Role Playing Writing Game
Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
Η νέα παραλαβή περίμενε στο λιμάνι του Ashtasco. Αυτή τη φορά ο «Κόρακας» θα ενίσχυε την κάβα του με ένα καινούριο ρούμι, κάπου από τα νησιά Eros. Ο Μαύρος Βαλ πήρε μαζί του 3 από τους άντρες του και φύγανε με τις άμαξες να φορτώσουν τα κιβώτια.
Πλησιάζοντας το λιμάνι ένα δυσάρεστο προαίσθημα κυριαρχούσε μέσα του. Πάντα οι συναλλαγές με προμηθευτές που δε γνώριζε του προκαλούσαν αυτό το συναίσθημα. Ένας ασυνήθιστα πρόσχαρος νάνος τον περίμενε στο σημείο συνάντησης που είχε οριστεί. «Εντάξει όλα;» ρώτησε με μια δόση νευρικότητας ο Μαύρος Βαλ. «Αυτό έλλειπε!» Απάντησε με σαρκαστικό τόνο ο νάνος. «Όλα;!» ξαναρώτησε ο Βαλ, αυτή τη φορά με πιο επιθετική διάθεση. «Ηρέμησε μεγάλε, όλα είπαμε.» Απάντησε ο νάνος εκνευρισμένος. Ο Βαλ έβγαλε τότε ένα χοντρό πουγκί με νομίσματα και το δώσε στον έμπορο. Με μια κίνηση του χεριού του, μέσα σε λίγα λεπτά οι άμαξες φορτώθηκαν και ξεκίνησε ο δρόμος της επιστροφής.
Σχεδόν είχαν φτάσει πίσω στον μια ομάδα από φύλακες είχαν κλείσει την κυκλοφορία του δρόμου. Ο επικεφαλής πηγαίνει απευθείας στο μέρος των σταματημένων πλέον αμαξών. «Τι έχουμε εδώ;» ρώτησε συνοφρυωμένος ο φύλακας. Από το εσωτερικό της πρώτης άμαξας ακούστηκε ένα βήξιμο. Κατευθυνόμενος με όπλο σηκωμένο και προσεκτικά βήματα, ο φύλακας άρχισε να διακρίνει έναν ακόμα ήχο, πιο γνώριμο από τον προηγούμενο. Φτάνοντας τελικά στην ανοιχτή πόρτα της άμαξας, μπορούσε να διακρίνει τη σκοτεινή μορφή του Μαύρου Βαλ ο οποίος έπαιζε στα χέρια του ένα πουγκί με νομίσματα. Ο Βαλ τότε πέταξε στα χέρια του φύλακα το πουγκί. «Ευχαριστούμε που κρατάτε τους δρόμους ασφαλείς.» συμπλήρωσε ο Βαλ. Ο φύλακας απάντησε με ένα νεύμα και γύρισε πίσω στους συναδέλφους του οι οποίοι ξεκίνησαν να απομακρύνονται απ ΄το δρόμο. Κάποιος ξέρει περισσότερα απ’ όσα πρέπει… Σκέφτηκε ο Βαλ ενοχλημένος καθώς ξεκινούσαν τα άλογα.
Η ταβέρνα «Κόρακας» μπορεί να μην ήταν η πιο εντυπωσιακή αλλά σίγουρα είχε χαρακτήρα. Ένα γλυπτό κρανίο κορακιού δεσπόζει στην είσοδο, τα κενά του οποίου εξέπεμπαν ένα δυνατό κόκκινο φως στο κατά τ’ άλλα υποφωτισμένου τοπίου. Το ξύλο καρυδιάς κυριαρχεί τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική διακόσμηση σε διάφορες μορφές και τεχνικές. Μπαίνοντας μέσα, διάφορα βαλσαμωμένα ζώα ήταν διασκορπισμένα στο χώρο που ο χαμηλός φωτισμό και το τρεμόπαιγμα της φωτιάς πολλές φορές έδιναν την αίσθηση ότι είναι ζωντανά. Τραπέζια ανομοιόμορφα, απλωμένα στο χώρο, με αναπαυτικές και μη καρέκλες έδινα μια χαοτική αίσθηση στο χώρο. Για πολλούς το πιο σημαντικό σημείο του «Κόρακα» ήταν η μακρόστενη μπάρα του, κατά μήκος της οποίας έχει γραφτεί η ιστορία αυτής την ταβέρνας.
Αφού η εκφόρτωση έφτασε στο τέλος της, ο Βαλ πήγε στη συνηθισμένη θέση του κρατώντας ένα μπουκάλι από το καινούριο προϊόν. Ο Λέλος, το κοράκι , με τον που τον είδε αμέσως κάθισε στον ώμο του. Άδειασε σε ένα ποτήρι και δοκίμασε. «Φοβάμαι πως η νέα μας αγορά δε θα μας φέρει κέρδη φίλε μου…» είπε απευθυνόμενος στο κοράκι , «Γιατί θα το πιω όλο μόνος μου!» συμπλήρωσε γελώντας τρανταχτά και ρούφηξε λαίμαργα άλλη μια γουλιά.
Η νύχτα είχε έρθει για τα καλά και οι θαμώνες, πιστοί στο ραντεβού τους, πλημύριζαν το χώρο. Το μπουκάλι άδειαζε με γοργό ρυθμό, ωστόσο ο Μαύρος Βαλ ακόμα είχε νηφάλια σκέψη. Περιεργαζόταν ακούραστα τις φάτσες γύρω του. Οι περισσότερες γνώριμες αλλά πάντα υπήρχαν και οι άγνωστες. Στο γυάλινο μάτι του τρεμόπαιζαν οι φλόγες από το τζάκι. Ήταν τέτοια η φύση της ζωής που επέλεξε, που δεν του επιτρεπόταν η χαλάρωση.
Πλησιάζοντας το λιμάνι ένα δυσάρεστο προαίσθημα κυριαρχούσε μέσα του. Πάντα οι συναλλαγές με προμηθευτές που δε γνώριζε του προκαλούσαν αυτό το συναίσθημα. Ένας ασυνήθιστα πρόσχαρος νάνος τον περίμενε στο σημείο συνάντησης που είχε οριστεί. «Εντάξει όλα;» ρώτησε με μια δόση νευρικότητας ο Μαύρος Βαλ. «Αυτό έλλειπε!» Απάντησε με σαρκαστικό τόνο ο νάνος. «Όλα;!» ξαναρώτησε ο Βαλ, αυτή τη φορά με πιο επιθετική διάθεση. «Ηρέμησε μεγάλε, όλα είπαμε.» Απάντησε ο νάνος εκνευρισμένος. Ο Βαλ έβγαλε τότε ένα χοντρό πουγκί με νομίσματα και το δώσε στον έμπορο. Με μια κίνηση του χεριού του, μέσα σε λίγα λεπτά οι άμαξες φορτώθηκαν και ξεκίνησε ο δρόμος της επιστροφής.
Σχεδόν είχαν φτάσει πίσω στον μια ομάδα από φύλακες είχαν κλείσει την κυκλοφορία του δρόμου. Ο επικεφαλής πηγαίνει απευθείας στο μέρος των σταματημένων πλέον αμαξών. «Τι έχουμε εδώ;» ρώτησε συνοφρυωμένος ο φύλακας. Από το εσωτερικό της πρώτης άμαξας ακούστηκε ένα βήξιμο. Κατευθυνόμενος με όπλο σηκωμένο και προσεκτικά βήματα, ο φύλακας άρχισε να διακρίνει έναν ακόμα ήχο, πιο γνώριμο από τον προηγούμενο. Φτάνοντας τελικά στην ανοιχτή πόρτα της άμαξας, μπορούσε να διακρίνει τη σκοτεινή μορφή του Μαύρου Βαλ ο οποίος έπαιζε στα χέρια του ένα πουγκί με νομίσματα. Ο Βαλ τότε πέταξε στα χέρια του φύλακα το πουγκί. «Ευχαριστούμε που κρατάτε τους δρόμους ασφαλείς.» συμπλήρωσε ο Βαλ. Ο φύλακας απάντησε με ένα νεύμα και γύρισε πίσω στους συναδέλφους του οι οποίοι ξεκίνησαν να απομακρύνονται απ ΄το δρόμο. Κάποιος ξέρει περισσότερα απ’ όσα πρέπει… Σκέφτηκε ο Βαλ ενοχλημένος καθώς ξεκινούσαν τα άλογα.
Η ταβέρνα «Κόρακας» μπορεί να μην ήταν η πιο εντυπωσιακή αλλά σίγουρα είχε χαρακτήρα. Ένα γλυπτό κρανίο κορακιού δεσπόζει στην είσοδο, τα κενά του οποίου εξέπεμπαν ένα δυνατό κόκκινο φως στο κατά τ’ άλλα υποφωτισμένου τοπίου. Το ξύλο καρυδιάς κυριαρχεί τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική διακόσμηση σε διάφορες μορφές και τεχνικές. Μπαίνοντας μέσα, διάφορα βαλσαμωμένα ζώα ήταν διασκορπισμένα στο χώρο που ο χαμηλός φωτισμό και το τρεμόπαιγμα της φωτιάς πολλές φορές έδιναν την αίσθηση ότι είναι ζωντανά. Τραπέζια ανομοιόμορφα, απλωμένα στο χώρο, με αναπαυτικές και μη καρέκλες έδινα μια χαοτική αίσθηση στο χώρο. Για πολλούς το πιο σημαντικό σημείο του «Κόρακα» ήταν η μακρόστενη μπάρα του, κατά μήκος της οποίας έχει γραφτεί η ιστορία αυτής την ταβέρνας.
Αφού η εκφόρτωση έφτασε στο τέλος της, ο Βαλ πήγε στη συνηθισμένη θέση του κρατώντας ένα μπουκάλι από το καινούριο προϊόν. Ο Λέλος, το κοράκι , με τον που τον είδε αμέσως κάθισε στον ώμο του. Άδειασε σε ένα ποτήρι και δοκίμασε. «Φοβάμαι πως η νέα μας αγορά δε θα μας φέρει κέρδη φίλε μου…» είπε απευθυνόμενος στο κοράκι , «Γιατί θα το πιω όλο μόνος μου!» συμπλήρωσε γελώντας τρανταχτά και ρούφηξε λαίμαργα άλλη μια γουλιά.
Η νύχτα είχε έρθει για τα καλά και οι θαμώνες, πιστοί στο ραντεβού τους, πλημύριζαν το χώρο. Το μπουκάλι άδειαζε με γοργό ρυθμό, ωστόσο ο Μαύρος Βαλ ακόμα είχε νηφάλια σκέψη. Περιεργαζόταν ακούραστα τις φάτσες γύρω του. Οι περισσότερες γνώριμες αλλά πάντα υπήρχαν και οι άγνωστες. Στο γυάλινο μάτι του τρεμόπαιζαν οι φλόγες από το τζάκι. Ήταν τέτοια η φύση της ζωής που επέλεξε, που δεν του επιτρεπόταν η χαλάρωση.
Μαύρος Βαλ
Re: Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
Οι ώρες αλλάζουν για τους τυφλούς ανάλογα με την κάψα που νιώθουν στο πρόσωπό τους. Έτσι και ο Glirion αποχαιρέτησε τη μέρα, ενώ καθόταν γυμνός σε στάση διαλογισμού με την πλάτη στο βράχο, σε μία πέτρινη λακούβα, έξω από την πόλη, που την αποκαλεί σπίτι.
Τίναξε το δεξί του χέρι και έπιασε το χιτώνα του. Ένα μονοκόμματο γκριζογάλαζο κομμάτι ύφασμα, το οποίο και ντύθηκε γρήγορα, του αρκούσε. Ζώστηκε τα λουριά του, έδεσε την κορδέλα του στις άδειες του κόγχες και έκανε να βγει. Σταμάτησε απότομα και γύρισε προς το μικρό σπήλαιο. Που πάω να φύγω χωρίς εσένα ψιθύρισε καθώς ψηλαφιστά ακούμπησε τη λαβή του Άχαρον, στερέωσε το ξιφίδιο στο ύψος της μέσης του, έπιασε στην έξοδο το ξύλινο κοντάρι του και με αργό βήμα κίνησε για τα περίχωρα της πρωτεύουσας.
120 βήματα ευθεία μέχρι ο βραχώδης λόφος να γίνει χώμα, 270 βήματα προς τα αριστερά ώσπου το μονοπάτι να ενωθεί με το δρόμο και όλο ευθεία μέχρι τη συνοικία έξω από τα τείχη. Το χαλαρό βραδινό αεράκι ήταν ξηρό και το σύρσιμο των ποδιών στους χωμάτινους δρόμους σήκωνε σκόνη. Σκιές βιαστικές, με γοργά βήματα και οπλές ζώων, ένιωθε να τον προσπερνούν καθώς πλησίαζε. Οι τελευταίοι περιπλανόμενοι, ακτήμονες και έμποροι, επέστρεφαν από το μόχθο τους στη θαλπωρή του σπιτιού τους. Περνώντας περιμετρικά από τους εξωτείχιους οικισμούς, γλίτωσε άσκοπους ελέγχους από τους φρουρούς και συνέχισε προς τις ταβέρνες.
"Η κουτσή Γαρίδα είναι κλειστή σήμερα", άκουσε τυχαία στο δρόμο δύο περαστικούς να συζητάνε, "και ο μαύρος γάτος είχε φασαρίες νωρίτερα και τον απέκλεισαν οι φρουροί. Κάτι ακούγεται για νέα πραμάτεια στο μαγαζί του Βαλ, ίσως περάσω αργότερα".
Είχε πάρα πολύ να πάει στο Κόρακα, συγκεκριμένα πριν το αναλάβει ο Μαύρος Βαλ, πως λεγόταν ο προηγούμενος, Θωθ, Θωρ; Δεν θυμάμαι σκεφτόταν και περπατούσε αργά. Έμπαινε στην πιο σκληρή γειτονιά της πόλης, κακόφημη, σκοτεινή, σίγουρα ένα απλός τύπος, πόσο μάλλον τυφλός, θα συναντούσε προβλήματα. Λίγοι δοκίμασαν, κανείς δεν γύρισε ικανοποιημένος. Σε ποιον να πει ότι ταπεινώθηκε από έναν τυφλό;
Το σκληρό χώμα στο οδόστρωμα, μαλάκωνε όσο χωνώταν πιο μέσα στη γειτονιά. Οι χαμετυπογειτονιές δεν απολάμβαναν τη φροντίδα του κέντρου. Ο δρόμος των ταβερνών είχε γενικά φασαρία και ένταση, κάθε κατεργάρης, καημένος, και κατατρεγμένος έβρισκε λίγη παρηγοριά, συντροφιά και ευκαρίες ή μπελάδες.
Έφτασε με το αργό του βήμα στο Κόρακα, με τη βοήθεια το κονταριού του βρήκε το δρόμο του μέχρι τη μπάρα, κάθισε άτσαλα στην αριστερή γωνία και φώναξε στο μπάρμαν, "τρία ποτήρια μαύρο ρούμι, σκέτα..."
Τίναξε το δεξί του χέρι και έπιασε το χιτώνα του. Ένα μονοκόμματο γκριζογάλαζο κομμάτι ύφασμα, το οποίο και ντύθηκε γρήγορα, του αρκούσε. Ζώστηκε τα λουριά του, έδεσε την κορδέλα του στις άδειες του κόγχες και έκανε να βγει. Σταμάτησε απότομα και γύρισε προς το μικρό σπήλαιο. Που πάω να φύγω χωρίς εσένα ψιθύρισε καθώς ψηλαφιστά ακούμπησε τη λαβή του Άχαρον, στερέωσε το ξιφίδιο στο ύψος της μέσης του, έπιασε στην έξοδο το ξύλινο κοντάρι του και με αργό βήμα κίνησε για τα περίχωρα της πρωτεύουσας.
120 βήματα ευθεία μέχρι ο βραχώδης λόφος να γίνει χώμα, 270 βήματα προς τα αριστερά ώσπου το μονοπάτι να ενωθεί με το δρόμο και όλο ευθεία μέχρι τη συνοικία έξω από τα τείχη. Το χαλαρό βραδινό αεράκι ήταν ξηρό και το σύρσιμο των ποδιών στους χωμάτινους δρόμους σήκωνε σκόνη. Σκιές βιαστικές, με γοργά βήματα και οπλές ζώων, ένιωθε να τον προσπερνούν καθώς πλησίαζε. Οι τελευταίοι περιπλανόμενοι, ακτήμονες και έμποροι, επέστρεφαν από το μόχθο τους στη θαλπωρή του σπιτιού τους. Περνώντας περιμετρικά από τους εξωτείχιους οικισμούς, γλίτωσε άσκοπους ελέγχους από τους φρουρούς και συνέχισε προς τις ταβέρνες.
"Η κουτσή Γαρίδα είναι κλειστή σήμερα", άκουσε τυχαία στο δρόμο δύο περαστικούς να συζητάνε, "και ο μαύρος γάτος είχε φασαρίες νωρίτερα και τον απέκλεισαν οι φρουροί. Κάτι ακούγεται για νέα πραμάτεια στο μαγαζί του Βαλ, ίσως περάσω αργότερα".
Είχε πάρα πολύ να πάει στο Κόρακα, συγκεκριμένα πριν το αναλάβει ο Μαύρος Βαλ, πως λεγόταν ο προηγούμενος, Θωθ, Θωρ; Δεν θυμάμαι σκεφτόταν και περπατούσε αργά. Έμπαινε στην πιο σκληρή γειτονιά της πόλης, κακόφημη, σκοτεινή, σίγουρα ένα απλός τύπος, πόσο μάλλον τυφλός, θα συναντούσε προβλήματα. Λίγοι δοκίμασαν, κανείς δεν γύρισε ικανοποιημένος. Σε ποιον να πει ότι ταπεινώθηκε από έναν τυφλό;
Το σκληρό χώμα στο οδόστρωμα, μαλάκωνε όσο χωνώταν πιο μέσα στη γειτονιά. Οι χαμετυπογειτονιές δεν απολάμβαναν τη φροντίδα του κέντρου. Ο δρόμος των ταβερνών είχε γενικά φασαρία και ένταση, κάθε κατεργάρης, καημένος, και κατατρεγμένος έβρισκε λίγη παρηγοριά, συντροφιά και ευκαρίες ή μπελάδες.
Έφτασε με το αργό του βήμα στο Κόρακα, με τη βοήθεια το κονταριού του βρήκε το δρόμο του μέχρι τη μπάρα, κάθισε άτσαλα στην αριστερή γωνία και φώναξε στο μπάρμαν, "τρία ποτήρια μαύρο ρούμι, σκέτα..."
...I look into your future and i see death...


Re: Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
Ο Μαύρος Βαλ συνέχιζε ακάθεκτος το φαγοπότι στην γωνιά της αμυδρά φωτισμένης ταβέρνας του κοιτάζοντας τους θαμώνες με καχυποψία. Ο Λέλος καθόταν στον ώμο του και παρακολουθούσε και αυτός ακούραστα το πλήθος. Καθώς η βραδιά προχωρούσε, ένας τυφλός άντρας μπήκε μέσα και κάθισε στη μπάρα. Ο Μαύρος Βαλ δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει την παράξενη αύρα που εξέπεμπε το σπαθί του μυστήριου αυτού ξωτικού. Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει ακριβώς, αλλά κάτι στη λεπίδα τον έκανε να νιώθει άβολα.
Ο Μαύρος Βαλ έκανε να ψιθυρίσει κάτι στον Λέλο, αλλά το κοράκι έβγαλε ένα απότομο κράξιμο, κάνοντας αρκετούς θαμώνες να γυρίσουν και να κοιτάξουν προς το μέρος τους. Δεν εμπιστευόταν κανέναν στον Κόρακα, ούτε καν τους ίδιους τους πελάτες του. Αλλά εμπιστευόταν τον Λέλο. Το πουλί είχε την αίσθηση του κινδύνου, μπορούσε να εντοπίσει μια απειλή πριν καν ο Βαλ καταλάβει ότι υπήρχε. Και ο Βαλ χρειαζόταν αυτού του είδους την προστασία, ειδικά με τέτοιες μορφές να παραμονεύουν τριγύρω. Ο κοίταξε τον Λέλο και στη συνέχεια έστρεψε την προσοχή του ξανά στον τυφλό άνδρα. Είχε ακούσει τις φήμες για τις ικανότητες ενός τυφλού πολεμιστή, πώς μπορούσε να κινείται μέσα στην πόλη χωρίς να τον βλέπουν ή να τον ακούνε, πώς είχε ένα όπλο που μπορούσε να κόψει τα πάντα και να αποκτήσει όραση μέσα από αυτό. Δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια, αλλά δεν επρόκειτο να το ρισκάρει να μάθει. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που συνήθιζε να αποσπά πληροφορίες.
Καθώς τον παρατηρούσε να τελειώνει το τρίτο ποτήρι, ο Βαλ σηκώθηκε και τον πλησίασε. Ο μυστηριώδης άντρας έστρεψε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του. Πίσω από το μαντήλι που φορούσε να καλύψει τα μάτια του διαγράφονταν ανατριχιαστικά οι άδειες κόγχες και παρά την έλλειψη όρασης, ο Βαλ αισθάνθηκε ότι τα κενά αυτά μάτια μπορούσαν να δουν μέσα στην ψυχή του.
“Ποιος είσαι εσύ;” ρώτησε ο Μαύρος Βαλ, με τα χέρια του να σφίγγουν τις σιδερογροθιές μέσα στις τσέπες του.
Ο Μαύρος Βαλ έκανε να ψιθυρίσει κάτι στον Λέλο, αλλά το κοράκι έβγαλε ένα απότομο κράξιμο, κάνοντας αρκετούς θαμώνες να γυρίσουν και να κοιτάξουν προς το μέρος τους. Δεν εμπιστευόταν κανέναν στον Κόρακα, ούτε καν τους ίδιους τους πελάτες του. Αλλά εμπιστευόταν τον Λέλο. Το πουλί είχε την αίσθηση του κινδύνου, μπορούσε να εντοπίσει μια απειλή πριν καν ο Βαλ καταλάβει ότι υπήρχε. Και ο Βαλ χρειαζόταν αυτού του είδους την προστασία, ειδικά με τέτοιες μορφές να παραμονεύουν τριγύρω. Ο κοίταξε τον Λέλο και στη συνέχεια έστρεψε την προσοχή του ξανά στον τυφλό άνδρα. Είχε ακούσει τις φήμες για τις ικανότητες ενός τυφλού πολεμιστή, πώς μπορούσε να κινείται μέσα στην πόλη χωρίς να τον βλέπουν ή να τον ακούνε, πώς είχε ένα όπλο που μπορούσε να κόψει τα πάντα και να αποκτήσει όραση μέσα από αυτό. Δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια, αλλά δεν επρόκειτο να το ρισκάρει να μάθει. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που συνήθιζε να αποσπά πληροφορίες.
Καθώς τον παρατηρούσε να τελειώνει το τρίτο ποτήρι, ο Βαλ σηκώθηκε και τον πλησίασε. Ο μυστηριώδης άντρας έστρεψε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του. Πίσω από το μαντήλι που φορούσε να καλύψει τα μάτια του διαγράφονταν ανατριχιαστικά οι άδειες κόγχες και παρά την έλλειψη όρασης, ο Βαλ αισθάνθηκε ότι τα κενά αυτά μάτια μπορούσαν να δουν μέσα στην ψυχή του.
“Ποιος είσαι εσύ;” ρώτησε ο Μαύρος Βαλ, με τα χέρια του να σφίγγουν τις σιδερογροθιές μέσα στις τσέπες του.
Μαύρος Βαλ
Re: Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
Στο άκουσμα των τριών ποτηριών να τοποθετούνται μπροστά του, άρπαξε γρήγορα το ένα και το κατέβασε με μιά ρουφηξιά. Το επέστρεψε με ένταση στην μπάρα και άρπαξε το δεύτερο, καθώς θα χτυπούσε και το δεύτερο στη μπάρα, άκουσε ένα δυνατό κράξιμο και ανακατοσούρα, μπελάδες; αναρωτήθηκε καθώς έκανε να πιει αργά το τρίτο ποτήρι.
Καθώς το ακουμπούσε στη μπάρα άκουσε βαριά βήματα να πλησιάζουν και μία στιβαρή αύρα να τον ζυγώνει.
"Ποιος είσαι εσυ"; Η ερώτηση κάθε άλλο παρά διερευνητική ήταν. Έκρυβε μέσα της πέρα από την απορία τη στυγερότητα κάποιου που δεν σηκώνει φασαρίες στο χώρο του.
Γύρισε αργά προς την κατευθυνση της φωνής, και έμεινε για μερικές στιγμές ακούνητος σαν να τον μετράει. "Glirion", αποκρίθηκε, "εσύ να υποθέσω είσαι ο Κόρακας;", δεν μπόρεσε να μην σχηματίσει ένα εριστικό χαμόγελο, στο άκουσμα ενός ακόμα κραξίματος, γέλασε, "ααα εσύ είσαι ο κόρακας, να υποθέσω τότε ότι είσαι το αφεντικό του Κόρακα;" Έστρεψε το κεφάλι του στη μπάρα, "άλλα δύο, ένα για μένα και ένα για τον κύριο."
Γύρισε ξανά το βλέμμα του στον συνομιλητή του. "Δεν ήρθα να προκαλέσω μπελάδες, φαντάζομαι ότι το ακούς συχνά αυτό, όμως ισχύει. Καλύτερα να έχεις το νου σου στην παρέα που κάθεται δίπλα στο παράθυρο δεξία από την πόρτα του μαγαζιού σου". Ξανά το γελάκι.
"Όσο για μένα, τώρα που ήρθαν τα ποτά," σήκωσε το χέρι του με το ποτό, έσκυψε μπροστά και ψιθύρισε, "εις το όνομα των νεκρών θεών" και γύρισε πίσω στη θέση του, "μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις και πίστεψέ με δεν θα σε απογοητεύσω."
Καθώς το ακουμπούσε στη μπάρα άκουσε βαριά βήματα να πλησιάζουν και μία στιβαρή αύρα να τον ζυγώνει.
"Ποιος είσαι εσυ"; Η ερώτηση κάθε άλλο παρά διερευνητική ήταν. Έκρυβε μέσα της πέρα από την απορία τη στυγερότητα κάποιου που δεν σηκώνει φασαρίες στο χώρο του.
Γύρισε αργά προς την κατευθυνση της φωνής, και έμεινε για μερικές στιγμές ακούνητος σαν να τον μετράει. "Glirion", αποκρίθηκε, "εσύ να υποθέσω είσαι ο Κόρακας;", δεν μπόρεσε να μην σχηματίσει ένα εριστικό χαμόγελο, στο άκουσμα ενός ακόμα κραξίματος, γέλασε, "ααα εσύ είσαι ο κόρακας, να υποθέσω τότε ότι είσαι το αφεντικό του Κόρακα;" Έστρεψε το κεφάλι του στη μπάρα, "άλλα δύο, ένα για μένα και ένα για τον κύριο."
Γύρισε ξανά το βλέμμα του στον συνομιλητή του. "Δεν ήρθα να προκαλέσω μπελάδες, φαντάζομαι ότι το ακούς συχνά αυτό, όμως ισχύει. Καλύτερα να έχεις το νου σου στην παρέα που κάθεται δίπλα στο παράθυρο δεξία από την πόρτα του μαγαζιού σου". Ξανά το γελάκι.
"Όσο για μένα, τώρα που ήρθαν τα ποτά," σήκωσε το χέρι του με το ποτό, έσκυψε μπροστά και ψιθύρισε, "εις το όνομα των νεκρών θεών" και γύρισε πίσω στη θέση του, "μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις και πίστεψέ με δεν θα σε απογοητεύσω."
...I look into your future and i see death...


Re: Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
Αν και η μορφή του Γκλίριον ήταν απόκοσμη, τα λόγια του δημιούργησαν μια αίσθηση οικειότητας στον Βαλ. Είχε την έπαρση και την εριστικότητα ενός ισχυρού ατόμου αλλά ήταν εμφανές ότι η προσωπικότητα αυτή πήγαζε από πραγματική δύναμη την οποία καλό θα ήταν να μην δοκιμάσει κανείς. Δεν ήταν σαν τους συνηθισμένους νταήδες που σύχναζαν στα μέρη αυτά και προκαλούσαν φασαρίες και ο Μαύρος Βαλ πείστηκε αμέσως γι αυτό. Ο Λέλος από την άλλη φαινόταν ιδιαίτερα αναστατωμένος από την αύρα και τα σχόλια του σκοτεινού αυτού ξωτικού ωστόσο εμπιστευόταν αρκετά την κρίση του Βαλ και έτσι σιγά σιγά άρχισε να ηρεμεί.
Αφού ο Βαλ χαλάρωσε τα χέρια του από τις σιδερογροθιές και έγειρε πάνω στη μπάρα έριξε μια γρήγορη ματιά στο σημείο που ο Γκλίριον τον προέτρεψε να κοιτάξει. Πράγματι, μια παρέα νάνων με μακριές γενειάδες και σκυθρωπά χαρακτηριστικά κοιτούσαν ανά διαστήματα προς το μέρος τους. Είχαν την όψη μισθοφόρων, αλλά ποιος από τους εχθρούς του μπορεί να είχε τόσο θράσος ώστε να στείλει μισθοφόρους να προκαλέσουν πρόβλημα στο μαγαζί του… Προς το παρόν αποφάσισε να τους αγνοήσει μιας και τέτοιες μορφές δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο σε αυτόν το χώρο. Τουλάχιστον όχι όσο περίεργος ήταν ο καινούριος «φίλος» του μαγαζιού.
Η προσοχή του επανήλθε αμέσως στον Γκλιριον ο οποίος είχε ήδη παραγγείλει την επόμενη γύρα ποτών. Μάλιστα είχε τον θράσος να παραγγείλει «ένα για τον κύριο».
«Κοίτα φίλε.. Γκλίριον, πώς έχει εδώ η κατάσταση. Όπως πολύ σωστά υπέθεσες, εγώ είμαι το αφεντικό εδώ, και στα μέρη μας είναι αγένεια να ζητάς ένα για τον κύριο, όταν ο κύριος είναι αυτός που διαθέτει εξαρχής το προϊόν.» Καθώς ο Βαλ τα λέει αυτά σπρώχνει τα ποτήρια προς τα πίσω και ρίχνει ένα σφύριγμα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου εμφανίζεται ο μπάρμαν. «Τάρικ, φέρε από το καλό. Και μη μου ξαναδώσεις τίποτα αν δε στο χω ζητήσει εγώ!» είπε βροντερά ο Βαλ. «Μμ..Μάλιστα αφεντικό, με συγχωρείς.» απάντησε σαστισμένος και σχεδόν τρέχοντας πήγε στο κελάρι επιστρέφοντας με ένα κρυστάλλινο μπουκάλι και δύο ποτήρια. Τα τοποθέτησε μπροστά τους και γέμισε με λίγο τρεμάμενο χέρι τα ποτήρια, «Κκκ..Κάτι άλλο αφεντικό;». «Ευχαριστούμε Τάρικ, μπορείς να επιστρέψεις στη δουλειά σου».
Έχοντας πλέον τα απαραίτητα εφόδια, ο Βαλ ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει την κατάσταση. «Βαλ είναι το όνομα μου» είπε στιβαρά καθώς έφτιαχνε λίγο το γιακά του και άπλωσε το χέρι του για χειραψία. Στο μυαλό του είχε καρφωθεί η φράση που ψιθύρισε το ξωτικό πριν πιει το ποτό του. Εις το όνομα των νεκρών θεών… Γιατί κανείς να πει κάτι τέτοιο άραγε. Προς το παρόν το άφησε ασχολίαστο.
«Μπορείς να ξεκινήσεις λέγοντας μου από πού έρχεσαι και τι είναι αυτό που αναζητάς σε αυτά τα υποφωτισμένα μέρη;» ρώτησε ο Βαλ με έναν πιο χαλαρό τόνο πλέον, καθώς κάθισε στη θέση δίπλα στον Γκλιριον.
Αφού ο Βαλ χαλάρωσε τα χέρια του από τις σιδερογροθιές και έγειρε πάνω στη μπάρα έριξε μια γρήγορη ματιά στο σημείο που ο Γκλίριον τον προέτρεψε να κοιτάξει. Πράγματι, μια παρέα νάνων με μακριές γενειάδες και σκυθρωπά χαρακτηριστικά κοιτούσαν ανά διαστήματα προς το μέρος τους. Είχαν την όψη μισθοφόρων, αλλά ποιος από τους εχθρούς του μπορεί να είχε τόσο θράσος ώστε να στείλει μισθοφόρους να προκαλέσουν πρόβλημα στο μαγαζί του… Προς το παρόν αποφάσισε να τους αγνοήσει μιας και τέτοιες μορφές δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο σε αυτόν το χώρο. Τουλάχιστον όχι όσο περίεργος ήταν ο καινούριος «φίλος» του μαγαζιού.
Η προσοχή του επανήλθε αμέσως στον Γκλιριον ο οποίος είχε ήδη παραγγείλει την επόμενη γύρα ποτών. Μάλιστα είχε τον θράσος να παραγγείλει «ένα για τον κύριο».
«Κοίτα φίλε.. Γκλίριον, πώς έχει εδώ η κατάσταση. Όπως πολύ σωστά υπέθεσες, εγώ είμαι το αφεντικό εδώ, και στα μέρη μας είναι αγένεια να ζητάς ένα για τον κύριο, όταν ο κύριος είναι αυτός που διαθέτει εξαρχής το προϊόν.» Καθώς ο Βαλ τα λέει αυτά σπρώχνει τα ποτήρια προς τα πίσω και ρίχνει ένα σφύριγμα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου εμφανίζεται ο μπάρμαν. «Τάρικ, φέρε από το καλό. Και μη μου ξαναδώσεις τίποτα αν δε στο χω ζητήσει εγώ!» είπε βροντερά ο Βαλ. «Μμ..Μάλιστα αφεντικό, με συγχωρείς.» απάντησε σαστισμένος και σχεδόν τρέχοντας πήγε στο κελάρι επιστρέφοντας με ένα κρυστάλλινο μπουκάλι και δύο ποτήρια. Τα τοποθέτησε μπροστά τους και γέμισε με λίγο τρεμάμενο χέρι τα ποτήρια, «Κκκ..Κάτι άλλο αφεντικό;». «Ευχαριστούμε Τάρικ, μπορείς να επιστρέψεις στη δουλειά σου».
Έχοντας πλέον τα απαραίτητα εφόδια, ο Βαλ ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει την κατάσταση. «Βαλ είναι το όνομα μου» είπε στιβαρά καθώς έφτιαχνε λίγο το γιακά του και άπλωσε το χέρι του για χειραψία. Στο μυαλό του είχε καρφωθεί η φράση που ψιθύρισε το ξωτικό πριν πιει το ποτό του. Εις το όνομα των νεκρών θεών… Γιατί κανείς να πει κάτι τέτοιο άραγε. Προς το παρόν το άφησε ασχολίαστο.
«Μπορείς να ξεκινήσεις λέγοντας μου από πού έρχεσαι και τι είναι αυτό που αναζητάς σε αυτά τα υποφωτισμένα μέρη;» ρώτησε ο Βαλ με έναν πιο χαλαρό τόνο πλέον, καθώς κάθισε στη θέση δίπλα στον Γκλιριον.
Μαύρος Βαλ
Re: Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
Καθώς ο Βαλ κατσάδιαζε το νεαρό εργαζόμενο το άνοιγμα του μπουκαλιού τον έκανε να τινάξει αυθόρμητα προς το μέρος του τη μούρη του. Το άρωμα εκείνου του ποτού, ρούμι ξεκάθαρα, δεν του ήταν οικείο. Είχε κάποια εξωτικότητα και ταυτόχρονα μία οξύτητα που σίγουρα θα έφερνε ζαλάδα με αρκετή ποσότητα. Μάντευε ότι ήταν σκουρόχρωμο και η πρώτη επαφή με τον ουρανίσκο ήταν χάρμα. Μικρές εκρήξεις οξύτητας και υψηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλη συνοδευμένες από έντονες επιγεύσεις εξωτικών φρούτων και πικάντικων μπαχαρικών με μακρύ γευστικό αποτύπωμα καθώς κατεβαίνει. "Άψογο Βαλ, άψογο." Έβαλε 3-4 ποτήρια και αφού τα κατέβασε σαν να μην υπάρχει αύριο, που δεν υπάρχει αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα, γύρισε στον Βαλ.
"Είμαι ένας τυφλός περιπλανώμενος λάτρης του παλιού κόσμου που έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα από τον νέο. ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΑ. Συνήθως συχνάζω στην Κουτσή Γαρίδα για να πνίγω τον πόνο μου και να ξεχνιέμαι με τις ζαλάδες μου ότι μία μέρα θα ανοίξω τα μάτια μου και αντί να μετράω βήματα και σημάδια θα χαζεύω από μακριά καραβάνια, ιστιοφόρα και τους λαούς της Selantia ενώ οι αισθήσεις μου θα ανταποκρίνονται σε αυτό που βλέπουν και δεν θα πασχίζουν να συμπληρώσουν την απουσία των ματιών μου."
Ρούφηξε αργά ακόμη ένα ποτήρι.
"Επειδή δεν είσαι ρουφιάνος σαν τον Θωθ ή πως τον έλεγαν είπα να σε τσεκάρω για στέκι και φαίνεσαι εντάξει μιας και κανένα άλλο ρημάδι δεν ξέρει να φέρνει τέτοια ποιότητα στη νύχτα μου." Ψηλάφισε να βρει το ποτήρι και το σήκωσε απαλά στον αέρα κοντά στο πρόσωπο του Βαλ. "Οι σιδερογροθιές ήταν υπερβολή, τσαμπουκάδες προς την πόρτα εκεί. Από μένα είσαι ασφαλής." Πέρασε και μία ανάσα χρόνου και συμπλήρωσε, "επίσης φίλε μου φαντάζομαι να ξέρεις, ότι όποιος περπατά στα σκοτάδια, το ημίφως του φέρνει αγαλλίαση..."
"Είμαι ένας τυφλός περιπλανώμενος λάτρης του παλιού κόσμου που έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα από τον νέο. ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΑ. Συνήθως συχνάζω στην Κουτσή Γαρίδα για να πνίγω τον πόνο μου και να ξεχνιέμαι με τις ζαλάδες μου ότι μία μέρα θα ανοίξω τα μάτια μου και αντί να μετράω βήματα και σημάδια θα χαζεύω από μακριά καραβάνια, ιστιοφόρα και τους λαούς της Selantia ενώ οι αισθήσεις μου θα ανταποκρίνονται σε αυτό που βλέπουν και δεν θα πασχίζουν να συμπληρώσουν την απουσία των ματιών μου."
Ρούφηξε αργά ακόμη ένα ποτήρι.
"Επειδή δεν είσαι ρουφιάνος σαν τον Θωθ ή πως τον έλεγαν είπα να σε τσεκάρω για στέκι και φαίνεσαι εντάξει μιας και κανένα άλλο ρημάδι δεν ξέρει να φέρνει τέτοια ποιότητα στη νύχτα μου." Ψηλάφισε να βρει το ποτήρι και το σήκωσε απαλά στον αέρα κοντά στο πρόσωπο του Βαλ. "Οι σιδερογροθιές ήταν υπερβολή, τσαμπουκάδες προς την πόρτα εκεί. Από μένα είσαι ασφαλής." Πέρασε και μία ανάσα χρόνου και συμπλήρωσε, "επίσης φίλε μου φαντάζομαι να ξέρεις, ότι όποιος περπατά στα σκοτάδια, το ημίφως του φέρνει αγαλλίαση..."
...I look into your future and i see death...


Re: Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
Πώς στο διάολο αντιλήφθηκε ένας τυφλός τι κρατάω μέσα στις τσέπες μου… αναρωτήθηκε ο Βαλ. Τι κίνητρα μπορεί να παρακινούσαν έναν τύπο σαν αυτόν άραγε; Να ταν τα χρήματα; Δύσκολο, η αμφίεση του αλλά και η αύρα του δεν υποδήλωναν σε καμία περίπτωση τη ματαιοδοξία των κοινών θνητών. Να ταν μήπως η περιπέτεια; Από την ταλαιπωρημένη του φυσιογνωμία ήταν εμφανές ότι δύσκολα θα μπορούσε να του προσφέρει κάτι πρωτόγνωρο σε αυτόν τον τομέα. Ίσως η πρόσκαιρη ηδονή να ήταν ένας τρόπος να κεντρίσεις το ενδιαφέρον του αλλά και πάλι, ούτε αυτό μοιάζει αρκετό.
Έτσι χαμένος όπως ήταν ο Βαλ μέσα στις σκέψεις του για ένα πράγμα ήταν σίγουρος. Ο Γκλίριον θα αποτελούσε εξαίρετη προσθήκη στον δυναμικό του και τα μελλοντικά επιχειρηματικά πλάνα του. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να ξεκλειδώσει το μυστήριο πίσω από το ιδιαίτερο αυτό ξωτικό, να καταλάβει τις επιθυμίες και τα κίνητρα του και να του προσφέρει αυτό ακριβώς που χρειαζόταν…
«Στην κουτσή Γαρίδα;! Χα.. Αν είχες την όραση σου μάλλον θα το απέφευγες αυτό το μέρος. Αλλά τέλος πάντων σοφή επιλογή να περάσεις από δω. Εκτός από εξωτικά ρούμια, προσφέρουμε κάθε λογής εξωτικές απολαύσει, οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί το… σκοτεινό μυαλό σου! Και για τις σιδερογροθιές, νομίζω καταλαβαίνεις… Ποτέ δε βλάπτει να είσαι λιιιγο επιφυλακτικός με άτομα που δε γνωρίζεις. Όσον αφορά τους νάνους εκεί πίσω, μην ανησυχείς. Μέχρι να γίνουν πρόβλημα, παραμένουν πελάτες και αν γίνουν πίστεψε με η έκβαση της επίλυσης του προβλήματος αυτού, δε θα επηρεάσει τη διασκέδαση σου.» Ολοκλήρωσε τη φράση του με ένα ελαφρύ νεύμα και μερικές γεμάτες γουλιές.
Απ’ όσα ειπώθηκαν έως τώρα η τελευταία φράση το Γκλίριον είχε καρφωθεί στο κεφάλι του Βαλ. Όποιος περπατά στα σκοτάδια, το ημίφως του φέρνει αγαλλίαση… Συμπυκνωμένη σοφία από κάποιον που φαινόταν πραγματικά να εννοεί τα λόγια του. Γιατί άλλωστε όποιος είχε ζήσει το σκοτάδι ήξερε ακριβώς την έννοια αυτής της φράσης. Το κεφάλι του Βαλ έγνεψε καταφατικά στην ολοκλήρωση αυτής της σκέψεις με το βλέμμα του να είναι χαμένο για λίγο.
Μερικά σιωπηρά δευτερόλεπτα και γουλιές αργότερα, ο Βαλ επανήλθε στην πραγματικότητα. «Φαίνεται, πως έχει ζήσει αρκετά πράγματα Γκλίριον! Αν έχεις την ευγένεια μοιράσου μαζί μου μια ιστορία σου. Αλλά μη μου πεις για θεούς και δαίμονες σε παρακαλώ. Πες μια ιστορία που περιγράφει τα πραγματικά τέρατα του κόσμου!» και ύψωσε το ποτήρι του, «Πιες αυτό το ποτήρι μαζί μου για τους ζωντανούς αυτού του κόσμου!». Από τον τόνο της φωνής του μαύρου Βαλ ήταν εμφανής πλέον η επίδραση του ρουμιού. Η διάθεση του είχε ανέβει και η καινούρια γνωριμία που έκανε του προκάλεσε αυτό το αίσθημα ζωντάνιας που έλλειπε από το ξωτικό απέναντι του.
Έτσι χαμένος όπως ήταν ο Βαλ μέσα στις σκέψεις του για ένα πράγμα ήταν σίγουρος. Ο Γκλίριον θα αποτελούσε εξαίρετη προσθήκη στον δυναμικό του και τα μελλοντικά επιχειρηματικά πλάνα του. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να ξεκλειδώσει το μυστήριο πίσω από το ιδιαίτερο αυτό ξωτικό, να καταλάβει τις επιθυμίες και τα κίνητρα του και να του προσφέρει αυτό ακριβώς που χρειαζόταν…
«Στην κουτσή Γαρίδα;! Χα.. Αν είχες την όραση σου μάλλον θα το απέφευγες αυτό το μέρος. Αλλά τέλος πάντων σοφή επιλογή να περάσεις από δω. Εκτός από εξωτικά ρούμια, προσφέρουμε κάθε λογής εξωτικές απολαύσει, οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί το… σκοτεινό μυαλό σου! Και για τις σιδερογροθιές, νομίζω καταλαβαίνεις… Ποτέ δε βλάπτει να είσαι λιιιγο επιφυλακτικός με άτομα που δε γνωρίζεις. Όσον αφορά τους νάνους εκεί πίσω, μην ανησυχείς. Μέχρι να γίνουν πρόβλημα, παραμένουν πελάτες και αν γίνουν πίστεψε με η έκβαση της επίλυσης του προβλήματος αυτού, δε θα επηρεάσει τη διασκέδαση σου.» Ολοκλήρωσε τη φράση του με ένα ελαφρύ νεύμα και μερικές γεμάτες γουλιές.
Απ’ όσα ειπώθηκαν έως τώρα η τελευταία φράση το Γκλίριον είχε καρφωθεί στο κεφάλι του Βαλ. Όποιος περπατά στα σκοτάδια, το ημίφως του φέρνει αγαλλίαση… Συμπυκνωμένη σοφία από κάποιον που φαινόταν πραγματικά να εννοεί τα λόγια του. Γιατί άλλωστε όποιος είχε ζήσει το σκοτάδι ήξερε ακριβώς την έννοια αυτής της φράσης. Το κεφάλι του Βαλ έγνεψε καταφατικά στην ολοκλήρωση αυτής της σκέψεις με το βλέμμα του να είναι χαμένο για λίγο.
Μερικά σιωπηρά δευτερόλεπτα και γουλιές αργότερα, ο Βαλ επανήλθε στην πραγματικότητα. «Φαίνεται, πως έχει ζήσει αρκετά πράγματα Γκλίριον! Αν έχεις την ευγένεια μοιράσου μαζί μου μια ιστορία σου. Αλλά μη μου πεις για θεούς και δαίμονες σε παρακαλώ. Πες μια ιστορία που περιγράφει τα πραγματικά τέρατα του κόσμου!» και ύψωσε το ποτήρι του, «Πιες αυτό το ποτήρι μαζί μου για τους ζωντανούς αυτού του κόσμου!». Από τον τόνο της φωνής του μαύρου Βαλ ήταν εμφανής πλέον η επίδραση του ρουμιού. Η διάθεση του είχε ανέβει και η καινούρια γνωριμία που έκανε του προκάλεσε αυτό το αίσθημα ζωντάνιας που έλλειπε από το ξωτικό απέναντι του.
Μαύρος Βαλ
Re: Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
Τα αληθινά τέρατα του κόσμου, σκέφτηκε όσο η υποψία φρυδιών του τριβόταν στο ύφασμα που έκρυβε τις κενές του κόγχες. Άδειασε το ποτήρι χωρίς σκέψη, καμπούριασε ελαφρά και ακούμπησε στην μπάρα. Κάρφωσε με το κενό του βλέμμα το Βαλ και ξεκίνησε να απαγγέλει το μερτικό της σοφίας του.
"Πολλά χρόνια πριν, πριν κατεβούν οι Θεοί της πύλες του κάτω κόσμου και μείνουν εκεί εγκλωβισμένοι, ο κόσμος έβγαζε περισσότερο νόημα. Υπήρχε μία ισορροπία και μία αίσθηση περί δικαίου, όσο δίκαιος μπορούσε να είναι ο άδικος κόσμος των ζώντων. Η Θεία παρουσία στον κόσμο κρατούσε την έννοια της κοσμικής ισορροπίας και τάιζε τις ψυχές των αποτυχημένων με ελπίδα επιτυχίας και καλύτερης ζωής στο όνομα των θεών."
"Όταν οι θνητοί ξεκίνησαν να αμφιβάλλουν για τους θεούς τότε στο όνομα της "πρωτοφανούς" ευκαιρίας ξεπήδησε μία νέα γενιά αποτυχημένων που αποφάσισε να δοκιμάσει το παράδοξο. ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΥΧΕΙ ΜΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ."
Έγειρε προς το Βαλ. "Βάλε ποτό. Ναι ξέρω πότε είναι άδειο το ποτήρι δεν χρειάζεται να το βλέπω."
"Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας ήταν ένας από αυτούς τους θλιβερούς αποτυχημένους που τόλμησε να δοκιμάσει, να προσπαθήσει να αποτύχει χωρίς ελπίδα. Στα τροπικά δάση της Goldosabeth ο χρόνος και ο χώρος αποκτούν άλλη διάσταση απ' ότι στον οργανωμένο κόσμο των πόλεων και των λιμανιών. Ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού και τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Γνωρίζεις φαντάζομαι πως στα βάθη της ζούγκλας κρύβεται μία πυραμίδα αφιερωμένη στις χθόνιες οντότητες του παλιού κόσμου. Το τι συμβαίνει εκεί θα στο πω άλλη φορά. Ο επαναστάτης αποτυχημένος, ας τον πούμε Τέοθ, πείστηκε ότι αξίζει να προσπαθήσει για μία ζωή χωρίς κοσμική ισορροπία, γεμάτη μόνο από το εγωιστικό του θέλω και τα όνειρά του."
"Η ματαιότητα της ζωής του τον πήρε μακριά από τα σύνολα που υπηρετούσε, μακριά από τον κόσμο που δεχόταν στοργικά την αποτυχία του. Και αποφάσισε να πάρει κι άλλους αποτυχημένους μαζί του για να πετύχει τον αποτυχημένο, ήδη, σκοπό του. Σταμάτησε να πιστεύει, σταμάτησε να ακούει, σταμάτησε να παρατηρεί, σταμάτησε να προσέχει. Έχτισε ένα τεράστιο αποτυχημένο εγώ και κρύφτηκε πίσω του με περίσσια αυταπάρνηση, για να πολεμήσει για τον κόσμο που αποτυχημένα ήθελε να χτίσει. Πιο τραγικοί, οι ακόλουθοί του, γοητευμένοι από την αποτυχημένη αποτυχία του, βρήκαν προσωρινό παυσίπονο, την ξερολίαση και τον υλισμό του και ξεχύθηκαν στα πέρατα του τότε κόσμου να διαδώσουν το θέλημα και το μέλημα του προφήτη της αποτυχίας."
"Καλά κρυμμένος στην πυραμίδα, έδιωξε τις οντότητες του παλιού κόσμου από το σπίτι τους και το οικειοποιήθηκε. Το στόλισε, το γυάλισε και το γέμισε με το εγώ του, απαγορεύοντας σε όλους, ακόμη και στον εαυτό του την είσοδο. Ένα κεκτημένο κενό εγώ. Και όταν τα θηρία της ζούγκλας αντέδρασαν στην καταστροφή της ισορροπίας τους και ζήτησαν το λόγο από τον Τέοθ, εκείνος δεν ζήτησε ασφάλεια στην πυραμίδα παρά ξέμεινε να γίνει βορά των θηρίων καθώς είχε απαγορέψει ακόμη και στον ίδιο την ύστατη να γεμίσει το κενό εγώ του."
"Το τι έγινε μετά μπορείς να το φανταστείς. Χωρίς αρχηγό και στόχο, οι αποτυχημένοι αντί να ξεκουμπιστούν και να τραφούν με την αποτυχία τους, κάνοντας τον επανάστασή τους αποτυχημένη ανάμνηση, αποφάσισαν να προικίσουν με την αποτυχία τους τον κόσμο, λαμβάνοντας γρήγορα τα ηνία του κόσμου, φέρνοντας καταιγιστικά και ολιστικά την αποτυχία σε όλες τις παρυφές του. Τα αποτελέσματα του αποτυχημένου Τέοθ τα βλέπεις τριγύρω σου στις τραγικές και ελεεινές φάτσες που σέρνουν το κορμί τους για να το ποτίσουν τα ξύδια που τους βάζεις. Όπως αυτοί οι αποτυχημένοι εκεί στην πόρτα."
"Και σε ρωτάω, αν βγάλεις την τύχη από την αποτυχία τι μένει;"
"Πολλά χρόνια πριν, πριν κατεβούν οι Θεοί της πύλες του κάτω κόσμου και μείνουν εκεί εγκλωβισμένοι, ο κόσμος έβγαζε περισσότερο νόημα. Υπήρχε μία ισορροπία και μία αίσθηση περί δικαίου, όσο δίκαιος μπορούσε να είναι ο άδικος κόσμος των ζώντων. Η Θεία παρουσία στον κόσμο κρατούσε την έννοια της κοσμικής ισορροπίας και τάιζε τις ψυχές των αποτυχημένων με ελπίδα επιτυχίας και καλύτερης ζωής στο όνομα των θεών."
"Όταν οι θνητοί ξεκίνησαν να αμφιβάλλουν για τους θεούς τότε στο όνομα της "πρωτοφανούς" ευκαιρίας ξεπήδησε μία νέα γενιά αποτυχημένων που αποφάσισε να δοκιμάσει το παράδοξο. ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΥΧΕΙ ΜΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ."
Έγειρε προς το Βαλ. "Βάλε ποτό. Ναι ξέρω πότε είναι άδειο το ποτήρι δεν χρειάζεται να το βλέπω."
"Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας ήταν ένας από αυτούς τους θλιβερούς αποτυχημένους που τόλμησε να δοκιμάσει, να προσπαθήσει να αποτύχει χωρίς ελπίδα. Στα τροπικά δάση της Goldosabeth ο χρόνος και ο χώρος αποκτούν άλλη διάσταση απ' ότι στον οργανωμένο κόσμο των πόλεων και των λιμανιών. Ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού και τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Γνωρίζεις φαντάζομαι πως στα βάθη της ζούγκλας κρύβεται μία πυραμίδα αφιερωμένη στις χθόνιες οντότητες του παλιού κόσμου. Το τι συμβαίνει εκεί θα στο πω άλλη φορά. Ο επαναστάτης αποτυχημένος, ας τον πούμε Τέοθ, πείστηκε ότι αξίζει να προσπαθήσει για μία ζωή χωρίς κοσμική ισορροπία, γεμάτη μόνο από το εγωιστικό του θέλω και τα όνειρά του."
"Η ματαιότητα της ζωής του τον πήρε μακριά από τα σύνολα που υπηρετούσε, μακριά από τον κόσμο που δεχόταν στοργικά την αποτυχία του. Και αποφάσισε να πάρει κι άλλους αποτυχημένους μαζί του για να πετύχει τον αποτυχημένο, ήδη, σκοπό του. Σταμάτησε να πιστεύει, σταμάτησε να ακούει, σταμάτησε να παρατηρεί, σταμάτησε να προσέχει. Έχτισε ένα τεράστιο αποτυχημένο εγώ και κρύφτηκε πίσω του με περίσσια αυταπάρνηση, για να πολεμήσει για τον κόσμο που αποτυχημένα ήθελε να χτίσει. Πιο τραγικοί, οι ακόλουθοί του, γοητευμένοι από την αποτυχημένη αποτυχία του, βρήκαν προσωρινό παυσίπονο, την ξερολίαση και τον υλισμό του και ξεχύθηκαν στα πέρατα του τότε κόσμου να διαδώσουν το θέλημα και το μέλημα του προφήτη της αποτυχίας."
"Καλά κρυμμένος στην πυραμίδα, έδιωξε τις οντότητες του παλιού κόσμου από το σπίτι τους και το οικειοποιήθηκε. Το στόλισε, το γυάλισε και το γέμισε με το εγώ του, απαγορεύοντας σε όλους, ακόμη και στον εαυτό του την είσοδο. Ένα κεκτημένο κενό εγώ. Και όταν τα θηρία της ζούγκλας αντέδρασαν στην καταστροφή της ισορροπίας τους και ζήτησαν το λόγο από τον Τέοθ, εκείνος δεν ζήτησε ασφάλεια στην πυραμίδα παρά ξέμεινε να γίνει βορά των θηρίων καθώς είχε απαγορέψει ακόμη και στον ίδιο την ύστατη να γεμίσει το κενό εγώ του."
"Το τι έγινε μετά μπορείς να το φανταστείς. Χωρίς αρχηγό και στόχο, οι αποτυχημένοι αντί να ξεκουμπιστούν και να τραφούν με την αποτυχία τους, κάνοντας τον επανάστασή τους αποτυχημένη ανάμνηση, αποφάσισαν να προικίσουν με την αποτυχία τους τον κόσμο, λαμβάνοντας γρήγορα τα ηνία του κόσμου, φέρνοντας καταιγιστικά και ολιστικά την αποτυχία σε όλες τις παρυφές του. Τα αποτελέσματα του αποτυχημένου Τέοθ τα βλέπεις τριγύρω σου στις τραγικές και ελεεινές φάτσες που σέρνουν το κορμί τους για να το ποτίσουν τα ξύδια που τους βάζεις. Όπως αυτοί οι αποτυχημένοι εκεί στην πόρτα."
"Και σε ρωτάω, αν βγάλεις την τύχη από την αποτυχία τι μένει;"
...I look into your future and i see death...


Re: Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
Η εξιστόρηση του Γκλίριον είχε πραγματικά συνεπάρει τον Μαύρο Βαλ. Παρά την αποκρουστική μορφή του, ήταν εμφανές πως το ξωτικό αυτό είχε τον τρόπο του με τις ιστορίες. Πολλές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του Βαλ καθώς άκουγε τα λόγια του Γκλίριον αλλά το μυαλό του κόλλησε στην τελευταία ερώτηση.
Και σε ρωτάω, αν βγάλεις την τύχη από την αποτυχία τι μένει;
Άραγε τι εννοούσε ο συνομιλητής του με αυτό… Ήταν μια ρητορική ερώτηση; Ή την έθεσε για προβληματισμό; Ανεξάρτητα της πρόθεσης με την οποία τέθηκε αυτό το ερώτημα, το μυαλό το Βαλ λειτουργούσε ακατάπαυστα με σκοπό να βρει μια και μόνο απάντηση η οποία θα ήταν η “σωστή”. Οριακά η αναζήτηση αυτής της απάντησης έγινε στιγμιαία εμμονή, σε σημείο να έχει ξεχάσει όλη την αφήγηση που είχε προηγηθεί. Σίγουρα τον γεγονός ότι ο οργανισμός του ήταν φίσκα στο αλκοόλ δε διευκόλυνε την κατάσταση.
Μετά από λίγα λεπτά σιωπηλού συλλογισμού ο Βαλ πετάχτηκε σχεδόν από την καρέκλα του και με περίσσιο ενθουσιασμό είπε τρανταχτά: «Η ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ! ΧΑ, το βρήκα!». Ίσως η αντίδρασή του να ήταν λίγο υπερβολική, ωστόσο αντικατόπτριζε πλήρως το τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό του. «Σε έναν κόσμο που όλοι είμαστε άτυχοι και αποτυχημένοι, το μόνο που μας κρατάει ζωντανούς είναι η ελπίδα της επιτυχίας. Κόντρα σε κάθε συγκυρία.» συνέχισε το συλλογισμό του καθώς τέλειωνε το τελευταίο ποτήρι του.
Τότε ο Βαλ βάρεσε μια ακόμη φλασιά, καθώς θυμήθηκε τους νάνους δίπλα στην πόρτα που ο Γκλιριον τόσο επίμονα ανέφερε και εκείνοι τόσο επίμονα τους κοιτούσαν. Παραμένοντας όρθιος έβγαλε το πανωφόρι του και το κρέμασε προσεκτικά στην καρέκλα του, μάζεψε επιμελώς τα μανίκια από το πουκάμισό του και έφτιαξε ελαφρώς το γιακά του. Στη συνέχεια έπιασε το μπουκάλι και άδειασε τις τελευταίες γουλιές στον Γκλίριον. Καθώς τα έκανε όλα αυτά, συνέχισε τη συζήτησή τους: «Βέβαια, καλέ μου φίλε, σε αυτά τα μέρη η επιτυχία δεν είναι θέμα τύχης ή ελπίδας. Εδώ πέρα, την τύχη σου τη φτιάχνεις μόνος σου. Αν περιμένεις να σε ευνοήσει κάποιος θεός, έχεις αποτύχει ήδη. Αν για όπλο σου έχεις την Ελπίδα, καλύτερα πάρε ένα πραγματικό όπλο και χρησιμοποίησέ το πάνω σου. Οπότε καταλαβαίνεις ότι οι ερωτήσεις εγώ γύρω δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία ε; Μόνο οι απαντήσεις.» Καθώς ολοκλήρωσε ο Μαύρος Βαλ, το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει και η φωνή του είχε βαρύνει. Το άδειο πλέον μπουκάλι που κρατούσε είχε εμφανίσει μια μικρή ρωγμή εξαιτίας της δύναμης που έβαζε καθώς το κρατούσε.
Χωρίς να αφήσει χρόνο στον Γκλίριον να απαντήσει, κατευθύνθηκε στο τραπέζι των αδιάκριτων νάνων. «Κύριοι…» είπε δυνατά, με ειρωνικό τόνο και κατευθείαν κατέβασε το μπουκάλι στο κεφάλι του πλησιέστερου νάνου, σπάζοντάς το κατά το χτύπημα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας νάνος με πυκνή μαύρη γενειάδα, με δύναμη αναποδογύρισε το τραπέζι τους προς το μέρος του Βαλ. Ο Βαλ πήγε να χάσει την ισορροπία του αλλά γρήγορα ξαναβρήκε το πάτημά του. Οι άλλοι δύο χείμαξαν πάνω του, περνώντας του μερικά χτυπήματα αλλά η απάντηση του Βαλ ήταν σφοδρή με τον ένα να οριζοντιώνεται λιπόθυμος και ο άλλος απλά να πέφτει ένα μέτρο πιο πίσω. Τη διπλή αυτή επίθεση εκμεταλλεύτηκε ο νάνος που είχε δεχτεί το χτύπημα με το μπουκάλι, ο οποίος με αίματα στο κεφάλι άρπαξε το σπασμένο μπουκάλι και το έμπηξε στη Γάμπα του Βαλ. Ο Βαλ έπεσε για λίγο στο ένα γόνατο και έκανε αμέσως ένα βήμα πίσω να ζυγίσει την κατάσταση.
Και σε ρωτάω, αν βγάλεις την τύχη από την αποτυχία τι μένει;
Άραγε τι εννοούσε ο συνομιλητής του με αυτό… Ήταν μια ρητορική ερώτηση; Ή την έθεσε για προβληματισμό; Ανεξάρτητα της πρόθεσης με την οποία τέθηκε αυτό το ερώτημα, το μυαλό το Βαλ λειτουργούσε ακατάπαυστα με σκοπό να βρει μια και μόνο απάντηση η οποία θα ήταν η “σωστή”. Οριακά η αναζήτηση αυτής της απάντησης έγινε στιγμιαία εμμονή, σε σημείο να έχει ξεχάσει όλη την αφήγηση που είχε προηγηθεί. Σίγουρα τον γεγονός ότι ο οργανισμός του ήταν φίσκα στο αλκοόλ δε διευκόλυνε την κατάσταση.
Μετά από λίγα λεπτά σιωπηλού συλλογισμού ο Βαλ πετάχτηκε σχεδόν από την καρέκλα του και με περίσσιο ενθουσιασμό είπε τρανταχτά: «Η ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ! ΧΑ, το βρήκα!». Ίσως η αντίδρασή του να ήταν λίγο υπερβολική, ωστόσο αντικατόπτριζε πλήρως το τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό του. «Σε έναν κόσμο που όλοι είμαστε άτυχοι και αποτυχημένοι, το μόνο που μας κρατάει ζωντανούς είναι η ελπίδα της επιτυχίας. Κόντρα σε κάθε συγκυρία.» συνέχισε το συλλογισμό του καθώς τέλειωνε το τελευταίο ποτήρι του.
Τότε ο Βαλ βάρεσε μια ακόμη φλασιά, καθώς θυμήθηκε τους νάνους δίπλα στην πόρτα που ο Γκλιριον τόσο επίμονα ανέφερε και εκείνοι τόσο επίμονα τους κοιτούσαν. Παραμένοντας όρθιος έβγαλε το πανωφόρι του και το κρέμασε προσεκτικά στην καρέκλα του, μάζεψε επιμελώς τα μανίκια από το πουκάμισό του και έφτιαξε ελαφρώς το γιακά του. Στη συνέχεια έπιασε το μπουκάλι και άδειασε τις τελευταίες γουλιές στον Γκλίριον. Καθώς τα έκανε όλα αυτά, συνέχισε τη συζήτησή τους: «Βέβαια, καλέ μου φίλε, σε αυτά τα μέρη η επιτυχία δεν είναι θέμα τύχης ή ελπίδας. Εδώ πέρα, την τύχη σου τη φτιάχνεις μόνος σου. Αν περιμένεις να σε ευνοήσει κάποιος θεός, έχεις αποτύχει ήδη. Αν για όπλο σου έχεις την Ελπίδα, καλύτερα πάρε ένα πραγματικό όπλο και χρησιμοποίησέ το πάνω σου. Οπότε καταλαβαίνεις ότι οι ερωτήσεις εγώ γύρω δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία ε; Μόνο οι απαντήσεις.» Καθώς ολοκλήρωσε ο Μαύρος Βαλ, το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει και η φωνή του είχε βαρύνει. Το άδειο πλέον μπουκάλι που κρατούσε είχε εμφανίσει μια μικρή ρωγμή εξαιτίας της δύναμης που έβαζε καθώς το κρατούσε.
Χωρίς να αφήσει χρόνο στον Γκλίριον να απαντήσει, κατευθύνθηκε στο τραπέζι των αδιάκριτων νάνων. «Κύριοι…» είπε δυνατά, με ειρωνικό τόνο και κατευθείαν κατέβασε το μπουκάλι στο κεφάλι του πλησιέστερου νάνου, σπάζοντάς το κατά το χτύπημα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας νάνος με πυκνή μαύρη γενειάδα, με δύναμη αναποδογύρισε το τραπέζι τους προς το μέρος του Βαλ. Ο Βαλ πήγε να χάσει την ισορροπία του αλλά γρήγορα ξαναβρήκε το πάτημά του. Οι άλλοι δύο χείμαξαν πάνω του, περνώντας του μερικά χτυπήματα αλλά η απάντηση του Βαλ ήταν σφοδρή με τον ένα να οριζοντιώνεται λιπόθυμος και ο άλλος απλά να πέφτει ένα μέτρο πιο πίσω. Τη διπλή αυτή επίθεση εκμεταλλεύτηκε ο νάνος που είχε δεχτεί το χτύπημα με το μπουκάλι, ο οποίος με αίματα στο κεφάλι άρπαξε το σπασμένο μπουκάλι και το έμπηξε στη Γάμπα του Βαλ. Ο Βαλ έπεσε για λίγο στο ένα γόνατο και έκανε αμέσως ένα βήμα πίσω να ζυγίσει την κατάσταση.
Μαύρος Βαλ
Re: Ο Κόρακας [Glirion Denrion Fuinrel, Black Val]
O αναστοχασμός άναψε μία φλόγα στο Βαλ την οποία πλήρωσαν οι νάνοι, οι οποίοι εδώ που τα λέμε πήγαιναν γυρεύοντας. Όταν έκανε κίνηση να σηκωθεί χαμογέλασε γιατί μάνταψε τι θα ακολουθούσε, δεν πατούσε και πολύ σταθερά αλλίως θα τους είχε συντρίψει εξ αρχής, αλλά βάλθηκε να βιώσει την εξέλιξη της σκηνής. Ο πρώτος γύρος κερδήθηκε απ το Βαλ, γιαυτό και δεν ίδρωσε να μπει, όμως οι σκισμένοι μύες της γάμπας του Βαλ και το άκουσμα της θραύσης τους τον έκανε να συγκεντρωθεί.
Καθώς ο Βαλ έκανε πίσω βήματα τραβώντας τον τρίτο νάνο κοντά του, ο Γκλίριον γλίστρυσε αθόρυβα και σίμωσε αργά τους νάνους που έκαναν να σηκωθούν, ο πρώτος, ήδη ανάσκελα, έφαγε μία γερή καρεκλιά στο κεφάλι για να μείνει εκεί που ήταν, νάνοι είναι αντέχουν είπε στον εαυτό του, καθώς άπλωνε το αριστερό χέρι του για να διαβάσει το χώρο πίσω του.
Ο μουσάτος νάνος είχε ανακτήσει τον έλεγχό του και πλησιάζε με υψωμένες γροθιές, η κάλυψη του τυφλού δεν θα τον έσωζε αυτή τη φορά, ήταν ψιλιασμένος. Ένιωθε την ένταση να ανεβαίνει καθώς οι υψωμένες γροθιές έτρεμαν και έτσι μπορούσε να διαβάσει λίγο καλύτερα τον αντίπαλό του. Όμως και πάλι ο νάνος δεν ήταν ερασιτέχνης, δεν έκανε σπασμωδικές κινήσεις ούτε υποτίμησε, πολύ, τον περίεργο τύπο με δεμένα μάτια που είχε απέναντί του.
Ο Γκλίριον αποφάσισε να μη δείξει τα μυστικά του από τόσο νωρίς, οπότε τον άφησε να πλησιάσει και να τον χτυπήσει, ένιωσε την αριστερή γροθιά του να κινείται καθώς πλησιάζε και έσφιξε τα σωθικά του για να απορροφήσει το χτύπημα, άρπαξε αμέσως το χέρι και κινήθηκε αντίστροφα της κίνησης για να αποφύγει τη δεξιά γροθιά που ερχόταν, γύρισε ελαφρά το βραχίωνα του νάνου, κάνοντάς τον να βογγήξει λίγο και γρήγορα έδεσε το χέρι του πίσω απ΄την πλάτη του.
Ο νάνος τίναξε το κεφάλι και βρήκε το Γκλίριον στο σαγόνι και τίναξε τον δεξί του ώμο για να ελευθερωθεί. Έχοντας χάσει την ισορροπία του, ο Γκλίριον κράτησε γερά το χέρι του νάνου και έβαλε το βάρος του στο γόνατο του νάνου γκρεμίζοντάς τον στο έδαφος. Η πτώση και η πίεση του Γκλίριον τέντωσε το χέρι του νάνου σε αφύσικη θέση ώσπου ακούστηκε ένα δυνατό "κρακ" και βρισιές και ουρλιαχτά του νάνου.
Χωρίς να χάσει χρόνο σηκώθηκε και άπλωσε τα χέρια να πιάσει το οτιδήποτε, ο χαμός είχε διώξει τραπέζια και καρέκλες μακρία και το άνοιγμα των χωριών δεν βρήκε τπτ χρήσιμο. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στο νάνο να κάνει να σηκωθεί. Έχοντας χάσει για λίγο τον προσανατολισμό του ο Γκλίριον σκόνταψε και δεν πρόλαβε να κρατήσει το νάνο στο έδαφος.
Ο αντιπαλός του σηκώθηκε και του πέταξε δύο ποτήρια από ένα διπλανό τραπέζι, το πρώτο αστόχησε, το δεύτερο τον χτύπησε πάνω από το δεξί φρύδι σκίζοντας το δέρμα. Καθώς ένιωσε το πηχτό αίμα του να τρέχει στο μαντήλι που έκρυβε τις άδειες του κόγχες, έβγαλε μία κραυγή, έβγαλε το πανί και το πέταξε προς τη μεριά του νάνου, αυτό φανέρωσε τις δύο τρομερές πληγές που είχε αντί για μάτια, και όρμηξε στο νάνο καθώς εκείνος έκανε κίνηση να αποφύγει το ματωμένο μαντήλι και τον τίναξε στο έδαφος.
Ανέβηκε από πάνω, πλησίασε το ματωμένο πρόσωπο του νάνου, τον γέμισε τρόμο καθως τα μάτια τους ενώθηκε και του κατέβασε ένα κουτουλίδι βγάζοντάς τον εκτός καυγά. Σηκώθηκε, τεντώθηκε και κινήθηκε προς τη μπάρα περιμένωντας το Βαλ να τελειώσει τα δικά του.
Καθώς ο Βαλ έκανε πίσω βήματα τραβώντας τον τρίτο νάνο κοντά του, ο Γκλίριον γλίστρυσε αθόρυβα και σίμωσε αργά τους νάνους που έκαναν να σηκωθούν, ο πρώτος, ήδη ανάσκελα, έφαγε μία γερή καρεκλιά στο κεφάλι για να μείνει εκεί που ήταν, νάνοι είναι αντέχουν είπε στον εαυτό του, καθώς άπλωνε το αριστερό χέρι του για να διαβάσει το χώρο πίσω του.
Ο μουσάτος νάνος είχε ανακτήσει τον έλεγχό του και πλησιάζε με υψωμένες γροθιές, η κάλυψη του τυφλού δεν θα τον έσωζε αυτή τη φορά, ήταν ψιλιασμένος. Ένιωθε την ένταση να ανεβαίνει καθώς οι υψωμένες γροθιές έτρεμαν και έτσι μπορούσε να διαβάσει λίγο καλύτερα τον αντίπαλό του. Όμως και πάλι ο νάνος δεν ήταν ερασιτέχνης, δεν έκανε σπασμωδικές κινήσεις ούτε υποτίμησε, πολύ, τον περίεργο τύπο με δεμένα μάτια που είχε απέναντί του.
Ο Γκλίριον αποφάσισε να μη δείξει τα μυστικά του από τόσο νωρίς, οπότε τον άφησε να πλησιάσει και να τον χτυπήσει, ένιωσε την αριστερή γροθιά του να κινείται καθώς πλησιάζε και έσφιξε τα σωθικά του για να απορροφήσει το χτύπημα, άρπαξε αμέσως το χέρι και κινήθηκε αντίστροφα της κίνησης για να αποφύγει τη δεξιά γροθιά που ερχόταν, γύρισε ελαφρά το βραχίωνα του νάνου, κάνοντάς τον να βογγήξει λίγο και γρήγορα έδεσε το χέρι του πίσω απ΄την πλάτη του.
Ο νάνος τίναξε το κεφάλι και βρήκε το Γκλίριον στο σαγόνι και τίναξε τον δεξί του ώμο για να ελευθερωθεί. Έχοντας χάσει την ισορροπία του, ο Γκλίριον κράτησε γερά το χέρι του νάνου και έβαλε το βάρος του στο γόνατο του νάνου γκρεμίζοντάς τον στο έδαφος. Η πτώση και η πίεση του Γκλίριον τέντωσε το χέρι του νάνου σε αφύσικη θέση ώσπου ακούστηκε ένα δυνατό "κρακ" και βρισιές και ουρλιαχτά του νάνου.
Χωρίς να χάσει χρόνο σηκώθηκε και άπλωσε τα χέρια να πιάσει το οτιδήποτε, ο χαμός είχε διώξει τραπέζια και καρέκλες μακρία και το άνοιγμα των χωριών δεν βρήκε τπτ χρήσιμο. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στο νάνο να κάνει να σηκωθεί. Έχοντας χάσει για λίγο τον προσανατολισμό του ο Γκλίριον σκόνταψε και δεν πρόλαβε να κρατήσει το νάνο στο έδαφος.
Ο αντιπαλός του σηκώθηκε και του πέταξε δύο ποτήρια από ένα διπλανό τραπέζι, το πρώτο αστόχησε, το δεύτερο τον χτύπησε πάνω από το δεξί φρύδι σκίζοντας το δέρμα. Καθώς ένιωσε το πηχτό αίμα του να τρέχει στο μαντήλι που έκρυβε τις άδειες του κόγχες, έβγαλε μία κραυγή, έβγαλε το πανί και το πέταξε προς τη μεριά του νάνου, αυτό φανέρωσε τις δύο τρομερές πληγές που είχε αντί για μάτια, και όρμηξε στο νάνο καθώς εκείνος έκανε κίνηση να αποφύγει το ματωμένο μαντήλι και τον τίναξε στο έδαφος.
Ανέβηκε από πάνω, πλησίασε το ματωμένο πρόσωπο του νάνου, τον γέμισε τρόμο καθως τα μάτια τους ενώθηκε και του κατέβασε ένα κουτουλίδι βγάζοντάς τον εκτός καυγά. Σηκώθηκε, τεντώθηκε και κινήθηκε προς τη μπάρα περιμένωντας το Βαλ να τελειώσει τα δικά του.
...I look into your future and i see death...

