δεν ήταν αρεστό θέαμα κυρίως γιατί προκαλούσε φόβο και αποστροφή σε ανίδεους περαστικούς. Είχε τον αέρα και το παρουσιαστικό σατανικού μάγου που επιζητά την καταστροφή του κόσμου ολάκερου, τον θάνατο χιλιάδων αθώων και την παγκόσμια κυριαρχία. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα μπορούσε να καταφέρει έστω ένα από τα παραπάνω, και όχι γιατί αδυνατούσε αλλά επειδή ήταν τόσο καλοσυνάτος που δεν πείραζε ούτε μερμήγκι στο διάβα του, και αν είχε δολοφονικές τάσεις αυτές έρχονταν και έφευγαν ανάλογα με την διαγωγή του Τζαμάλ.
Προς μεγάλη του έκπληξη η επιβίβαση πραγματοποιήθηκε με εξαιρετική διακριτικότητα και ηρεμία. Φυσικά, κρατούσε αρκετές επιφυλάξεις αλλά όταν ξεκίνησε η πλεύση προς τον σκοτεινό ορίζοντα, αποφάσισε να απολαύσει το ταξίδι και τη δροσιά του ανέμου. Έτσι, βγαίνοντας από τη καμπίνα του και προσεκτικά περπατώντας προς το κατάστρωμα, έγειρε το κορμί του στη κουπαστή, κατεβάζοντας την κουκούλα, μιας και ελάχιστοι επιβάτες βρίσκονταν τριγύρω. Τα μακριά μαύρα μαλλιά έπεσαν στους ώμους του, ενώ ο ίδιος έριξε το βλέμμα του στα νερά, δύο κόκκινες σφαίρες να έρχονται σε μια παράδοξη αντίθεση με το διάφανο της θάλασσας, δίνοντάς του μια πλήρη εικόνα του εαυτού του. Ίσως τελικά και να μην είχαν άδικο που απέστρεφαν τα βλέμμα τους.
«Ίσως να είναι καλύτερα από τον Βορρά…» μονολόγησε., γυρνόντας τη πλάτη του πλήρως και αγνοώντας την ομίχλη η οποία είχε ξεκινήσει να σχηματίζεται.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις]
Posted: Tue 20 Jun, 2023 9:14 pm
by Kenna
Είχε πάρει την απόφαση της. Ηταν η πρώτη φορά που έφευγε μακριά απο το σπίτι της και ίσως δεν γύριζε ποτέ ξανά πίσω. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, με ανυπομονησία για το άγνωστο αλλά και με φόβο. Μπορεί το μέρος που μεγάλωσε να ήταν αποπνικτικό όμως ήταν το μόνο που ήξερε, ήταν η ασφάλεια της. Και τώρα έβαλε πλώρη για όλα τα υπέροχα πράγματα που την περιμένουν εκεί έξω.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ακούμπησε με τη πλάτη στη κουπαστή. Αφέθηκε στην απελευθερωτική αίσθηση του ανέμου πάνω της καθώς της ανακάτευε τα μαλλιά. Χαμογέλασε, όμως γρήγορα γύρισε στη πραγματικότητα όταν θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο που την έκανε να φύγει.
Έβγαλε το γράμμα απο τη τσέπη της και το ξεδίπλωσε.
"Έλα να με βρεις στο Μελ, είναι σημαντικό. Θα σου τα πω όλα από κοντά. Μη καθυστερείς. Κουβέντα σε κανέναν!
Φίν"
Ήταν αρκετά ανησυχητικό για να το αγνοήσει, ειδικά ερχόμενο απο τον Φίνιαν που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά. Την ίδια μέρα που έλαβε το γράμμα, μάζεψε τα απαραίτητα και με το που έπεσε το σκοτάδι εξαφανίστηκε. Τώρα έπλεε μαζί με μερικούς άλλους επιβάτες σε ένα καράβι αμφιβόλου νομιμότητας με προορισμό τα νησιά των σειρήνων.
Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό και έψαξε για τον Άτλα. Το γεράκι ερχόταν ήδη προς το μέρος της.
"Κάτι δεν πάει καλά" της είπε πριν ακόμα προσγειωθεί. "Δεν βλέπω στεριά και οδεύουμε κατευθείαν μέσα στην ομίχλη"
Είχε δίκιο. Η ορατότητα γύρω απο το καράβι μειωνόταν όλο και περισσότερο και σύντομα δεν θα μπορούσαν να δουν ούτε τη μύτη τους.
Η Κέννα έτεινε το χέρι της για να καθίσει ο Άτλας και με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό όμως πριν προλάβει να ανοίξει τη πόρτα ενας μούτσος πετάχτηκε ουρλιαζοντας.
"Ο καπετάνιος είναι νεκρός! Συμφορά, θα πεθάνουμε όλοι!"
Ο πανικός εξαπλώθηκε σε ολο το κατάστρωμα. Το καράβι ταξίδευε ακυβέρνητο, οι θεοί ξέρουν για πόσοι ώρα, και τωρα βρίσκονται χαμένοι στη θάλασσα με ίσως κάποιον δολοφόνο εν πλω.
"Έχω την εντύπωση ότι μάλλον θα αργήσουμε πολύ να βρούμε τον Φιν" ψιθύρισε προς τον Άτλα προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμη.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις]
Posted: Wed 02 Aug, 2023 8:49 pm
by Ντέρβελ Καντέρν
Περίμενε υπομονετικά τον καραβοκύρη να μετρήσει τα νομισματα που του έδωσε. Η φασαρία του λιμανίου δεν ήταν παρα μια μουντή βοή στα αυτία του. Κάπου στο βάθος ακουγόντουσαν τα κλαψουρίσματα του επίδοξου κλέφτη που είχε προσπαθήσει να τον ελαφρύνει. Για τον κόπο του κέρδισε μερικά σπασμένα δάχτυλα. Πριν ξεκινήσει αυτο το ατελείωτο ταξίδι πριν δύο χρόνια, η θάλασσα και τα ταξίδια σε αυτή του ήταν εντελώς ξένα. Πλέον το κρώξιμο των γλάρων και η μυρωδιά της αλμύρας ήταν τόσο συνηθισμένα που ένιωθε λες και είχε ζήσει όλη του τη ζωή σαν ναύτης ή λιμενεργάτης.
«Δεν φτάνουν» η φωνή του καραβοκύρη τον έβγαλε από την αφηρημάδα του.
«Πως?»
«Δεν φτάνουν!» επανέλαβε ανυπόμονα. «Το πολύ μέχρι τη Λάονε, οχι παραπέρα»
Ο Ντέρβελ εσφιξε ανεπαίσθητα τις γροθίες του αλλα μίλησε ήρεμα.
«Εχω ταξιδέψει περισσότερο με λιγότερα χρήματα»
«Τότε ψάξε βρες τα ίδια πλοία» ειπε ο καπετάνιος αδιάφορα, επιστρέφοντας στον Ντέρβελ το πουγκί με τα χρήματα και κάνοντας νόημα να περάσει ο επόμενος.
«Είναι ανάγκη να παω στο Χέλεφγκιν το συντομότερο» είπε στον καπετάνιο.
«Δεν είναι δικο μου πρόβλημα. Δεν μπορώ να βάζω κόσμο στο πλοίο για την ψυχή της μάνας μου. Έχω πλήρωμα και οικογένεια να θρέψω. Επομενος!»
«Φίλε ξεκουμπίσου απο την ουρά» είπε ο απο πίσω του κάνοντας μια προσπάθεια να τον σπρώξει. Ένα βλέμμα του Ντερβελ τον εκανε να λουφάξει και να κάνει δύο βήματα πίσω. Ξαναγυρνωντας στον καπετάνιο του ξαναείπε ήρεμα.
«Έχω ταξιδέψει πολύ με πλοία. Μπορώ να δουλέψω τη διαφορά κατα τη διάρκεια του ταξιδιού. Μπορώ να παρέχω και ασφάλεια σε περίπτωση πειρατών»
«Εχω ικανότατους άντρες και για το πλοίο και για την ασφάλεια του» είπε ο καπετάνιος δείχνοντας να μυρίζεται κάποια ευκαιρία στην φαινομενική απελπισία του Ντέρβελ.
Κοίταξε τον καπετάνιο στα μάτια, μισόντας το ότι κατάντησε να πέφτει στην ανάγκη τέτοιων συμφεροντολόγων αποβρασμάτων.
«ΚΑΤΙ θα μπορει να γίνει...»
Ο καπετάνιος έξυσε τη βρώμικη γενείαδα παριστάνωντας οτι το σκέφτεται.
«Μου αρέσει ο μανδύας σου» είπε τελικά με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο.
Χώρις κουβέντα ο Ντέρβελ έβγαλε τον μανδύα του και του τον έδωσε, ανεβαίνοντας στο πλοίο χωρις να περιμένει απάντηση ή αλλη κουβέντα. Ο μανδύας ηταν ένα δώρο απο τον άρχοντα του, η αξία του υπερκάλυπτε το ταξίδι που αγόραζε και με το παραπάνω. Ο Ντέρβελ ήταν απλα ανακουφισμένος που βρέθηκε λύση στο πρόβλημα του ταξιδιού. Ηταν απαραίτητο να πάει βόρεια και θα θυσιάζε χωρίς δεύτερη σκέψη έναν ανόητο μανδύα.
Περπάτησε ως την κουπαστή του πλοίου, αφησε κατω τους μπόγους του και αφέθηκε να χαζεύει την κίνηση στο λιμάνι της Χόκουρ. Κοίταξε προς τα βορειοανατολίκα. Ίσα που αχνοφαίνονταν οι ακτές της Έγκλατερ, της πατρίδας του. Ήταν το πιο κόντα που είχε βρέθει απο τότε που ξεκίνησε το ταξίδι του πριν δύο χρόνια, και ενα κομμάτι του ήθελα να γυρισεί. Δεν μπορούσε ακόμα ομως....
Ξαφνίκα πρόσεξε λίγο παραπέρα στη κουπαστή ένα ξωτικό. Τα ξωτικά προκαλούσαν μια αμηχανία στον Ντέρβελ. Κυριώς απο το γεγονός ότι μπορούσαν να έχουν τα διπλά ή και τα τριπλά χρόνια του αλλα να φαινόντα σαν παιδαρέλια. Αν και είχε παρατηρήσει στα ταξίδια του πως τα μάτια του ηταν καλή ένδειξη για την ηλικία τους πάνω κάτω.
Το συγκεκριμένο ξωτικό αν και ελαφρώς καμπουριασμένο καθώς ήταν ακουμπόντας στην κουπαστή, πρέπει να ήταν στο ύψος του. Τα λευκά του μαλλιά ήταν πιασμένα πίσω απτο κεφάλι του φανερωνοντας ενα, αναμενομενα, νεανικό προσωπο που ηταν ολοφάνερο οτι βασανιζόταν από ναυτία. Ο Ντέρβελ αναγνώρισε την ταλαιπωρία του καθώς οταν είχε και αυτός αρχισει το ταξίδι του, υπέφερε πολύ καιρο στη θάλασσα, μέχρι να συνηθίσει το κούνημα του πλοίου.
Σκύβοντας για να ψάξει στα γρήγορα τα πράγματα του, βρήκε ενα μικρότερο μπογαλάκι στο μέγεθος της γροθίας του. Το ξετυλιξε φανερώντας μερικά πράσινα φυτα. Παίρνοντας ένα και βαζοντας τα υπόλοιπα ξανά πίσω στα πράγματα του, πλήσιασε το ξωτικό και τον χτύπησε μαλακά στον ώμο.
«Δοκίμασε να μασουλάς αυτό εδώ για λίγο. Εμένα με εχείο βοηθήσει πολύ με τη ζαλάδα.»
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις]
Posted: Wed 09 Aug, 2023 6:18 pm
by Έζρα
Το χτύπημα στον ώμο τον έπιασε κάπως απροετοίμαστο• τινάχτηκε αμυδρά και γύρισε για να αντικρίσει μια ανοιχτή χούφτα γεμάτη φύλλα από σμέουρα. Δεν μπόρεσε παρά να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.
«Σε ευχαριστώ πολύ καλέ μου, μα φοβάμαι πως δεν θα κάνουν καμιά διαφορά. Το πρόβλημα βρίσκεται εδώ», είπε, φέρνοντας τον δείκτη του στο πλαϊνό μέρος του κεφαλιού του. Έπειτα έκλεισε μαλακά την χούφτα του νεαρού άνδρα, και του έδειξε το δικό του βαλιτσάκι με βότανα.
«Το ότι είμαι Θεραπευτής δυστυχώς δεν κάνει καμιά διαφορά», σχολίασε περιπαικτικά.
«Για την ευγενική σου χειρονομία όμως, αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω», είπε, και έβγαλε τον μανδύα του για να του τον προσφέρει. Ήταν εμφανές ότι η ψύχρα τον επηρέαζε περισσότερο απ’ όσο θα ’θελε να παραδεχτεί.
Περίμενε υπομονετικά μέχρι να σιγουρευτεί ότι θα τον φορέσει. Φαινόταν έτοιμος να αρνηθεί, όμως είχε μια νευρικότητα στο βλέμμα που τελικά υπερνίκησε τους όποιους ενδοιασμούς.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας άνθρωπος ένιωθε άβολα απέναντί του• ο Έζρα ήξερε πολύ καλά αυτό το βλέμμα. Παρ’ όλα αυτά, θαύμαζε τον ξένο. Αποφάσισε να προσφέρει την βοήθειά του, παρά το γεγονός ότι ένα μικρό κομμάτι του ήθελε να φύγει τρέχοντας μακριά.
«Είμαι ο Έζρα», είπε, και έτεινε το χέρι του, καθώς το καράβι τους χανόταν βαθιά μεσ’ την ομίχλη.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις]
Posted: Thu 31 Aug, 2023 9:46 am
by Naavalath
Είχε χαθεί για λίγο στην δροσερή αύρα του θαλασσινού αέρα και της μουντής εικόνας που τους περίκλυζε. Διέσχιζαν τα νερά δίχως αναταράξεις αλλά όσο περνούσε η ώρα και όσο περισσότερο βάθυνε η νύχτα, τόσο τα κύματα εντείνονταν και το περιβάλλον γύρω τους θόλωνε. Οι ομίχλες δεν ήταν και τόσο σπάνιο φαινόμενο σε αυτές τις περιοχές αλλά σίγουρα οι καπετάνιοι, και κυρίως οι πιο έμπειροι, φρόντιζαν να τις αποφεύγουν. Οι κίνδυνοι που καραδοκούσαν ήταν αμέτρητοι, είτε αυτοί ήταν βράχια και απότομα νερά ή η μορφή τους πήγαζε από τους χειρότερους εφιάλτες. Μετά ακολούθησαν κραυγές απόγνωσης και τρόμου. Κάποιος φώναζε πως ο καπετάνιος ήταν νεκρός και πως όλοι θα πέθαιναν… Φυσικά κράτησε την ψυχραιμία του και έγειρε με τη πλάτη στη κουπαστή, παρακολουθώντας ένα σωρό ναύτες και επιβάτες να τρέχουν πάνω κάτω.
«Μα τους θεούς, Τζαμάλ, περισσότερο χάος προκαλούν οι ίδιοι…» ο Νάαβαλαθ σταμάτησε και κοίταξε τον σύντροφό του με το φρύδι υψωμένο όσο πιο ψηλά μπορούσε, ενώ η καχυποψία είχε χαράξει ολάκερο το πρόσωπό του. «Δεν πιστεύω να ευθύνεσαι εσύ για τίποτα από αυτά;» Παρόλο που ο Τζαμάλ δεν είχε κουνηθεί λεπτό από δίπλα του, έπρεπε να επιβεβαιώσει πως δεν θα κατέληγαν ξανά εκτός πλοίου εξαιτίας του.
Ο Τζαμάλ έκρουξε με παράπονο, κοπανώντας τα φτερά του με νεύρα. Ο Νάαβαλαθ αναστέναξε και με έγνεψε το χέρι του για να σταματήσει η γκρίνια. Έπειτα, φόρεσε τη κουκούλα του και προχώρησε στο κατάστρωμα αποφεύγοντας με δυσκολία τον κάθε κατατρομαγμένο άνθρωπο που έτρεχε και σκουντουφλούσε σε κάθε ευκαιρία. Ήρεμος και συγκροτημένος έριξε το βλέμμα του τριγύρω σε μια προσπάθεια να εντοπίσει το κατάλληλο άτομο για να συνεννοηθεί και να βρουν μαζί την όποια εξήγηση και λύση. Αν ο καπετάνιος δολοφονήθηκε τότε η προσοχή τους θα έπρεπε να είναι μοιρασμένη τόσο στην άγνωστη πορεία αλλά και στο περίγυρο, σε περίπτωση που ο δολοφόνος επιθυμούσε περισσότερο αίμα στα χέρια του. Αν πάλι, η αιτία του θανάτου ήταν το ποτό ή φαγητό ή κάποιο στραβοπάτημα θα είχαν μια λιγότερη έγνοια στο κεφάλι τους…αν παρέμενε κανείς εντός πλοίου και δεν έπεφταν σαν σακιά στα σκοτεινά νερά.
Για καλή του τύχη στη προσοχή του έπεσε μια νεαρή γυναίκα από την οποία μπορούσε να αισθανθεί εκείνη την ψυχραιμία που έλειπε από το υπόλοιπα πλήρωμα του καραβιού. Με αργό βήμα και προσεκτικές κινήσεις την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της, κάνοντας νόημα στον Τζαμάλ να παραμείνει πλάι του, εντολή την οποία και υπάκουσε σιωπηλά.
«Υποθέτω πως το ταξίδι μας θα έχει κάποια καθυστέρηση.» σχολίασε με ένα αχνό χαμόγελο. «Ελπίζω μονάχα τα τέρατα να παραμείνουν στα λημέρια τους για απόψε…»
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Wed 06 Sep, 2023 8:30 pm
by Ντέρβελ Καντέρν
Σφιγγοντας το χερι του Εζρα σε μια εγκαρδια χειραψία, ο Ντερβελ δεν μπορεσε παρα να νιωσει ευγνωμοσυνη για τον δανεικο μανδυα, καθως η ψυχρα της ομιχλης στην οποια ειχε ξαφνικα τυλιχθει το πλοιο του τρυπαγε τα κοκκαλα.
«Θεραπευτης ε?’ ρωτησε το ξωτικο το οποια εγνεψε ευγενικα.
«Θα μου ησουν πολυ χρησιμος στα πρωτα μου ταξιδια» συνεχισε ο Ντερβελ. «Πρεπει να εβγαλα πολλες φορες το βαρος μου σε ξερατο»
Ο Εζρα γελασε ελαφρως, πιο πολυ απο ευγενεια παρα απο την επιτυχια του αστειου, σκεφτηκε ο Ντερβελ.
Κανανε ψιλοκουβεντα, ξεφευγοντας απο την κοινη τους δυσκολια στα ταξιδια με καραβια. Ο Ντερβελ του εκανε μερικες ερωτησεις σχετικα με βοτανια των οποιων τις απαντησεις γνωριζε ηδη, κυριως για να μεινει η κουβεντα ζωντανη και να κραταει τη βαρεμαρα του ταξιδιου μακρια. Δεν περιμενε να μεινει εκπληκτος απο μερικα εξτρα κοματακια γνωσεων που μοιραστηκε μαζι του το ξωτικο.
Οι μέρες πέρασαν ευχάριστα και για τους δυο τους. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας, τους βρήκε στην κουπαστή.
Βυθισμενοι και οι δυο στη κουβεντα, προσεξανε σχεδον ταυτοχρονα οτι η ομιχλη ειχε πυκνωσει τοσο που με το ζορι βλεπανε την απενταντι κουπαστη του πλοιου, ποσο μαλλον περα απο αυτο.
«Δεν ξερω αν αυτο ειναι φυσιολογικο, αλλα σιγουρα δεν ειναι συνιθησμενο» μουρμουρισε ο Εζρα.
Ο Ντερβελ μουρμουρισε πως συμφωνει, και εσφιξε κιαλλο τον μανδυα γυρω του.
Η παυση της κουβεντας τους φανηκε να ενωνεται με την σιγη που επικρατουσε στο υπολοιπο πλοιο. Ο Ντερβελ αγγιξε το σιδερο στη λαβη του ξιφους του για να ξορκισει τυχον κακη τυχη. Η ανησυχια στο βλεμμα του Εζρα δεν τον καθυσηχασε.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Fri 22 Sep, 2023 3:35 pm
by Kenna
Δεν είχε καταλάβει τον άντρα που την πλησίασε μέχρι που της μίλησε. Η φωνή του σταθερή και ήρεμη, σε πλήρη αντίθεση με τη κατάσταση που επικρατούσε στο πλοιο. Η όψη του όμως την ξάφνιασε. Δέρμα σκούρο σαν τη πιο σκοτεινή νύχτα και μάτια κόκκινα σαν χόβολη. Δεν ηταν σαν τίποτα απο οτι ειχε δει. Αν και η αλήθεια ήταν πως δεν είχε δει πολλά.
Κράτησε το πρόσωπο της ανέκφραστο, δεν ήθελε να τον προσβάλει και κυρίως να του δείξει οτι τον φοβάται. Όπως έλεγε και η μητέρα της, μια σωστή δεσποινίδα δεν πρέπει να φανερώνει έντονα τα συναισθήματα ή τις απόψεις της. Περίεργη στιγμή για να ξεκινήσει να ακολουθεί τις συμβουλές της μαμάς της.
"Έ... Έτσι φαίνεται." κόμπιασε και έκανε διστακτικά ενα βήμα πιο πίσω.
Το βλέμμα της έπεσε στη πάπια δίπλα του και ύστερα βρήκε τον Άτλα. Συμφώνησαν νοητά πως ίσως μπορούσαν να τους εμπιστευτούν, προς το παρόν τουλάχιστον. Ίσως ήταν ο δολοφόνος, ίσως ο μόνος τρόπος να βγει ζωντανή από το πλοίο. Ετσι όπως ειχαν τα πράγματα δεν είχε και πολλές επιλογές.
"Με λένε Κέννα και απο δω είναι ο Άτλας." είπε κάπως πιο συγκροτημένα, κρατώντας όμως την απόσταση μεταξύ τους.
"Ημουν έτοιμη να μπω μέσα... Φαίνεται πιο ασφαλής." συνέχισε με ενα νεύμα στην ομίχλη γύρω τους, που είχε πυκνώσει ακομα περισσότερο.
"Ισως μπορέσουμε να μάθουμε περισσότερα σχετικά με το τι συμβαίνει " είπε σιγανοφωνα και έδειξε προς το βάθος που βρισκόταν η καμπίνα του καπετάνιου.
Πριν περάσουν μέσα, η Κέννα ψηλαφισε διακριτικά τον γοφό της για να σιγουρέψει οτι είχε ακομα το στιλέτο της. Δεν ήξερε τι θα βρουν μπροστά τους.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Mon 02 Oct, 2023 8:13 pm
by Έζρα
Οι ώρες πέρασαν ευχάριστα και χωρίς να το καταλάβει, ενώ για λίγο ξέχασε την όποια αναστάτωση επικρατούσε στο μυαλό και το στομάχι του. Ο Ντέρβελ αποδείχτηκε σύντομα σπουδαία παρέα, τόσο που ο Έζρα σχεδόν διασκέδαζε σε αυτό του το ταξίδι.
Οι πρώτες μέρες πέρασαν ευχάριστα, και είχαν αισίως φτάσει στην τέταρτη ημέρα του ταξιδιού τους.
Το σκοτάδι τούς βρήκε καθισμένους στο κατάστρωμα, με την πλάτη ακουμπισμένη στην κουπαστή. Είχαν ήδη μοιραστεί δύο γεύματα, και είχαν κάνει άπλετες συζητήσεις, καθώς φαινόταν πως και οι δύο είχαν ανάγκη ο ένας τη συντροφιά του άλλου.
Πέρα από μερικούς άντρες του πληρώματος, είχαν μείνει σχεδόν μόνοι τους στο κατάστρωμα, αφού όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες είχαν γυρίσει εδώ και ώρα στις καμπίνες τους. Η παγωνιά, σε συνδυασμό με το απέραντο σκοτάδι και την παχιά ομίχλη, έκανε την καρδιά μέχρι και του πιο γενναίου να σφίγγεται.
Ο Έζρα δεν αποτελούσε εξαίρεση, και ο φίλος του το είχε καταλάβει.
«Δεν ξέρω αν αυτό είναι φυσιολογικό, αλλά σίγουρα δεν είναι συνηθισμένο», μουρμούρισε νευρικά. Ο Ντέρβελ φάνηκε να συμφωνεί. «Και δεν εννοώ μόνο το τοπίο», συνέχισε ο Έζρα. «Άκου», πρόσταξε. Εκείνος τον κοίταξε απορημένος, αλλά υπάκουσε.
Αφού πέρασαν αμίλητοι ένα ολόκληρο λεπτό, και ο Ντέρβελ φάνηκε να μην καταλαβαίνει τι εννοούσε, το ξωτικό ρώτησε: «Τι ακούς;» μόνο για να πάρει ένα συνοφρυωμένο βλέμμα ως απάντηση.
«Η απάντηση είναι "τίποτα". Ούτε δείγμα από φωνές, ούτε ίχνος από τα τριξίματα του καραβιού. Ούτε καν το απαλό χάδι της θάλασσας ή τον αέρα. Το πέπλο της ομίχλης που μας έχει σκεπάσει, με κάνει να νιώθω λες και βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι κάτω από το νερό», παραδέχτηκε σιγανά.
Γύρισε το βλέμμα τριγύρω στον ορίζοντα, σε μια προσπάθεια να δει οτιδήποτε, μα ήταν μάταιο.
Ανατρίχιασε από το κρύο, μα αέρας δε φυσούσε.
Σταύρωσε και έτριψε τα μπράτσα του για να διώξει την κακή αίσθηση, μια ασυναίσθητη κίνηση για να ηρεμήσει τον εαυτό του, και έπειτα σηκώθηκε όρθιος.
«Πάω να φέρω κάτι από την καμπίνα για το κρύο. Δεν νομίζω ότι θέλω να κοιμηθώ εκεί απόψε…» παραδέχτηκε. «Υγρό κελί φαντάζει στο μυαλό μου».
«Δεν θα αργήσω», συμπλήρωσε, αλλά το ξανασκέφτηκε. «Αν, φυσικά, θέλεις κι εσύ να μείνεις… Ξέρω καλά πως η παρέα με ένα γέρικο ξωτικό δεν—» μα ο Ντέρβελ τον σταμάτησε με ένα νεύμα πριν συνεχίσει. Ο Έζρα του χαμογέλασε και έκανε αμέσως μεταβολή για την καμπίνα.
«Έρχομαι αμέσως!» δήλωσε όσο πιο σιγανά μπορούσε και έφυγε βιαστικά. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί πάνω από μερικά μέτρα, όταν συνειδητοποίησε πως δεν είχε ρωτήσει τον Ντέρβελ αν ήθελε επίσης να κάτι να του φέρει. Έκανε μεταβολή για δεύτερη φορά, μα σταμάτησε απότομα πριν τον πλησιάσει. Τα μυτερά του αφτιά κινήθηκαν νευρικά.
Κάτι ακουγόταν.
Ο Ντέρβελ σηκώθηκε από τη θέση του, και άρχισε να προχωρά προς το μέρος του. Ο Έζρα σήκωσε το δεξί του χέρι με την παλάμη του ελαφρώς ανοιχτή για να τον σταματήσει, και έπειτα έφερε τον δείκτη στα χείλη του. Έσκυψε το κεφάλι του προς τα μπροστά και μισόκλεισε τα μάτια, λες και αυτό θα τον βοηθούσε να ακούσει καλύτερα.
Λίγα μέτρα πιο μακριά, το ανήσυχο βλέμμα ενός άλλου ξωτικού, μέλους του πληρώματος, συναντούσε το δικό του. Κι όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, τόσο εκείνο γούρλωνε τα μάτια του.
Ο Ντέρβελ τον πλησίασε αθόρυβα, και στάθηκε ακριβώς δίπλα του.
Ξαφνικά, τα δύο ξωτικά τινάχτηκαν απότομα προς τα πίσω.
«Κραυγές. Ακούω κραυγές», παραδέχτηκε ο Έζρα τρομαγμένα.
Έζρα και Ντέρβελ αλληλοκοιτάχθηκαν, μα πριν ο δεύτερος προλάβει να αρθρώσει κουβέντα, το ξωτικό που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά τους πήρε μια βαθιά ανάσα και ούρλιαξε με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια του:
«ΠΕΙΡΑΤΕΕΕΣ!»
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Tue 13 Feb, 2024 8:14 am
by Naavalath
«Κέννα και Άτλας,» μονολόγησε κοιτώντας γύρω και εξετάζοντας τον πανικό που επικρατούσε παντού. Ομίχλη και φόνος? Τί άλλο θα μπορούσε να πάει στραβά;
«Ονομάζομαι Νάαβαλαθ και από εδώ,» τα μάτια του ρίχτηκαν χαμηλά, στο σημείο όπου ο σύντροφός του θα έπρεπε να βρίσκεται μα αντιθέτως ένα κενό και ένα πεσμένο πούπουλο ήταν όσα διέκρινε. Νιώθοντας ένα ελαφρύ γαργαλητό στο πίσω μέρος της ρόμπας του, ο άνδρας τίναξε λίγο το πόδι του, αναθεματίζοντας χαμηλόφωνα ώσπου μια γκρίζα πάπια με πράσινες λεπτομέρειες στο στέρνο της και κίτρινα, σχεδόν ολόχρυσα μάτια, εμφανίστηκε πλάι του, σκούζοντας και χτυπώντας τα φτερά της. «Μα είναι δυνατόν να είσαι τόσο αγενής! Ιδίως απέναντι σε μία κυρία και τον πιστό της συνοδοιπόρο», κούνησε το κεφάλι του όσο η πάπια συνέχιζε να κράζει και να σκούζει. «Δεν ακούω κουβέντα» ανταπάντησε εκείνος και γύρισε προς τη Κέννα με ένα πιο ήρεμο πρόσωπο και τόνο στη φωνή του. «Και από εδώ ο Τζαμάλ.» αν και το όνομα του συντρόφου του βγήκε κάπως βαριεστημένα από το στόμα του, σαν να είχε χάσει κάθε ελπίδα. «Συγχωρέσε τον, δεν είναι συνηθισμένος σε νέες γνωριμίες και πρόσωπα», προσπάθησε να τον δικαιολογήσει.
«Πιστεύω πως το να βρεθούμε εγκλωβισμένοι σε ένα δωμάτιο με κάποιον δολοφόνο είναι πολύ πιο συνετό από το να βρεθούμε αναπάντεχα αντιμέτωποι με όσα τέρατα κρύβονται εκεί μέσα» πρόσθεσε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και κοιτάζοντας προς την ομίχλη η οποία είχε σχεδόν καταπιεί τόσο τον ορίζοντα όσο και τον ωκεανό στον οποίο έπλεαν.
Δεν έχασε λεπτό, ακούμπησε την Κέννα στον ώμο και την παρότρυνε να τον ακολουθήσει μέσα ενώ ο Τζαμάλ έτρεχε ξοπίσω του με παραπονιάρικα ίσως και προειδοποιητικά κραξίματα.
Το εσωτερικό του πλοίου διέφερε αρκετά από την πλώρη, καθώς δεν υπήρχε ούτε μια ψυχή πλέον να φωνάζει τρομοκρατημένη από το φονικό και να πέφτει πάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο ή άνθρωπο βρισκόταν στο διάβα της. Βέβαια, το ανατριχιαστικό σκοτάδι και τα ελάχιστα τρεμάμενα φανάρια κρεμασμένα στους τοίχους δεν καθησύχασαν καθόλου τον ίδιο. Γύρισε πίσω να κοιτάξει εάν η νέα τους φίλη ακολουθούσε. «Εάν ήμουν ο δολοφόνος θα είχα εκμεταλλευτεί τον πανικό και θα είχα ήδη ξεφύγει. Αμφιβάλλω εάν βρίσκεται κάποιος εδώ μέσα πέρα από εμάς».
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Mon 19 Feb, 2024 4:17 pm
by Kenna
Οι φωνές από το κατάστρωμα ακούγονταν πλεον μακρινές μεσα στον προθάλαμο του εσωτερικού του πλοίου. Ο ελάχιστος φωτισμός που υπήρχε από τα μικρά φανάρια που κρέμονταν δεξιά και αριστερά δεν ήταν αρκετός , οτιδήποτε, ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ, θα μπορούσε να κρύβεται στις σκιές και δεν θα τον έπαιρνε κανείς χαμπαρι μέχρι να είναι πολύ αργά. Όμως ο Νάαβαλλαθ ειχε δίκαιο. Δεν θα ηταν συνετό απο τον δολοφόνο να παραμείνει τόσο κοντά στο έγκλημα του.
"Ομως παραμείνει πάνω στο πλοίο. Δεν είναι ότι έχει και πουθενά να πάει." Ουτε και οι ίδιοι, συνειδητοποίησε με τρομο.
Ακολούθησε τον άντρα πιο βαθιά στο εσωτερικό εκεί που βρίσκονταν τα δωμάτια. Οι φωνές πλέον έπαψαν. Το μονο που ακουγόταν ήταν το ανατριχιαστηκο τρίξιμο απο τις σανίδες του πλοίου. Ολες οι πόρτες απο τις καμπίνες ήταν ορθανοικτες. Καθόλου παράξενο αν σκεφτείς τον πανικό που επικράτησε, όμως παρατηρήσε πως και η δίκη της ηταν ανοικτή.
Κοντοσταθηκε. Στο γεμάτο απορία βλέμμα του Νάαβαλλαθ απάντησε.
"Ειμαι απόλυτα σίγουρη πως την είχα κλειδώσει πριν βγω εξω."
Έσπρωξε απαλα τη πόρτα και πέρασε μέσα σαρωνοντας προσεκτικά το δωμάτιο για κάποια απειλή. Ο χώρος ήταν διαλυμένος, στη κυριολεξία. Το στρώμα απο το κρεβάτι ηταν σκισμένο στο πάτωμα σε κομμάτια, η μικρή συρταριέρα θρύψαλα παραδίπλα.
"Υπερβολικό για μια απλή ληστεία δεν νομίζεις;"
Πέρασαν στο επόμενο δωμάτιο, και στο επόμενο. Όλα βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση.
"Μάλλον ούτε ο φόνος που καπετάνιου είναι όσο απλός πιστεύουμε " ειπε ο Άτλας καθώς τεντωνε νευρικά τα φτερά του.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Sun 01 Sep, 2024 5:23 am
by Έζρα
Ο Έζρα ένιωσε την ανάσα του να κόβεται· είχε αισίως κλείσει τα εκατόν εννέα χρόνια σε αυτόν τον κόσμο, και δεν ένιωθε καθόλου έτοιμος να αντιμετωπίσει πειρατές τώρα στα γεράματα. Όχι όταν βρισκόταν τόσο μακριά από το στοιχείο του.
Τα αφτιά του άρχισαν να κουδουνίζουν και πάγωσε στη θέση του. Οι φωνές του καπετάνιου έφταναν ως βουητό, και μπορούσε να νιώσει τη δόνηση από το ποδοβολητό του πληρώματος που έτρεχε πάνω-κάτω, ακολουθώντας τις διαταγές του.
Το βλέμμα του είχε κολλήσει στην σκοτεινή φιγούρα μπροστά τους που όλο και μεγάλωνε, όλο και πλησίαζε. Ένιωσε κάποιον να τον ταρακουνάει από τους ώμους, και τη φωνή του Ντέρβελ να ουρλιάζει το όνομά του. Ήξερε πως έπρεπε να φύγει από κει, όμως δεν μπορούσε να κουνηθεί. Λες και τα πόδια του είχαν κολλήσει στο έδαφος, λες και πατούσε πάνω σε πίσσα.
Βρίσκονταν στο κέντρο του καραβιού, στη δεξιά του πλευρά, και ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους πλησίαζε γοργά, ερχόταν κατά πάνω τους από το πλάι. Τα πρώτα σημάδια άρχισαν να εμφανίζονται κάτω από την ομίχλη, και ένα κατάρτι ξεπρόβαλε μπροστά τους· ο Έζρα ανοιγόκλεισε τα μάτια σαστισμένος.
Δεν είναι πειρατές, ανόητα πλάσματα! σκέφτηκε για μια στιγμή ανακουφισμένος, καθώς είδε πως η σημαία του δεν ήταν μαύρη. Ο τρόμος όμως δεν άργησε να τον κυριεύσει και πάλι. Αν δεν ήταν πειρατές, τότε γιατί έρχονταν κατά πάνω τους;
«ΕΖΡΑ ΤΡΕΧΑ!» του φώναξε κάποιος, και το μυαλό του ξεκόλλησε, καθώς το ένστικτο της επιβίωσης έπαιρνε μπρος. Ακολούθησε τον Ντέρβελ σαν υπνωτισμένος καθώς έτρεχαν πίσω προς τις καμπίνες, όμως ήταν ήδη αργά·
Η σύγκρουση ήρθε απότομα, και ο φόβος που ένιωσε εκείνη τη στιγμή, ήταν από τους χειρότερους που είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Tue 17 Sep, 2024 10:00 am
by Naavalath
O Νάαβαλαθ κοιτούσε σαστισμένος το χάος που επικρατούσε σε κάθε γωνιά και κάθε δωμάτιο. Τίποτα από όσο συνέβαιναν εκείνο το βράδυ δεν ήταν απλά μια σύμπτωση.Ούτε η πηχτή ομίχλη, ούτε ο θάνατος του καπετάνιου και σίγουρα ούτε τα σχεδόν διαλυμένα ιδιαίτερα των επιβατών. Θα μπορούσε ο δράστης να έψαχνε για κάποιον ή για κάτι. Μπορεί να πίστευε πως ο καπετάνιος θα κατείχε πληροφορίες του είχε στην κατοχή του και αφού τον διέψευσαν τα ευρήματα, αποφάσισε να επισκεφθεί και τις μικρές καμπίνες στις οποίες ίσα-ίσα μπορούσαν να χωρέσουν τους για-λίγο ιδιοκτήτες τους.
«Χάνουμε χρόνο» ψιθύρισε και έριξε το βλέμμα του στον πιστό του σύντροφο ο οποίος φαινόταν σαστισμένος. «Θα βρούμε ακριβώς ότι και ο δράστης…τίποτα» συνέχισε και σταμάτησε το βήμα του. Ο Τζαμάλ κοπανιόταν πάνω κάτω, φτερούγιζε και έκρουζε σαν να τον αποτρέλαιναν οι φωνές των επιβατών και των ναυτών.
Ο κόσμος σταμάτησε. Η σιωπή προκάλεσε ένα ενοχλητικό βουητό στα αυτιά του το οποίο δευτερόλεπτα μετά μετατράπηκε σε ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό και για μια στιγμή, για μια στιγμή το μυαλό του πίστεψε πως πετάχτηκε στον αέρα. Το κορμί του συγκρούστηκε με τον μισοδιαλυμένο ξύλινο τοίχο ο οποίος διαλύθηκε εν ριπή οφθαλμού και το ξωτικό παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά. Το κάπως ενοχλητικό βουητό της σιωπής εκείνη τη στιγμή συνοδευόταν από τα δεκάδες ουρλιαχτά τόσο των ανθρώπων αλλά και της θάλασσας η οποια λυσσομανούσε. Δεν είχε πολύ χρόνο για να διώξει από το κεφάλι του τόσο τη ζαλάδα του χτυπήματος αλλά και το σοκ. Με όση δύναμη του είχε απομείνει κολύμπησε προς τα πάνω αποφεύγοντας με δυσκολία τα σώματα των επιβατών που έπεφταν σαν σακιά στο βυθό. Χρειαζόταν επειγόντως να βγει στην επιφάνεια, να βρει τον Τζαμαλ, την Κέννα και ένα πιο ασφαλές μέρος…εάν υπήρχε στη μέση του πουθενά.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Sat 05 Oct, 2024 10:07 pm
by Kenna
Είχε χωριστεί πλέον απο τον συνταξιδιώτη της, συμφώνησαν πως έτσι θα κάλυπταν περισσότερο έδαφος. Κάποιοι επιβάτες είχαν ήδη ξεκινήσει να επιστρέφουν στα δωμάτια τους, όπου σύντομα επικράτησε και πάλι αναστάτωση με την ανακάλυψη της διάρρηξης των δωματίων.
Οι φωνές και οι κουβέντες των επιβατών, που πριν λίγο πλημμύριζαν τον χώρο, είχαν αραιώσει καθώς απομακρυνόταν ολο και περισσότερο από αυτούς.
Ο ήχος των βημάτων της αντηχούσε περίεργα στους ερήμους διαδρόμους. Η Κέννα, με τον Άτλα κουρνιασμένο στον ώμο της, προχωρούσε προς τους κοιτώνες των ναυτών και του καπετάνιου. Το σκοτάδι γύρω της πυκνό, πλέον τύλιγε μεγάλος μερος του πλοίου καθώς τα φανάρια στους τοίχους τρεμόπαιζαν αμυδρά, αδυνατώντας να λάμψουν εξαιτίας της θύελλας που μαίνονταν έξω. Από ώρα είχε παρατηρήσει την παράξενη σιωπή. Κανείς. Ούτε ναύτες, ούτε αξιωματικοί. Συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε ίχνος του πληρώματος, σαν να είχαν εξαφανιστεί τελείως από το πλοίο, σαν να τους κατάπιε το ίδιο το σκοτάδι.
Οι τοίχοι έτριζαν υπό την πίεση των ανέμων, δημιουργώντας μια ασταμάτητη βουή στο βάθος, σαν ψίθυροι από φαντάσματα που τριγυρνούσαν στους διαδρόμους. Η Κέννα ξεροκατάπιε, κρατώντας σφιχτά το στιλέτο της σε ετοιμότητα. Το πλοίο έμοιαζε γερό, αλλά δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά. Το σκοτάδι έκανε τα πάντα να μοιάζουν ρευστά. Και δεν μπορούσε να διώξει την υποψία ότι κάτι την παρακολουθούσε.
Ο Άτλας φτερούγιζε νευρικά στον ώμο της.
"Κάτι δεν πάει καλά εδώ" σκέφτηκε, με το μυαλό της να τρέχει πίσω στον συνταξιδιώτη της. Ίσως το να χωρίσουν δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσαν να κάνουν.
Δεν άργησε να βρει την καμπίνα του καπετάνιου. Πέρασε το χερι της πάνω απο τις σκαλισμένες λεπτομέρειες της πόρτας πριν την σπρώξει απαλά. Η πόρτα έτριξε καθώς άνοιγε και η Κέννα συνειδητοποίησε πως ήταν ήδη μισάνοιχτη. Αντάλλαξε ένα βλέμμα επιβεβαίωσης με το γεράκι και πέρασε μέσα.
Ηταν εμφανέστατα μεγαλύτερο απο οποιοδήποτε άλλο διαμέρισμα στο πλοίο, και πιο πολυτελές. Μια πολυτέλεια που, όπως παρατήρησε η Κέννα, δύσκολα θα μπορούσε να αποκτηθεί απλώς από τον μισθό ενός καπετάνιου. Αυτό την έκανε να αναρωτηθεί για την πραγματική φύση των δραστηριοτήτων του ιδιοκτήτη του δωματίου.
Συνέχισε με προσοχή στο εσωτερικό, κοιτάζοντας εξεταστικά τον χώρο για κάποιο πιθανό κίνδυνο. Το δωμάτιο ήταν καλύτερα φωτισμένο εξαιτίας του τζακιού που απερίσκεπτα ακόμα σιγοκαιγε χωρίς εποπτεία, μπροστά απο το μικρό δερμάτινο σαλονάκι. Ο Άτλας πέταξε κυκλικά μεσα στο δωμάτιο και έπειτα προσγειώθηκε στο γείσο του τζακιού.
Το βλέμμα της Κέννα έπεσε στον κόκκινο λεκέ στο πάτωμα. Το αίμα είχε ποτίσει τις σανίδες και η μεταλλική του μυρωδιά σε συνδυασμό με τη κάπνα του τζακιού της έφερε ναυτία. Ακολούθησε τη γραμμή του αίματος που συνεχιζόταν προς την άλλη άκρη του δωματίου, εκεί όπου υπήρχε ένα βαρύ ξύλινο γραφείο. Φαινόταν σαν κάποιος να είχε σύρει το πτώμα σε εκείνη τη γωνία, μια κίνηση που δεν έβγαζε νόημα καθώς η είσοδος βρισκόταν στην αντίθετη κατεύθυνση. Πλησίασε αργά με το μαχαίρι ακόμα στο χέρι της, με καθε βήμα η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα. Φοβόταν για το τι θα έβρισε εκεί.
Προς έκπληξη της δεν υπήρχε τίποτα πέρα απο αίμα. Ο καπετάνιος-το πτώμα του- δεν βρισκόταν εκεί. Το κεφάλι της είχε αρχίσει να βουίζει απο όλο αυτο το χάος. Πάσχιζε να καταλάβει, να βάλει τα κομμάτια σε μια σειρά αλλά μάταια. Ξεφύσηξε απογοητευμένη και κάθισε στη καρέκλα του γραφείο. Ίσως αν τα έβλεπε ολα από μια άλλη οπτική....
"Κάτι χάνουμε " είπε προς το πουλί.
"Τον χρόνο μας και ίσως τη ζωή μας" Απάντησε με εκνευρισμό καθώς πλέον είχε γίνει δύσκολο να καθίσει σε ενα μέρος με το πλοίο να ταρακουνάει ακόμα πιο έντονα.
Τον κοίταξε με κατανόηση. Ήξερε απο την αρχή πως αυτό το ταξίδι θα ήταν δυσβάσταχτο για ενα πλάσμα που ανήκε στον ουρανό και όχι στην απέραντη θάλασσα, όμως ο λόγος ηταν σοβαρός και την ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σηκώθηκε για να πάει κοντά του όμως ακόμα ένα δυνατό κούνημα του πλοίου , την έριξε πάνω στο γραφείο.
Ενα σύρσιμο, ένας αμυδρός ήχος ξεκλειδώματος και ξαφνικά ενα κρυφό συρτάρι πετάχτηκε στο κατω μέρος του επίπλου. Έμειναν ακίνητοι για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με έκπληξη και ενθουσιασμό και μετά πλησίασαν προς το ανοιχτό συρτάρι.
Μέσα στο συρτάρι, το βλέμμα της Κέννα έπεσε σε ένα παλιό, φθαρμένο δερμάτινο σημειωματάριο. Οι σελίδες του ήταν κιτρινισμένες από τον χρόνο, σχεδόν διαλυμένες. Καθώς το ξεφύλλιζε, πρόσεξε ότι περιείχε μια σειρά από αρχεία γέννησης και γενεαλογικά δέντρα. Ήταν γραμμένα με λεπτομέρειες για ημερομηνίες, ονόματα και τοποθεσίες που εκτείνονταν σε διάφορες εποχές και γεωγραφικά μέρη.
"Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι;" ψιθύρισε ακόμα χαμένη μέσα στον όγκο πληροφοριών.
Η Κέννα και ο Άτλας άρχισαν να παρατηρούν κάτι παράξενο. Καθώς κοιτούσαν τις σελίδες πιο προσεκτικά, τα στοιχεία φαινόταν να ακολουθούν ένα μοτίβο. Συγκεκριμένες εγγραφές που καταγράφονταν στις σελίδες, επανεμφανίζονταν με διαφορετικά ονόματα κάθε λίγες δεκαετίες ή αιώνες, υπαινίσσοντας πως αφορούσαν το ίδιο άτομο. Πολλές απο αυτές σβησμένες με μια γραμμή και δίπλα η λέξη 'εξαλειφθη'.
"Τι στο καλό…" ψιθύρισε, νιώθοντας το κεφάλι της γυρίζει. Άρχιζε να καταλαβαίνει ότι αυτό το σημειωματάριο ήταν το κλειδί σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που στοίχησε τη ζωή του καπετάνιου.
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τοσο που σχεδόν μπορούσε να την ακούσει και η ζάλη στο κεφαλι της χειροτέρευε. Πιάστηκε απο την άκρη του γραφείου προσπαθώντας να σταθεί όταν ακούστηκε ο ξαφνικός γδουπος της πόρτας που έκλεινε με δύναμη.
Εκεί στεκόταν ενας άντρας , μπλοκάροντας την μόνη της διέξοδο, συνειδητοποίησε. Το πρόσωπό του ήταν τραχύ, σημαδεμένο και απο το ύφος δεν χρειαζόταν συστάσεις για να καταλάβει οτι αυτός ευθύνεται για το χάος.
"Δεν σου έμαθε η μαμά σου να μην πειράζεις ξένα πράγματα", είπε ο άντρας, η φωνή του ψυχρή. Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της, με το στιλέτο του να γυαλίζει στο αχνό φως του δωματίου.
Η Κέννα ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να ελέγξει την ταραχή της. Η ζάλη στο κεφάλι της χειροτέρευε και τα μάτια της άρχισαν να θολώνουν.
Ήταν ο έλεγχος του άντρα πάνω της;
Έσφιξε τα μάτια της και όταν τα ξανα άνοιξε ένας οξύς πόνος την έκανε να γονατίσει. Ο άντρας κοντοστάθηκε για λίγο στην ξαφνική της κατάρρευση, όμως γρήγορα συνέχισε για τον πραγματικό του στόχο, το ημερολόγιο.
Σαν να απέκτησε για λίγο τον αυτοέλεγχο της, προσπάθησε να καλέσει τη φωτιά της. Τα ακροδαχτυλα της άναψαν, όχι πολύ όμως ήταν αρκετό για να εμποδίσει τον άντρα να πιάσει το βιβλίο. Εκνευρισμένος την κλώτσησε ξαπλωνοντας της τελείως. Αίμα άρχισε να κυλάει από τη μύτη της, όμως δεν άφησε το σημειωματάριο απο τα χέρια της. Αργά το έβαλε ανάμεσα στα ρούχα της και έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Ο άντρας έβαλε το βάρος του πάνω της εμποδίζοντας την, την έπιασε απο τον λαιμό και άρχισε να σφίγγει.
Ο κόσμος γύρω της άρχισε να χάνεται, οι ήχοι της καταιγίδας έξω από το πλοίο έμοιαζαν μακρινοί, σχεδόν αδιάφοροι. Και μέσα της μόνο μια φωνή αντηχούσε. Του Φινν.
"Γειά σου μικρή" της είπε με τον γνωστό ανάλαφρο τρόπο του.
Άνοιξε το στόμα της να μιλήσει όμως ένιωσε ένα αδικαιολόγητο κύμα θλίψης και απώλειας να την κατακλύζει. Έπεσε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε λυγμούς.
"Πολύ φοβάμαι ότι άργησες λίγο αδερφούλα..." της είπε χαιδευοντας της τα μαλλιά.
" Τι συμβαίνει; Τι είναι όλα αυτά; ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;" φώναξε ανάμεσα στα δάκρυα της.
"Συγνώμη που δεν σε προετοίμασα νωρίτερα. Και εγω ο ίδιος δεν ήξερα όσο ήμουν δίπλα σου. Όμως τώρα το δώρο είναι δικό σου." Την απομάκρυνε απαλά για να την κοιτάξει πρόσωπο με πρόσωπο.
"Δεν καταλαβαίνω " ψέλλισε.
"Όλα θα αρχίσουν να βγάζουν νόημα όταν βρεις τον δράκο." Την φίλησε στο μέτωπο και εξαφανίστηκε φέρνοντας την πίσω στη καμπίνα του καπετάνιου.
Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε τον άντρα που έσφιγγε ακόμα τον λαιμό της, όμως κάτι είχε αλλάξει. Μέσα της έρεε μια δύναμη που δεν είχε πριν, την γέμιζε, απλωνόταν σε κάθε άκρη του κορμιού της και ήταν έτοιμη να εκραγεί.
Δεν μπορούσε να την συγκρατήσει άλλο.
Η Κέννα ένιωσε τη φωτιά της να απελευθερώνεται από μέσα της, σαν ένα φράγμα να έσπασε ξαφνικά. Άρχισε να ουρλιάζει απο πόνο και το ίδιο έκανε και ο άντρας καθώς η φωτιά της εξαπλώθηκε πάνω του. Μη μπορώντας πλέον να τη συγκρατήσει πετάχτηκε απο πανω της και προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά στα ρούχα του, χρησιμοποιώντας την μαγεία του.
Την κοίταξε οχι με έκπληξη αλλά περισσότερο με επιβεβαίωση.
Ο Άτλας βρήκε την ευκαιρία του. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον εχθρό, και με ένα ξαφνικό σάλτο, βούτηξε προς τα κάτω με τα νύχια του απλωμένα. Ο άντρας δεν είχε χρόνο να αντιδράσει. Ο Άτλας όρμησε προς το πρόσωπό του, γραπώνοντας τον με τα νύχια και τραυματίζοντάς τον στο μέτωπο. Εκείνος ούρλιαξε από πόνο σκεπάζοντας το πρόσωπό του με το χέρι του για να διώξει το γεράκι.
Ο Άτλας πετούσε χαμηλά πάνω από την Κέννα, προστατευτικός και έτοιμος να επιτεθεί ξανά αν χρειαστεί. Ο άντρας βλαστήμησε, σκουπίζοντας το αίμα από το μέτωπό του και έβαλε το μαχαίρι του πίσω στη θήκη.Για μια στιγμή, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, και η Κέννα κατάλαβε πως αν την ήθελε νεκρή θα το είχε χρησιμοποιήσει, όπως έκανε και στον καπετάνιο.
Δεν είχε σκοπό να μείνει και να μάθει ποια ήταν τα κίνητρά του. Σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έτρεξε προς την πόρτα με τον Άτλανα την ακολουθεί.
Η φωτιά που εξαπέλυσε νωρίτερα είχε ήδη απλωθεί σε όλο το δωμάτιο, ίσως και σε άλλα σημεία στο πλοίο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και η ορατότητα μειωμένη όμως η Κέννα συνέχισε να τρέχει ψάχνοντας μια διέξοδο. Σχεδόν τα είχε καταφέρει.
Σχεδόν.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακολούθησε μετά απο ενα βίαιο τράνταγμα, πετώντας την Κέννα με δύναμη στον τοίχο. Ο πόνος τη διέλυσε, αλλά δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Οι τοίχοι έτριζαν απειλητικά, και το πλοίο άρχισε να γέρνει επικίνδυνα, απειλώντας να τους παρασύρει όλους μαζι του στον πάτο της θάλασσας.
Οι επιλογές της φαίνονταν περιορισμένες. Το πλοίο ήταν έτοιμο να διαλυθεί, είτε απο τη φωτιά που ξεκίνησε είτε απο τη σύγκρουση. Η μόνη της ευκαιρία ήταν να βγει στην επιφάνεια πριν την πλακώσουν τα συντρίμμια.
Άπλωσε τα χέρια της και κάλεσε αυτή τη νέα δύναμη μέσα της. Την ένιωθε να απαντά σαν κάτι γνώριμο, σαν κάτι που πάντα ήταν εκεί και περίμενε. Αυτήν τη φορά κύλισε αβίαστα και είχε τον πλήρη έλεγχο.
Οι παλάμες της έλαμψαν και με μια κίνηση εξαπέλυσε φλόγα στον τοίχο μπροστά της. Ο τοίχος υποχώρησε σαν να ήταν φτιαγμένος από χαρτί, δημιουργώντας ένα άνοιγμα στα πλάγια του πλοίου. Ο αέρα και η βροχή μπήκαν μέσα με μανία.
"ΦΥΓΕ!" φώναξε στον Άτλα για να ακουστεί πάνω απο τον θόρυβο της καταιγίδας
"ΠΕΤΑ!"
Και λίγο πριν προλάβει να πηδήξει στη θάλασσα, οι σανίδες υποχώρησαν κάτω απο τα πόδια της, ρίχνοντας την στο κενό.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Sun 06 Oct, 2024 1:08 am
by Έζρα
Εκσφενδονίστηκαν και οι δυο στον αέρα, και ο Έζρα έπεσε με δύναμη πάνω στο κατάρτι. Τα χέρια του αγκάλιασαν γρήγορα τον κορμό, και έσφιξε τα δόντια. Η καρδιά του βούλιαξε στο στήθος του, καθώς είδε τον Ντέρβελ να σέρνεται μπρούμυτα στο κατάστρωμα, μην έχοντας από κάπου να πιαστεί. Επικρατούσε πανικός, κι ενώ οι άντρες του πληρώματος έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αλλάξουν ρότα στο καράβι, ήταν μάταιο.
Η σύγκρουση ήταν τόσο σφοδρή, που η μύτη του ξένου καραβιού έσκιζε σιγά σιγά το δικό τους στα δύο, παρασύροντας νεκρούς στο διάβα του. Ο Έζρα δεν μπορούσε να χωνέψει ότι το θέαμα που εξελισσόταν μπροστά του ήταν αληθινό. Άκουγε συχνά για τραγωδίες, όμως ποτέ δεν περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο στον ίδιο. Και πάλι, σε αντίθεση με άλλους, είχε το πλεονέκτημα να κατέχει μαγεία, όμως οι δυνάμεις της γης του ήταν εντελώς άχρηστες τώρα, που βρισκόταν περικυκλωμένος από το νερό.
Τα δύο μισά του καραβιού άρχισαν να ξεκολλάνε. Ο Έζρα ένιωσε το βάρος του να γέρνει προς τα δεξιά. Έμπηξε τα νύχια του στον κορμό τόσο δυνατά, που μάτωσαν. Πού ήταν ο Ντέρβελ; Έπρεπε να σκαρφαλώσουν κάπου ψηλά. Και τότε τον είδε, να κρέμεται από την άκρη της κουπαστής.
Προσπάθησε να φωνάξει το όνομά του, όμως ήταν αδύνατον να ακουστεί μέσα σε τόσες άλλες κραυγές. Εκείνος όμως, λες και διαισθάνθηκε το κάλεσμα, γύρισε το κεφάλι και κοίταξε προς το μέρος του.
Πολλοί άρχισαν να πέφτουν στην θάλασσα για να σωθούν· κι ο Ντέρβελ τους ακολούθησε.
«Όχι!» ούρλιαξε ο Έζρα καθώς το βλέμμα τους κλείδωνε για μια τελευταία φορά σε χαιρετισμό, πριν ο φίλος του βουτήξει στην υγρή άβυσσο.
Ένα δυνατό *ΚΡΑΚ* ακούστηκε ξαφνικά, καθώς τα δύο μισά έσπαγαν εντελώς, και το ξένο καράβι εγκλωβιζόταν στη μέση του δικού τους.
Ξεκίνησε να σκαρφαλώνει. Από ψηλά, μπορούσε να δει τη φωτιά που μαινόταν ήδη στο κέντρο.
Ήταν μάταιο.
Καπνός και ομίχλη είχαν γίνει ένα, και ο Έζρα ήταν πλέον πεπεισμένος πως αυτές ήταν οι τελευταίες του στιγμές. Ίσως αυτό ήθελε να του πει η αδερφή του, όταν τον επισκέφθηκε την προηγούμενη νύχτα στον ύπνο του. Ίσως ήταν η ώρα να πάει να την βρει.
Ένιωσε ένα χέρι να γραπώνει με δύναμη το πόδι του καθώς ένας άνδρας προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πιο ψηλά από τον ίδιο.
«Τι κάνεις, θα πέσουμε και οι δύο!» του φώναξε ο Έζρα.
«Εγώ όχι», απάντησε ο άνδρας, και τον τράβηξε ξανά απότομα, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του.
Ο Έζρα ευχόταν να μπορούσε να δει για μια τελευταία φορά τα άστρα, καθώς έπεφτε ανάσκελα στο κενό.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Mon 04 Nov, 2024 10:29 pm
by Shorby
Η Ωρόρα έπλεε για Άστασκο. Το ταξίδι ήταν ήρεμο σχετικά μετά το Oυν. Ο Τιμ άρχισε να κρώζει όταν έφτασαν στην στροφή ανάμεσα στο Λαόνε και το Μελ. Ανοιχτά της θάλασσας, με θέα το ηφαίστειο του νησιού Μαντόνκα το πλήρωμα της Ωρόρα αντίκρυζε μια καταστροφή. Δύο επιβατικά πλοία είχαν συγκρουστεί μεταξύ τους. Οι κραυγές έφταναν ως την Ωρόρα σιγά σιγά, ενώ η φωτιά άρχιζε να εξαπλώνεται και στάχτες να γεμίζουν τον ουρανό. Για μια στιγμή όλοι κοκκάλωσαν κοιτάζοντας το. Πόσα λάθη μπορεί να έγιναν, για να συμβεί αυτό;
Η Σόρμπι και ο Νέιλ φώναξαν ταυτόχρονα. Όλοι ξεκίνησαν να κινούνται πυρετωδώς. Ο Νέιλ έσπρωξε σε μια γωνιά τον Τσέκμειτ και του είπε απόλυτα "Κάθισε εδω και μη το κουνήσεις!" Η κατάσταση αυτή ήταν χειρότερη, καθώς άλλοι άνθρωποι κινδύνευαν. Δεν έπρεπε να γίνει κανένα λάθος. Η Σόρμπι οδήγησε την Ωρόρα με όλη της την ταχύτητα προς τα πλοία. Το ένα είχε σχεδόν εξ' ολοκλήρου σπάσει στα δύο, καθώς το άλλο είχε πέσει με την πλώρη στα πλαϊνά του.
Η Σόρμπι φώναξε για ετοιμότητα. Άντρες ετοιμάστηκαν με σχοινιά δεμένοι για να βοηθήσουν τους ανθρώπους. Η Ωρόρα πέρασε ξυστά από τα πλοία, κρατώντας την ορμή της για να μπορέσει να στρίψει. Στο πρώτο παράγγελμα του Νέιλ, δέκα άντρες με ηγέτη τον Τσαρ χυθήκαν στα τσακισμένα πλοία να βοηθήσουν. Ο Νέιλ φώναζε με όλη του τη δύναμη, δίνοντας κατεύθυνση προς την Ωρόρα. Κι άλλα σχοινιά ετοιμάστηκαν. Η Ωρόρα κινήθηκε ευθεία και έκανε μια μεγάλη και απότομη αναστροφή. Τα ξύλα έτριζαν δοκιμάζοντας την ευελιξία και την αντοχή της. Η Σόρμπι αμέσως έκοψε ταχύτητα, τα πανιά με μανία άρχισαν να ανεβαίνουν και κουπιά βγήκαν για να επιβραδύνουν το πλοίο.
Οι ναύτες των πλοίων και το πλήρωμα της Ωρόρα άρχισαν να βοηθούν όσους επιβάτες ήταν κοντά και να τους μετεπιβιβάζουν στο κατάστρωμα της Ωρόρα. Ο Νέιλ φώναζε για τάξη και ψυχραιμία. Ο Τσαρ και οι υπόλοιποι σιγά σιγά άρχιζαν να καταφθάνουν με κόσμο. Τους άφηναν κοντά στο κατάστρωμα που βρίσκονταν οι υπόλοιποι ναύτες και έτρεχαν ξανά πίσω για να βρουν άλλους. Η Σόρμπι ήθελε να χυθεί να βοηθήσει, μα η θέση της ήταν στο τιμόνι. Έπρεπε να κρατάει την Ωρόρα κοντά για να μπορεί να μεταφερθεί ο κόσμος, αλλά αρκετά μακριά ώστε να μην γίνει και η Ωρόρα έρμαιο της φωτιάς.
Άκουσε την κραυγή του Νέιλ "ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ" το χέρι του έδειχνε ένα κόκκινο κεφάλι στα αριστερά της Ωρόρα. Η καταιγίδα θα την έπνιγε. Η Σόρμπι σφίχτηκε. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι. Η σχέση της Σόρμπι και του Νέιλ όμως ήταν ιδιαίτερη. Η Σόρμπι φώναξε το όνομα του και στην στιγμή, δίχως να το σκέφτεται έπιασε το σχοινί που ήταν πάντα δεμένο στο τιμόνι και πήδηξε. Ο Νέιλ τρέχοντας μόλις που πρόλαβε να πιάσει το τιμόνι και να το ισιώσει ξανά. Κοίταξε την θάλασσα έντρομος. Το κόκκινο κεφάλι συνέχιζε να επιπλέει. "Έλα μικρήηηη έλα μικρήηη" λίγο αργότερα η Σόρμπι αχνοφάνηκε δίπλα στην κοκκινομάλα γυναίκα.
Η Σόρμπι άρπαξε την γυναίκα και την κράτησε σφιχτά. Η κοπέλα φαινόταν να μην έχει τις αισθήσεις της, οπότε η Σόρμπι κράτησε το κεφάλι της ψηλά, παλεύοντας με τα κύματα. Για να σιγουρευτεί για την κατάσταση της, της έκλεισε την μύτη και φύσηξε τρεις φορές δυνατά μέσα στο στόμα της κλείνοντας ερμητικά τα χείλη της.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Posted: Sun 19 Jan, 2025 6:01 pm
by Kenna
Πάλευε να παραμείνει στην επιφάνεια όμως η θάλασσα ήταν παγωμένη, τα κύματα τεράστια, και το κορμί της έμοιαζε να έχει παραδοθεί. Ένιωθε τα ρούχα της βαριά, να την τραβούν στον πάτο, δεν είχε πια τη δύναμη να αντισταθεί. Δεν ήξερε αν ήθελε να αντισταθεί. Ο λήθαργος που την καλούσε φαινόταν γλυκός και ήταν τόσο κοντά στο να τον φτάσει.
''Συνέχισε να κολυμπάς μικρή!'' άκουσε μέσα στο κεφάλι της τη φωνή του Φιν. "Έρχομουν να σε βρω. Περίμενε με.." του απάντησε και πριν το καταλάβει άρχισε να βουλιάζει χάνοντας τις αισθήσεις της.
Μια ξαφνική πίεση στο σώμα της την ταρακούνησε. Κάποιος την είχε αρπάξει και την τραβούσε στην επιφάνεια. Τα μάτια της μισάνοιξαν για μια στιγμή καθώς ο αέρας γύρισε στα πνευμονία της. Ένα θολό πρόσωπο και μια φωνή γεμάτη αποφασιστικότητα. "Σε έχω!''
Η Κέννα δεν μπορούσε να αντιδράσει, ήταν πολύ κουρασμένη για να βοηθήσει. Όμως η γυναίκα δεν την άφησε ούτε στιγμή. Την κρατούσε σφιχτά, ακόμα και όταν τα κύματα τις χτυπούσαν αλύπητα.
Μόλις έφτασαν στο πλοίο, τα χέρια άλλων ανθρώπων την έπιασαν, τραβώντας την μακριά από το νερό. Το σώμα της έπεσε με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα. Η αναπνοή της ήταν κοφτή και ένας βήχας της έκαιγε τον λαιμό, αναγκάζοντας την να βγάλει όσο νερό είχε καταπιεί. Γύρισε το κεφάλι και είδε τη γυναίκα που την είχε σώσει μια δυνατή φιγούρα, που στεκόταν πάνω της λαχανιασμένη.
Το σώμα της ήταν μουδιασμένο. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να χαρεί που ήταν ζωντανή ή να κλάψει από την εξάντληση και το σοκ. Άκουγε τους ναύτες να φωνάζουν εντολές, να τραβούν κι άλλους από τη θάλασσα. Η μυρωδιά του καπνού ακόμα αιωρούνταν στον αέρα.
"Πώς σε λένε;" τη ρώτησε η γυναίκα.
"Κέννα," κατάφερε να πει σιγανά.
"Σόρμπι" της απάντησε με ένα καθησυχαστηκό βλέμμα και απομακρύνθηκε δίνοντας της χώρο να συνέλθει.
Η φωτιά πίσω της έμοιαζε να καταπίνει ό,τι απέμενε από τα πλοία. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός: κραυγές, τριξίματα ξύλων, εκρήξεις. Ξάπλωσε, κοιτάζοντας τον γκρίζο ουρανό που ήταν γεμάτος στάχτη.
Προσπάθησε να θυμηθεί τι έγινε, όλες τις λεπτομέρειες των γεγονότων που συνέβησαν τις τελευταίες ώρες μήπως και καταλάβει, όμως τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Ψηλάφησε τον κορμό της, το ημερολόγιο ήταν ακόμα εκεί. Κοίταξε γύρω της τους ναύτες που ακόμα έτρεχαν πάνω κάτω φροντίζοντας όσους ανέσυραν απο τη θάλασσα. Ναι, τους έσωσαν, όμως δεν ήξερε αν μπορούσε να τους εμπιστευτεί. Πέθαινε να ελέγξει αν καταστράφηκε απο το νερό, να δει τι άλλα μυστικά έκρυβε, όμως δεν το εμφάνισε.
Ανάμεσα στον καπνό διέκρινε τον Άτλα να πλησιάζει. Το γεράκι προσγειώθηκε προσεκτικά δίπλα της και την κοίταξε με προσοχή ελέγχοντας την για τραύματα.
"Καλά είμαι..." του ψιθύρισε, ενώ τον χάιδευε απαλά στο ράμφος. Εκείνος έγειρε ελαφρά το κεφάλι, σαν να μην ήταν σίγουρος. Ίσως όσα είχαν περάσει να ήταν εξίσου τραυματικά για αυτόν, σκέφτηκε και κούρνιασε μαζί του, απομονόνοντας τον απο το χάος γύρω τους. Το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί και ίσως όταν ξυπνούσε τίποτα απο αυτά δεν θα είχει συμβεί στην πραγματικότητα.
ΤΕΛΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ