Οι φωνές από το κατάστρωμα ακούγονταν πλεον μακρινές μεσα στον προθάλαμο του εσωτερικού του πλοίου. Ο ελάχιστος φωτισμός που υπήρχε από τα μικρά φανάρια που κρέμονταν δεξιά και αριστερά δεν ήταν αρκετός , οτιδήποτε, ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ, θα μπορούσε να κρύβεται στις σκιές και δεν θα τον έπαιρνε κανείς χαμπαρι μέχρι να είναι πολύ αργά. Όμως ο Νάαβαλλαθ ειχε δίκαιο. Δεν θα ηταν συνετό απο τον δολοφόνο να παραμείνει τόσο κοντά στο έγκλημα του.
"Ομως παραμείνει πάνω στο πλοίο. Δεν είναι ότι έχει και πουθενά να πάει." Ουτε και οι ίδιοι, συνειδητοποίησε με τρομο.
Ακολούθησε τον άντρα πιο βαθιά στο εσωτερικό εκεί που βρίσκονταν τα δωμάτια. Οι φωνές πλέον έπαψαν. Το μονο που ακουγόταν ήταν το ανατριχιαστηκο τρίξιμο απο τις σανίδες του πλοίου. Ολες οι πόρτες απο τις καμπίνες ήταν ορθανοικτες. Καθόλου παράξενο αν σκεφτείς τον πανικό που επικράτησε, όμως παρατηρήσε πως και η δίκη της ηταν ανοικτή.
Κοντοσταθηκε. Στο γεμάτο απορία βλέμμα του Νάαβαλλαθ απάντησε.
"Ειμαι απόλυτα σίγουρη πως την είχα κλειδώσει πριν βγω εξω."
Έσπρωξε απαλα τη πόρτα και πέρασε μέσα σαρωνοντας προσεκτικά το δωμάτιο για κάποια απειλή. Ο χώρος ήταν διαλυμένος, στη κυριολεξία. Το στρώμα απο το κρεβάτι ηταν σκισμένο στο πάτωμα σε κομμάτια, η μικρή συρταριέρα θρύψαλα παραδίπλα.
"Υπερβολικό για μια απλή ληστεία δεν νομίζεις;"
Πέρασαν στο επόμενο δωμάτιο, και στο επόμενο. Όλα βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση.
"Μάλλον ούτε ο φόνος που καπετάνιου είναι όσο απλός πιστεύουμε " ειπε ο Άτλας καθώς τεντωνε νευρικά τα φτερά του.
Role Playing Writing Game
Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Ο Έζρα ένιωσε την ανάσα του να κόβεται· είχε αισίως κλείσει τα εκατόν εννέα χρόνια σε αυτόν τον κόσμο, και δεν ένιωθε καθόλου έτοιμος να αντιμετωπίσει πειρατές τώρα στα γεράματα. Όχι όταν βρισκόταν τόσο μακριά από το στοιχείο του.
Τα αφτιά του άρχισαν να κουδουνίζουν και πάγωσε στη θέση του. Οι φωνές του καπετάνιου έφταναν ως βουητό, και μπορούσε να νιώσει τη δόνηση από το ποδοβολητό του πληρώματος που έτρεχε πάνω-κάτω, ακολουθώντας τις διαταγές του.
Το βλέμμα του είχε κολλήσει στην σκοτεινή φιγούρα μπροστά τους που όλο και μεγάλωνε, όλο και πλησίαζε. Ένιωσε κάποιον να τον ταρακουνάει από τους ώμους, και τη φωνή του Ντέρβελ να ουρλιάζει το όνομά του. Ήξερε πως έπρεπε να φύγει από κει, όμως δεν μπορούσε να κουνηθεί. Λες και τα πόδια του είχαν κολλήσει στο έδαφος, λες και πατούσε πάνω σε πίσσα.
Βρίσκονταν στο κέντρο του καραβιού, στη δεξιά του πλευρά, και ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους πλησίαζε γοργά, ερχόταν κατά πάνω τους από το πλάι. Τα πρώτα σημάδια άρχισαν να εμφανίζονται κάτω από την ομίχλη, και ένα κατάρτι ξεπρόβαλε μπροστά τους· ο Έζρα ανοιγόκλεισε τα μάτια σαστισμένος.
Δεν είναι πειρατές, ανόητα πλάσματα! σκέφτηκε για μια στιγμή ανακουφισμένος, καθώς είδε πως η σημαία του δεν ήταν μαύρη. Ο τρόμος όμως δεν άργησε να τον κυριεύσει και πάλι. Αν δεν ήταν πειρατές, τότε γιατί έρχονταν κατά πάνω τους;
«ΕΖΡΑ ΤΡΕΧΑ!» του φώναξε κάποιος, και το μυαλό του ξεκόλλησε, καθώς το ένστικτο της επιβίωσης έπαιρνε μπρος. Ακολούθησε τον Ντέρβελ σαν υπνωτισμένος καθώς έτρεχαν πίσω προς τις καμπίνες, όμως ήταν ήδη αργά·
Η σύγκρουση ήρθε απότομα, και ο φόβος που ένιωσε εκείνη τη στιγμή, ήταν από τους χειρότερους που είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του.
Τα αφτιά του άρχισαν να κουδουνίζουν και πάγωσε στη θέση του. Οι φωνές του καπετάνιου έφταναν ως βουητό, και μπορούσε να νιώσει τη δόνηση από το ποδοβολητό του πληρώματος που έτρεχε πάνω-κάτω, ακολουθώντας τις διαταγές του.
Το βλέμμα του είχε κολλήσει στην σκοτεινή φιγούρα μπροστά τους που όλο και μεγάλωνε, όλο και πλησίαζε. Ένιωσε κάποιον να τον ταρακουνάει από τους ώμους, και τη φωνή του Ντέρβελ να ουρλιάζει το όνομά του. Ήξερε πως έπρεπε να φύγει από κει, όμως δεν μπορούσε να κουνηθεί. Λες και τα πόδια του είχαν κολλήσει στο έδαφος, λες και πατούσε πάνω σε πίσσα.
Βρίσκονταν στο κέντρο του καραβιού, στη δεξιά του πλευρά, και ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους πλησίαζε γοργά, ερχόταν κατά πάνω τους από το πλάι. Τα πρώτα σημάδια άρχισαν να εμφανίζονται κάτω από την ομίχλη, και ένα κατάρτι ξεπρόβαλε μπροστά τους· ο Έζρα ανοιγόκλεισε τα μάτια σαστισμένος.
Δεν είναι πειρατές, ανόητα πλάσματα! σκέφτηκε για μια στιγμή ανακουφισμένος, καθώς είδε πως η σημαία του δεν ήταν μαύρη. Ο τρόμος όμως δεν άργησε να τον κυριεύσει και πάλι. Αν δεν ήταν πειρατές, τότε γιατί έρχονταν κατά πάνω τους;
«ΕΖΡΑ ΤΡΕΧΑ!» του φώναξε κάποιος, και το μυαλό του ξεκόλλησε, καθώς το ένστικτο της επιβίωσης έπαιρνε μπρος. Ακολούθησε τον Ντέρβελ σαν υπνωτισμένος καθώς έτρεχαν πίσω προς τις καμπίνες, όμως ήταν ήδη αργά·
Η σύγκρουση ήρθε απότομα, και ο φόβος που ένιωσε εκείνη τη στιγμή, ήταν από τους χειρότερους που είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
O Νάαβαλαθ κοιτούσε σαστισμένος το χάος που επικρατούσε σε κάθε γωνιά και κάθε δωμάτιο. Τίποτα από όσο συνέβαιναν εκείνο το βράδυ δεν ήταν απλά μια σύμπτωση.Ούτε η πηχτή ομίχλη, ούτε ο θάνατος του καπετάνιου και σίγουρα ούτε τα σχεδόν διαλυμένα ιδιαίτερα των επιβατών. Θα μπορούσε ο δράστης να έψαχνε για κάποιον ή για κάτι. Μπορεί να πίστευε πως ο καπετάνιος θα κατείχε πληροφορίες του είχε στην κατοχή του και αφού τον διέψευσαν τα ευρήματα, αποφάσισε να επισκεφθεί και τις μικρές καμπίνες στις οποίες ίσα-ίσα μπορούσαν να χωρέσουν τους για-λίγο ιδιοκτήτες τους.
«Χάνουμε χρόνο» ψιθύρισε και έριξε το βλέμμα του στον πιστό του σύντροφο ο οποίος φαινόταν σαστισμένος. «Θα βρούμε ακριβώς ότι και ο δράστης…τίποτα» συνέχισε και σταμάτησε το βήμα του. Ο Τζαμάλ κοπανιόταν πάνω κάτω, φτερούγιζε και έκρουζε σαν να τον αποτρέλαιναν οι φωνές των επιβατών και των ναυτών.
Ο κόσμος σταμάτησε. Η σιωπή προκάλεσε ένα ενοχλητικό βουητό στα αυτιά του το οποίο δευτερόλεπτα μετά μετατράπηκε σε ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό και για μια στιγμή, για μια στιγμή το μυαλό του πίστεψε πως πετάχτηκε στον αέρα. Το κορμί του συγκρούστηκε με τον μισοδιαλυμένο ξύλινο τοίχο ο οποίος διαλύθηκε εν ριπή οφθαλμού και το ξωτικό παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά. Το κάπως ενοχλητικό βουητό της σιωπής εκείνη τη στιγμή συνοδευόταν από τα δεκάδες ουρλιαχτά τόσο των ανθρώπων αλλά και της θάλασσας η οποια λυσσομανούσε. Δεν είχε πολύ χρόνο για να διώξει από το κεφάλι του τόσο τη ζαλάδα του χτυπήματος αλλά και το σοκ. Με όση δύναμη του είχε απομείνει κολύμπησε προς τα πάνω αποφεύγοντας με δυσκολία τα σώματα των επιβατών που έπεφταν σαν σακιά στο βυθό. Χρειαζόταν επειγόντως να βγει στην επιφάνεια, να βρει τον Τζαμαλ, την Κέννα και ένα πιο ασφαλές μέρος…εάν υπήρχε στη μέση του πουθενά.
«Χάνουμε χρόνο» ψιθύρισε και έριξε το βλέμμα του στον πιστό του σύντροφο ο οποίος φαινόταν σαστισμένος. «Θα βρούμε ακριβώς ότι και ο δράστης…τίποτα» συνέχισε και σταμάτησε το βήμα του. Ο Τζαμάλ κοπανιόταν πάνω κάτω, φτερούγιζε και έκρουζε σαν να τον αποτρέλαιναν οι φωνές των επιβατών και των ναυτών.
Ο κόσμος σταμάτησε. Η σιωπή προκάλεσε ένα ενοχλητικό βουητό στα αυτιά του το οποίο δευτερόλεπτα μετά μετατράπηκε σε ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό και για μια στιγμή, για μια στιγμή το μυαλό του πίστεψε πως πετάχτηκε στον αέρα. Το κορμί του συγκρούστηκε με τον μισοδιαλυμένο ξύλινο τοίχο ο οποίος διαλύθηκε εν ριπή οφθαλμού και το ξωτικό παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά. Το κάπως ενοχλητικό βουητό της σιωπής εκείνη τη στιγμή συνοδευόταν από τα δεκάδες ουρλιαχτά τόσο των ανθρώπων αλλά και της θάλασσας η οποια λυσσομανούσε. Δεν είχε πολύ χρόνο για να διώξει από το κεφάλι του τόσο τη ζαλάδα του χτυπήματος αλλά και το σοκ. Με όση δύναμη του είχε απομείνει κολύμπησε προς τα πάνω αποφεύγοντας με δυσκολία τα σώματα των επιβατών που έπεφταν σαν σακιά στο βυθό. Χρειαζόταν επειγόντως να βγει στην επιφάνεια, να βρει τον Τζαμαλ, την Κέννα και ένα πιο ασφαλές μέρος…εάν υπήρχε στη μέση του πουθενά.

Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Είχε χωριστεί πλέον απο τον συνταξιδιώτη της, συμφώνησαν πως έτσι θα κάλυπταν περισσότερο έδαφος. Κάποιοι επιβάτες είχαν ήδη ξεκινήσει να επιστρέφουν στα δωμάτια τους, όπου σύντομα επικράτησε και πάλι αναστάτωση με την ανακάλυψη της διάρρηξης των δωματίων.
Οι φωνές και οι κουβέντες των επιβατών, που πριν λίγο πλημμύριζαν τον χώρο, είχαν αραιώσει καθώς απομακρυνόταν ολο και περισσότερο από αυτούς.
Ο ήχος των βημάτων της αντηχούσε περίεργα στους ερήμους διαδρόμους. Η Κέννα, με τον Άτλα κουρνιασμένο στον ώμο της, προχωρούσε προς τους κοιτώνες των ναυτών και του καπετάνιου. Το σκοτάδι γύρω της πυκνό, πλέον τύλιγε μεγάλος μερος του πλοίου καθώς τα φανάρια στους τοίχους τρεμόπαιζαν αμυδρά, αδυνατώντας να λάμψουν εξαιτίας της θύελλας που μαίνονταν έξω. Από ώρα είχε παρατηρήσει την παράξενη σιωπή. Κανείς. Ούτε ναύτες, ούτε αξιωματικοί. Συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε ίχνος του πληρώματος, σαν να είχαν εξαφανιστεί τελείως από το πλοίο, σαν να τους κατάπιε το ίδιο το σκοτάδι.
Οι τοίχοι έτριζαν υπό την πίεση των ανέμων, δημιουργώντας μια ασταμάτητη βουή στο βάθος, σαν ψίθυροι από φαντάσματα που τριγυρνούσαν στους διαδρόμους. Η Κέννα ξεροκατάπιε, κρατώντας σφιχτά το στιλέτο της σε ετοιμότητα. Το πλοίο έμοιαζε γερό, αλλά δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά. Το σκοτάδι έκανε τα πάντα να μοιάζουν ρευστά. Και δεν μπορούσε να διώξει την υποψία ότι κάτι την παρακολουθούσε.
Ο Άτλας φτερούγιζε νευρικά στον ώμο της.
"Κάτι δεν πάει καλά εδώ" σκέφτηκε, με το μυαλό της να τρέχει πίσω στον συνταξιδιώτη της. Ίσως το να χωρίσουν δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσαν να κάνουν.
Δεν άργησε να βρει την καμπίνα του καπετάνιου. Πέρασε το χερι της πάνω απο τις σκαλισμένες λεπτομέρειες της πόρτας πριν την σπρώξει απαλά. Η πόρτα έτριξε καθώς άνοιγε και η Κέννα συνειδητοποίησε πως ήταν ήδη μισάνοιχτη. Αντάλλαξε ένα βλέμμα επιβεβαίωσης με το γεράκι και πέρασε μέσα.
Ηταν εμφανέστατα μεγαλύτερο απο οποιοδήποτε άλλο διαμέρισμα στο πλοίο, και πιο πολυτελές. Μια πολυτέλεια που, όπως παρατήρησε η Κέννα, δύσκολα θα μπορούσε να αποκτηθεί απλώς από τον μισθό ενός καπετάνιου. Αυτό την έκανε να αναρωτηθεί για την πραγματική φύση των δραστηριοτήτων του ιδιοκτήτη του δωματίου.
Συνέχισε με προσοχή στο εσωτερικό, κοιτάζοντας εξεταστικά τον χώρο για κάποιο πιθανό κίνδυνο. Το δωμάτιο ήταν καλύτερα φωτισμένο εξαιτίας του τζακιού που απερίσκεπτα ακόμα σιγοκαιγε χωρίς εποπτεία, μπροστά απο το μικρό δερμάτινο σαλονάκι. Ο Άτλας πέταξε κυκλικά μεσα στο δωμάτιο και έπειτα προσγειώθηκε στο γείσο του τζακιού.
Το βλέμμα της Κέννα έπεσε στον κόκκινο λεκέ στο πάτωμα. Το αίμα είχε ποτίσει τις σανίδες και η μεταλλική του μυρωδιά σε συνδυασμό με τη κάπνα του τζακιού της έφερε ναυτία. Ακολούθησε τη γραμμή του αίματος που συνεχιζόταν προς την άλλη άκρη του δωματίου, εκεί όπου υπήρχε ένα βαρύ ξύλινο γραφείο. Φαινόταν σαν κάποιος να είχε σύρει το πτώμα σε εκείνη τη γωνία, μια κίνηση που δεν έβγαζε νόημα καθώς η είσοδος βρισκόταν στην αντίθετη κατεύθυνση. Πλησίασε αργά με το μαχαίρι ακόμα στο χέρι της, με καθε βήμα η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα. Φοβόταν για το τι θα έβρισε εκεί.
Προς έκπληξη της δεν υπήρχε τίποτα πέρα απο αίμα. Ο καπετάνιος-το πτώμα του- δεν βρισκόταν εκεί. Το κεφάλι της είχε αρχίσει να βουίζει απο όλο αυτο το χάος. Πάσχιζε να καταλάβει, να βάλει τα κομμάτια σε μια σειρά αλλά μάταια. Ξεφύσηξε απογοητευμένη και κάθισε στη καρέκλα του γραφείο. Ίσως αν τα έβλεπε ολα από μια άλλη οπτική....
"Κάτι χάνουμε " είπε προς το πουλί.
"Τον χρόνο μας και ίσως τη ζωή μας" Απάντησε με εκνευρισμό καθώς πλέον είχε γίνει δύσκολο να καθίσει σε ενα μέρος με το πλοίο να ταρακουνάει ακόμα πιο έντονα.
Τον κοίταξε με κατανόηση. Ήξερε απο την αρχή πως αυτό το ταξίδι θα ήταν δυσβάσταχτο για ενα πλάσμα που ανήκε στον ουρανό και όχι στην απέραντη θάλασσα, όμως ο λόγος ηταν σοβαρός και την ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σηκώθηκε για να πάει κοντά του όμως ακόμα ένα δυνατό κούνημα του πλοίου , την έριξε πάνω στο γραφείο.
Ενα σύρσιμο, ένας αμυδρός ήχος ξεκλειδώματος και ξαφνικά ενα κρυφό συρτάρι πετάχτηκε στο κατω μέρος του επίπλου. Έμειναν ακίνητοι για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με έκπληξη και ενθουσιασμό και μετά πλησίασαν προς το ανοιχτό συρτάρι.
Μέσα στο συρτάρι, το βλέμμα της Κέννα έπεσε σε ένα παλιό, φθαρμένο δερμάτινο σημειωματάριο. Οι σελίδες του ήταν κιτρινισμένες από τον χρόνο, σχεδόν διαλυμένες. Καθώς το ξεφύλλιζε, πρόσεξε ότι περιείχε μια σειρά από αρχεία γέννησης και γενεαλογικά δέντρα. Ήταν γραμμένα με λεπτομέρειες για ημερομηνίες, ονόματα και τοποθεσίες που εκτείνονταν σε διάφορες εποχές και γεωγραφικά μέρη.
"Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι;" ψιθύρισε ακόμα χαμένη μέσα στον όγκο πληροφοριών.
Η Κέννα και ο Άτλας άρχισαν να παρατηρούν κάτι παράξενο. Καθώς κοιτούσαν τις σελίδες πιο προσεκτικά, τα στοιχεία φαινόταν να ακολουθούν ένα μοτίβο. Συγκεκριμένες εγγραφές που καταγράφονταν στις σελίδες, επανεμφανίζονταν με διαφορετικά ονόματα κάθε λίγες δεκαετίες ή αιώνες, υπαινίσσοντας πως αφορούσαν το ίδιο άτομο. Πολλές απο αυτές σβησμένες με μια γραμμή και δίπλα η λέξη 'εξαλειφθη'.
"Τι στο καλό…" ψιθύρισε, νιώθοντας το κεφάλι της γυρίζει. Άρχιζε να καταλαβαίνει ότι αυτό το σημειωματάριο ήταν το κλειδί σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που στοίχησε τη ζωή του καπετάνιου.
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τοσο που σχεδόν μπορούσε να την ακούσει και η ζάλη στο κεφαλι της χειροτέρευε. Πιάστηκε απο την άκρη του γραφείου προσπαθώντας να σταθεί όταν ακούστηκε ο ξαφνικός γδουπος της πόρτας που έκλεινε με δύναμη.
Εκεί στεκόταν ενας άντρας , μπλοκάροντας την μόνη της διέξοδο, συνειδητοποίησε. Το πρόσωπό του ήταν τραχύ, σημαδεμένο και απο το ύφος δεν χρειαζόταν συστάσεις για να καταλάβει οτι αυτός ευθύνεται για το χάος.
"Δεν σου έμαθε η μαμά σου να μην πειράζεις ξένα πράγματα", είπε ο άντρας, η φωνή του ψυχρή. Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της, με το στιλέτο του να γυαλίζει στο αχνό φως του δωματίου.
Η Κέννα ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να ελέγξει την ταραχή της. Η ζάλη στο κεφάλι της χειροτέρευε και τα μάτια της άρχισαν να θολώνουν.
Ήταν ο έλεγχος του άντρα πάνω της;
Έσφιξε τα μάτια της και όταν τα ξανα άνοιξε ένας οξύς πόνος την έκανε να γονατίσει. Ο άντρας κοντοστάθηκε για λίγο στην ξαφνική της κατάρρευση, όμως γρήγορα συνέχισε για τον πραγματικό του στόχο, το ημερολόγιο.
Σαν να απέκτησε για λίγο τον αυτοέλεγχο της, προσπάθησε να καλέσει τη φωτιά της. Τα ακροδαχτυλα της άναψαν, όχι πολύ όμως ήταν αρκετό για να εμποδίσει τον άντρα να πιάσει το βιβλίο. Εκνευρισμένος την κλώτσησε ξαπλωνοντας της τελείως. Αίμα άρχισε να κυλάει από τη μύτη της, όμως δεν άφησε το σημειωματάριο απο τα χέρια της. Αργά το έβαλε ανάμεσα στα ρούχα της και έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Ο άντρας έβαλε το βάρος του πάνω της εμποδίζοντας την, την έπιασε απο τον λαιμό και άρχισε να σφίγγει.
Ο κόσμος γύρω της άρχισε να χάνεται, οι ήχοι της καταιγίδας έξω από το πλοίο έμοιαζαν μακρινοί, σχεδόν αδιάφοροι. Και μέσα της μόνο μια φωνή αντηχούσε. Του Φινν.
"Γειά σου μικρή" της είπε με τον γνωστό ανάλαφρο τρόπο του.
Άνοιξε το στόμα της να μιλήσει όμως ένιωσε ένα αδικαιολόγητο κύμα θλίψης και απώλειας να την κατακλύζει. Έπεσε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε λυγμούς.
"Πολύ φοβάμαι ότι άργησες λίγο αδερφούλα..." της είπε χαιδευοντας της τα μαλλιά.
" Τι συμβαίνει; Τι είναι όλα αυτά; ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;" φώναξε ανάμεσα στα δάκρυα της.
"Συγνώμη που δεν σε προετοίμασα νωρίτερα. Και εγω ο ίδιος δεν ήξερα όσο ήμουν δίπλα σου. Όμως τώρα το δώρο είναι δικό σου." Την απομάκρυνε απαλά για να την κοιτάξει πρόσωπο με πρόσωπο.
"Δεν καταλαβαίνω " ψέλλισε.
"Όλα θα αρχίσουν να βγάζουν νόημα όταν βρεις τον δράκο." Την φίλησε στο μέτωπο και εξαφανίστηκε φέρνοντας την πίσω στη καμπίνα του καπετάνιου.
Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε τον άντρα που έσφιγγε ακόμα τον λαιμό της, όμως κάτι είχε αλλάξει. Μέσα της έρεε μια δύναμη που δεν είχε πριν, την γέμιζε, απλωνόταν σε κάθε άκρη του κορμιού της και ήταν έτοιμη να εκραγεί.
Δεν μπορούσε να την συγκρατήσει άλλο.
Η Κέννα ένιωσε τη φωτιά της να απελευθερώνεται από μέσα της, σαν ένα φράγμα να έσπασε ξαφνικά. Άρχισε να ουρλιάζει απο πόνο και το ίδιο έκανε και ο άντρας καθώς η φωτιά της εξαπλώθηκε πάνω του. Μη μπορώντας πλέον να τη συγκρατήσει πετάχτηκε απο πανω της και προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά στα ρούχα του, χρησιμοποιώντας την μαγεία του.
Την κοίταξε οχι με έκπληξη αλλά περισσότερο με επιβεβαίωση.
Ο Άτλας βρήκε την ευκαιρία του. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον εχθρό, και με ένα ξαφνικό σάλτο, βούτηξε προς τα κάτω με τα νύχια του απλωμένα. Ο άντρας δεν είχε χρόνο να αντιδράσει. Ο Άτλας όρμησε προς το πρόσωπό του, γραπώνοντας τον με τα νύχια και τραυματίζοντάς τον στο μέτωπο. Εκείνος ούρλιαξε από πόνο σκεπάζοντας το πρόσωπό του με το χέρι του για να διώξει το γεράκι.
Ο Άτλας πετούσε χαμηλά πάνω από την Κέννα, προστατευτικός και έτοιμος να επιτεθεί ξανά αν χρειαστεί. Ο άντρας βλαστήμησε, σκουπίζοντας το αίμα από το μέτωπό του και έβαλε το μαχαίρι του πίσω στη θήκη.Για μια στιγμή, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, και η Κέννα κατάλαβε πως αν την ήθελε νεκρή θα το είχε χρησιμοποιήσει, όπως έκανε και στον καπετάνιο.
Δεν είχε σκοπό να μείνει και να μάθει ποια ήταν τα κίνητρά του. Σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έτρεξε προς την πόρτα με τον Άτλανα την ακολουθεί.
Η φωτιά που εξαπέλυσε νωρίτερα είχε ήδη απλωθεί σε όλο το δωμάτιο, ίσως και σε άλλα σημεία στο πλοίο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και η ορατότητα μειωμένη όμως η Κέννα συνέχισε να τρέχει ψάχνοντας μια διέξοδο. Σχεδόν τα είχε καταφέρει.
Σχεδόν.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακολούθησε μετά απο ενα βίαιο τράνταγμα, πετώντας την Κέννα με δύναμη στον τοίχο. Ο πόνος τη διέλυσε, αλλά δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Οι τοίχοι έτριζαν απειλητικά, και το πλοίο άρχισε να γέρνει επικίνδυνα, απειλώντας να τους παρασύρει όλους μαζι του στον πάτο της θάλασσας.
Οι επιλογές της φαίνονταν περιορισμένες. Το πλοίο ήταν έτοιμο να διαλυθεί, είτε απο τη φωτιά που ξεκίνησε είτε απο τη σύγκρουση. Η μόνη της ευκαιρία ήταν να βγει στην επιφάνεια πριν την πλακώσουν τα συντρίμμια.
Άπλωσε τα χέρια της και κάλεσε αυτή τη νέα δύναμη μέσα της. Την ένιωθε να απαντά σαν κάτι γνώριμο, σαν κάτι που πάντα ήταν εκεί και περίμενε. Αυτήν τη φορά κύλισε αβίαστα και είχε τον πλήρη έλεγχο.
Οι παλάμες της έλαμψαν και με μια κίνηση εξαπέλυσε φλόγα στον τοίχο μπροστά της. Ο τοίχος υποχώρησε σαν να ήταν φτιαγμένος από χαρτί, δημιουργώντας ένα άνοιγμα στα πλάγια του πλοίου. Ο αέρα και η βροχή μπήκαν μέσα με μανία.
"ΦΥΓΕ!" φώναξε στον Άτλα για να ακουστεί πάνω απο τον θόρυβο της καταιγίδας
"ΠΕΤΑ!"
Και λίγο πριν προλάβει να πηδήξει στη θάλασσα, οι σανίδες υποχώρησαν κάτω απο τα πόδια της, ρίχνοντας την στο κενό.
Οι φωνές και οι κουβέντες των επιβατών, που πριν λίγο πλημμύριζαν τον χώρο, είχαν αραιώσει καθώς απομακρυνόταν ολο και περισσότερο από αυτούς.
Ο ήχος των βημάτων της αντηχούσε περίεργα στους ερήμους διαδρόμους. Η Κέννα, με τον Άτλα κουρνιασμένο στον ώμο της, προχωρούσε προς τους κοιτώνες των ναυτών και του καπετάνιου. Το σκοτάδι γύρω της πυκνό, πλέον τύλιγε μεγάλος μερος του πλοίου καθώς τα φανάρια στους τοίχους τρεμόπαιζαν αμυδρά, αδυνατώντας να λάμψουν εξαιτίας της θύελλας που μαίνονταν έξω. Από ώρα είχε παρατηρήσει την παράξενη σιωπή. Κανείς. Ούτε ναύτες, ούτε αξιωματικοί. Συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε ίχνος του πληρώματος, σαν να είχαν εξαφανιστεί τελείως από το πλοίο, σαν να τους κατάπιε το ίδιο το σκοτάδι.
Οι τοίχοι έτριζαν υπό την πίεση των ανέμων, δημιουργώντας μια ασταμάτητη βουή στο βάθος, σαν ψίθυροι από φαντάσματα που τριγυρνούσαν στους διαδρόμους. Η Κέννα ξεροκατάπιε, κρατώντας σφιχτά το στιλέτο της σε ετοιμότητα. Το πλοίο έμοιαζε γερό, αλλά δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά. Το σκοτάδι έκανε τα πάντα να μοιάζουν ρευστά. Και δεν μπορούσε να διώξει την υποψία ότι κάτι την παρακολουθούσε.
Ο Άτλας φτερούγιζε νευρικά στον ώμο της.
"Κάτι δεν πάει καλά εδώ" σκέφτηκε, με το μυαλό της να τρέχει πίσω στον συνταξιδιώτη της. Ίσως το να χωρίσουν δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσαν να κάνουν.
Δεν άργησε να βρει την καμπίνα του καπετάνιου. Πέρασε το χερι της πάνω απο τις σκαλισμένες λεπτομέρειες της πόρτας πριν την σπρώξει απαλά. Η πόρτα έτριξε καθώς άνοιγε και η Κέννα συνειδητοποίησε πως ήταν ήδη μισάνοιχτη. Αντάλλαξε ένα βλέμμα επιβεβαίωσης με το γεράκι και πέρασε μέσα.
Ηταν εμφανέστατα μεγαλύτερο απο οποιοδήποτε άλλο διαμέρισμα στο πλοίο, και πιο πολυτελές. Μια πολυτέλεια που, όπως παρατήρησε η Κέννα, δύσκολα θα μπορούσε να αποκτηθεί απλώς από τον μισθό ενός καπετάνιου. Αυτό την έκανε να αναρωτηθεί για την πραγματική φύση των δραστηριοτήτων του ιδιοκτήτη του δωματίου.
Συνέχισε με προσοχή στο εσωτερικό, κοιτάζοντας εξεταστικά τον χώρο για κάποιο πιθανό κίνδυνο. Το δωμάτιο ήταν καλύτερα φωτισμένο εξαιτίας του τζακιού που απερίσκεπτα ακόμα σιγοκαιγε χωρίς εποπτεία, μπροστά απο το μικρό δερμάτινο σαλονάκι. Ο Άτλας πέταξε κυκλικά μεσα στο δωμάτιο και έπειτα προσγειώθηκε στο γείσο του τζακιού.
Το βλέμμα της Κέννα έπεσε στον κόκκινο λεκέ στο πάτωμα. Το αίμα είχε ποτίσει τις σανίδες και η μεταλλική του μυρωδιά σε συνδυασμό με τη κάπνα του τζακιού της έφερε ναυτία. Ακολούθησε τη γραμμή του αίματος που συνεχιζόταν προς την άλλη άκρη του δωματίου, εκεί όπου υπήρχε ένα βαρύ ξύλινο γραφείο. Φαινόταν σαν κάποιος να είχε σύρει το πτώμα σε εκείνη τη γωνία, μια κίνηση που δεν έβγαζε νόημα καθώς η είσοδος βρισκόταν στην αντίθετη κατεύθυνση. Πλησίασε αργά με το μαχαίρι ακόμα στο χέρι της, με καθε βήμα η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα. Φοβόταν για το τι θα έβρισε εκεί.
Προς έκπληξη της δεν υπήρχε τίποτα πέρα απο αίμα. Ο καπετάνιος-το πτώμα του- δεν βρισκόταν εκεί. Το κεφάλι της είχε αρχίσει να βουίζει απο όλο αυτο το χάος. Πάσχιζε να καταλάβει, να βάλει τα κομμάτια σε μια σειρά αλλά μάταια. Ξεφύσηξε απογοητευμένη και κάθισε στη καρέκλα του γραφείο. Ίσως αν τα έβλεπε ολα από μια άλλη οπτική....
"Κάτι χάνουμε " είπε προς το πουλί.
"Τον χρόνο μας και ίσως τη ζωή μας" Απάντησε με εκνευρισμό καθώς πλέον είχε γίνει δύσκολο να καθίσει σε ενα μέρος με το πλοίο να ταρακουνάει ακόμα πιο έντονα.
Τον κοίταξε με κατανόηση. Ήξερε απο την αρχή πως αυτό το ταξίδι θα ήταν δυσβάσταχτο για ενα πλάσμα που ανήκε στον ουρανό και όχι στην απέραντη θάλασσα, όμως ο λόγος ηταν σοβαρός και την ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σηκώθηκε για να πάει κοντά του όμως ακόμα ένα δυνατό κούνημα του πλοίου , την έριξε πάνω στο γραφείο.
Ενα σύρσιμο, ένας αμυδρός ήχος ξεκλειδώματος και ξαφνικά ενα κρυφό συρτάρι πετάχτηκε στο κατω μέρος του επίπλου. Έμειναν ακίνητοι για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με έκπληξη και ενθουσιασμό και μετά πλησίασαν προς το ανοιχτό συρτάρι.
Μέσα στο συρτάρι, το βλέμμα της Κέννα έπεσε σε ένα παλιό, φθαρμένο δερμάτινο σημειωματάριο. Οι σελίδες του ήταν κιτρινισμένες από τον χρόνο, σχεδόν διαλυμένες. Καθώς το ξεφύλλιζε, πρόσεξε ότι περιείχε μια σειρά από αρχεία γέννησης και γενεαλογικά δέντρα. Ήταν γραμμένα με λεπτομέρειες για ημερομηνίες, ονόματα και τοποθεσίες που εκτείνονταν σε διάφορες εποχές και γεωγραφικά μέρη.
"Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι;" ψιθύρισε ακόμα χαμένη μέσα στον όγκο πληροφοριών.
Η Κέννα και ο Άτλας άρχισαν να παρατηρούν κάτι παράξενο. Καθώς κοιτούσαν τις σελίδες πιο προσεκτικά, τα στοιχεία φαινόταν να ακολουθούν ένα μοτίβο. Συγκεκριμένες εγγραφές που καταγράφονταν στις σελίδες, επανεμφανίζονταν με διαφορετικά ονόματα κάθε λίγες δεκαετίες ή αιώνες, υπαινίσσοντας πως αφορούσαν το ίδιο άτομο. Πολλές απο αυτές σβησμένες με μια γραμμή και δίπλα η λέξη 'εξαλειφθη'.
"Τι στο καλό…" ψιθύρισε, νιώθοντας το κεφάλι της γυρίζει. Άρχιζε να καταλαβαίνει ότι αυτό το σημειωματάριο ήταν το κλειδί σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που στοίχησε τη ζωή του καπετάνιου.
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τοσο που σχεδόν μπορούσε να την ακούσει και η ζάλη στο κεφαλι της χειροτέρευε. Πιάστηκε απο την άκρη του γραφείου προσπαθώντας να σταθεί όταν ακούστηκε ο ξαφνικός γδουπος της πόρτας που έκλεινε με δύναμη.
Εκεί στεκόταν ενας άντρας , μπλοκάροντας την μόνη της διέξοδο, συνειδητοποίησε. Το πρόσωπό του ήταν τραχύ, σημαδεμένο και απο το ύφος δεν χρειαζόταν συστάσεις για να καταλάβει οτι αυτός ευθύνεται για το χάος.
"Δεν σου έμαθε η μαμά σου να μην πειράζεις ξένα πράγματα", είπε ο άντρας, η φωνή του ψυχρή. Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της, με το στιλέτο του να γυαλίζει στο αχνό φως του δωματίου.
Η Κέννα ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να ελέγξει την ταραχή της. Η ζάλη στο κεφάλι της χειροτέρευε και τα μάτια της άρχισαν να θολώνουν.
Ήταν ο έλεγχος του άντρα πάνω της;
Έσφιξε τα μάτια της και όταν τα ξανα άνοιξε ένας οξύς πόνος την έκανε να γονατίσει. Ο άντρας κοντοστάθηκε για λίγο στην ξαφνική της κατάρρευση, όμως γρήγορα συνέχισε για τον πραγματικό του στόχο, το ημερολόγιο.
Σαν να απέκτησε για λίγο τον αυτοέλεγχο της, προσπάθησε να καλέσει τη φωτιά της. Τα ακροδαχτυλα της άναψαν, όχι πολύ όμως ήταν αρκετό για να εμποδίσει τον άντρα να πιάσει το βιβλίο. Εκνευρισμένος την κλώτσησε ξαπλωνοντας της τελείως. Αίμα άρχισε να κυλάει από τη μύτη της, όμως δεν άφησε το σημειωματάριο απο τα χέρια της. Αργά το έβαλε ανάμεσα στα ρούχα της και έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Ο άντρας έβαλε το βάρος του πάνω της εμποδίζοντας την, την έπιασε απο τον λαιμό και άρχισε να σφίγγει.
Ο κόσμος γύρω της άρχισε να χάνεται, οι ήχοι της καταιγίδας έξω από το πλοίο έμοιαζαν μακρινοί, σχεδόν αδιάφοροι. Και μέσα της μόνο μια φωνή αντηχούσε. Του Φινν.
"Γειά σου μικρή" της είπε με τον γνωστό ανάλαφρο τρόπο του.
Άνοιξε το στόμα της να μιλήσει όμως ένιωσε ένα αδικαιολόγητο κύμα θλίψης και απώλειας να την κατακλύζει. Έπεσε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε λυγμούς.
"Πολύ φοβάμαι ότι άργησες λίγο αδερφούλα..." της είπε χαιδευοντας της τα μαλλιά.
" Τι συμβαίνει; Τι είναι όλα αυτά; ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;" φώναξε ανάμεσα στα δάκρυα της.
"Συγνώμη που δεν σε προετοίμασα νωρίτερα. Και εγω ο ίδιος δεν ήξερα όσο ήμουν δίπλα σου. Όμως τώρα το δώρο είναι δικό σου." Την απομάκρυνε απαλά για να την κοιτάξει πρόσωπο με πρόσωπο.
"Δεν καταλαβαίνω " ψέλλισε.
"Όλα θα αρχίσουν να βγάζουν νόημα όταν βρεις τον δράκο." Την φίλησε στο μέτωπο και εξαφανίστηκε φέρνοντας την πίσω στη καμπίνα του καπετάνιου.
Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε τον άντρα που έσφιγγε ακόμα τον λαιμό της, όμως κάτι είχε αλλάξει. Μέσα της έρεε μια δύναμη που δεν είχε πριν, την γέμιζε, απλωνόταν σε κάθε άκρη του κορμιού της και ήταν έτοιμη να εκραγεί.
Δεν μπορούσε να την συγκρατήσει άλλο.
Η Κέννα ένιωσε τη φωτιά της να απελευθερώνεται από μέσα της, σαν ένα φράγμα να έσπασε ξαφνικά. Άρχισε να ουρλιάζει απο πόνο και το ίδιο έκανε και ο άντρας καθώς η φωτιά της εξαπλώθηκε πάνω του. Μη μπορώντας πλέον να τη συγκρατήσει πετάχτηκε απο πανω της και προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά στα ρούχα του, χρησιμοποιώντας την μαγεία του.
Την κοίταξε οχι με έκπληξη αλλά περισσότερο με επιβεβαίωση.
Ο Άτλας βρήκε την ευκαιρία του. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον εχθρό, και με ένα ξαφνικό σάλτο, βούτηξε προς τα κάτω με τα νύχια του απλωμένα. Ο άντρας δεν είχε χρόνο να αντιδράσει. Ο Άτλας όρμησε προς το πρόσωπό του, γραπώνοντας τον με τα νύχια και τραυματίζοντάς τον στο μέτωπο. Εκείνος ούρλιαξε από πόνο σκεπάζοντας το πρόσωπό του με το χέρι του για να διώξει το γεράκι.
Ο Άτλας πετούσε χαμηλά πάνω από την Κέννα, προστατευτικός και έτοιμος να επιτεθεί ξανά αν χρειαστεί. Ο άντρας βλαστήμησε, σκουπίζοντας το αίμα από το μέτωπό του και έβαλε το μαχαίρι του πίσω στη θήκη.Για μια στιγμή, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, και η Κέννα κατάλαβε πως αν την ήθελε νεκρή θα το είχε χρησιμοποιήσει, όπως έκανε και στον καπετάνιο.
Δεν είχε σκοπό να μείνει και να μάθει ποια ήταν τα κίνητρά του. Σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έτρεξε προς την πόρτα με τον Άτλανα την ακολουθεί.
Η φωτιά που εξαπέλυσε νωρίτερα είχε ήδη απλωθεί σε όλο το δωμάτιο, ίσως και σε άλλα σημεία στο πλοίο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και η ορατότητα μειωμένη όμως η Κέννα συνέχισε να τρέχει ψάχνοντας μια διέξοδο. Σχεδόν τα είχε καταφέρει.
Σχεδόν.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακολούθησε μετά απο ενα βίαιο τράνταγμα, πετώντας την Κέννα με δύναμη στον τοίχο. Ο πόνος τη διέλυσε, αλλά δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Οι τοίχοι έτριζαν απειλητικά, και το πλοίο άρχισε να γέρνει επικίνδυνα, απειλώντας να τους παρασύρει όλους μαζι του στον πάτο της θάλασσας.
Οι επιλογές της φαίνονταν περιορισμένες. Το πλοίο ήταν έτοιμο να διαλυθεί, είτε απο τη φωτιά που ξεκίνησε είτε απο τη σύγκρουση. Η μόνη της ευκαιρία ήταν να βγει στην επιφάνεια πριν την πλακώσουν τα συντρίμμια.
Άπλωσε τα χέρια της και κάλεσε αυτή τη νέα δύναμη μέσα της. Την ένιωθε να απαντά σαν κάτι γνώριμο, σαν κάτι που πάντα ήταν εκεί και περίμενε. Αυτήν τη φορά κύλισε αβίαστα και είχε τον πλήρη έλεγχο.
Οι παλάμες της έλαμψαν και με μια κίνηση εξαπέλυσε φλόγα στον τοίχο μπροστά της. Ο τοίχος υποχώρησε σαν να ήταν φτιαγμένος από χαρτί, δημιουργώντας ένα άνοιγμα στα πλάγια του πλοίου. Ο αέρα και η βροχή μπήκαν μέσα με μανία.
"ΦΥΓΕ!" φώναξε στον Άτλα για να ακουστεί πάνω απο τον θόρυβο της καταιγίδας
"ΠΕΤΑ!"
Και λίγο πριν προλάβει να πηδήξει στη θάλασσα, οι σανίδες υποχώρησαν κάτω απο τα πόδια της, ρίχνοντας την στο κενό.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Εκσφενδονίστηκαν και οι δυο στον αέρα, και ο Έζρα έπεσε με δύναμη πάνω στο κατάρτι. Τα χέρια του αγκάλιασαν γρήγορα τον κορμό, και έσφιξε τα δόντια. Η καρδιά του βούλιαξε στο στήθος του, καθώς είδε τον Ντέρβελ να σέρνεται μπρούμυτα στο κατάστρωμα, μην έχοντας από κάπου να πιαστεί. Επικρατούσε πανικός, κι ενώ οι άντρες του πληρώματος έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αλλάξουν ρότα στο καράβι, ήταν μάταιο.
Η σύγκρουση ήταν τόσο σφοδρή, που η μύτη του ξένου καραβιού έσκιζε σιγά σιγά το δικό τους στα δύο, παρασύροντας νεκρούς στο διάβα του. Ο Έζρα δεν μπορούσε να χωνέψει ότι το θέαμα που εξελισσόταν μπροστά του ήταν αληθινό. Άκουγε συχνά για τραγωδίες, όμως ποτέ δεν περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο στον ίδιο. Και πάλι, σε αντίθεση με άλλους, είχε το πλεονέκτημα να κατέχει μαγεία, όμως οι δυνάμεις της γης του ήταν εντελώς άχρηστες τώρα, που βρισκόταν περικυκλωμένος από το νερό.
Τα δύο μισά του καραβιού άρχισαν να ξεκολλάνε. Ο Έζρα ένιωσε το βάρος του να γέρνει προς τα δεξιά. Έμπηξε τα νύχια του στον κορμό τόσο δυνατά, που μάτωσαν. Πού ήταν ο Ντέρβελ; Έπρεπε να σκαρφαλώσουν κάπου ψηλά. Και τότε τον είδε, να κρέμεται από την άκρη της κουπαστής.
Προσπάθησε να φωνάξει το όνομά του, όμως ήταν αδύνατον να ακουστεί μέσα σε τόσες άλλες κραυγές. Εκείνος όμως, λες και διαισθάνθηκε το κάλεσμα, γύρισε το κεφάλι και κοίταξε προς το μέρος του.
Πολλοί άρχισαν να πέφτουν στην θάλασσα για να σωθούν· κι ο Ντέρβελ τους ακολούθησε.
«Όχι!» ούρλιαξε ο Έζρα καθώς το βλέμμα τους κλείδωνε για μια τελευταία φορά σε χαιρετισμό, πριν ο φίλος του βουτήξει στην υγρή άβυσσο.
Ένα δυνατό *ΚΡΑΚ* ακούστηκε ξαφνικά, καθώς τα δύο μισά έσπαγαν εντελώς, και το ξένο καράβι εγκλωβιζόταν στη μέση του δικού τους.
Ξεκίνησε να σκαρφαλώνει. Από ψηλά, μπορούσε να δει τη φωτιά που μαινόταν ήδη στο κέντρο.
Ήταν μάταιο.
Καπνός και ομίχλη είχαν γίνει ένα, και ο Έζρα ήταν πλέον πεπεισμένος πως αυτές ήταν οι τελευταίες του στιγμές. Ίσως αυτό ήθελε να του πει η αδερφή του, όταν τον επισκέφθηκε την προηγούμενη νύχτα στον ύπνο του. Ίσως ήταν η ώρα να πάει να την βρει.
Ένιωσε ένα χέρι να γραπώνει με δύναμη το πόδι του καθώς ένας άνδρας προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πιο ψηλά από τον ίδιο.
«Τι κάνεις, θα πέσουμε και οι δύο!» του φώναξε ο Έζρα.
«Εγώ όχι», απάντησε ο άνδρας, και τον τράβηξε ξανά απότομα, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του.
Ο Έζρα ευχόταν να μπορούσε να δει για μια τελευταία φορά τα άστρα, καθώς έπεφτε ανάσκελα στο κενό.
Η σύγκρουση ήταν τόσο σφοδρή, που η μύτη του ξένου καραβιού έσκιζε σιγά σιγά το δικό τους στα δύο, παρασύροντας νεκρούς στο διάβα του. Ο Έζρα δεν μπορούσε να χωνέψει ότι το θέαμα που εξελισσόταν μπροστά του ήταν αληθινό. Άκουγε συχνά για τραγωδίες, όμως ποτέ δεν περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο στον ίδιο. Και πάλι, σε αντίθεση με άλλους, είχε το πλεονέκτημα να κατέχει μαγεία, όμως οι δυνάμεις της γης του ήταν εντελώς άχρηστες τώρα, που βρισκόταν περικυκλωμένος από το νερό.
Τα δύο μισά του καραβιού άρχισαν να ξεκολλάνε. Ο Έζρα ένιωσε το βάρος του να γέρνει προς τα δεξιά. Έμπηξε τα νύχια του στον κορμό τόσο δυνατά, που μάτωσαν. Πού ήταν ο Ντέρβελ; Έπρεπε να σκαρφαλώσουν κάπου ψηλά. Και τότε τον είδε, να κρέμεται από την άκρη της κουπαστής.
Προσπάθησε να φωνάξει το όνομά του, όμως ήταν αδύνατον να ακουστεί μέσα σε τόσες άλλες κραυγές. Εκείνος όμως, λες και διαισθάνθηκε το κάλεσμα, γύρισε το κεφάλι και κοίταξε προς το μέρος του.
Πολλοί άρχισαν να πέφτουν στην θάλασσα για να σωθούν· κι ο Ντέρβελ τους ακολούθησε.
«Όχι!» ούρλιαξε ο Έζρα καθώς το βλέμμα τους κλείδωνε για μια τελευταία φορά σε χαιρετισμό, πριν ο φίλος του βουτήξει στην υγρή άβυσσο.
Ένα δυνατό *ΚΡΑΚ* ακούστηκε ξαφνικά, καθώς τα δύο μισά έσπαγαν εντελώς, και το ξένο καράβι εγκλωβιζόταν στη μέση του δικού τους.
Ξεκίνησε να σκαρφαλώνει. Από ψηλά, μπορούσε να δει τη φωτιά που μαινόταν ήδη στο κέντρο.
Ήταν μάταιο.
Καπνός και ομίχλη είχαν γίνει ένα, και ο Έζρα ήταν πλέον πεπεισμένος πως αυτές ήταν οι τελευταίες του στιγμές. Ίσως αυτό ήθελε να του πει η αδερφή του, όταν τον επισκέφθηκε την προηγούμενη νύχτα στον ύπνο του. Ίσως ήταν η ώρα να πάει να την βρει.
Ένιωσε ένα χέρι να γραπώνει με δύναμη το πόδι του καθώς ένας άνδρας προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πιο ψηλά από τον ίδιο.
«Τι κάνεις, θα πέσουμε και οι δύο!» του φώναξε ο Έζρα.
«Εγώ όχι», απάντησε ο άνδρας, και τον τράβηξε ξανά απότομα, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του.
Ο Έζρα ευχόταν να μπορούσε να δει για μια τελευταία φορά τα άστρα, καθώς έπεφτε ανάσκελα στο κενό.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Η Ωρόρα έπλεε για Άστασκο. Το ταξίδι ήταν ήρεμο σχετικά μετά το Oυν. Ο Τιμ άρχισε να κρώζει όταν έφτασαν στην στροφή ανάμεσα στο Λαόνε και το Μελ. Ανοιχτά της θάλασσας, με θέα το ηφαίστειο του νησιού Μαντόνκα το πλήρωμα της Ωρόρα αντίκρυζε μια καταστροφή. Δύο επιβατικά πλοία είχαν συγκρουστεί μεταξύ τους. Οι κραυγές έφταναν ως την Ωρόρα σιγά σιγά, ενώ η φωτιά άρχιζε να εξαπλώνεται και στάχτες να γεμίζουν τον ουρανό. Για μια στιγμή όλοι κοκκάλωσαν κοιτάζοντας το. Πόσα λάθη μπορεί να έγιναν, για να συμβεί αυτό;
Η Σόρμπι και ο Νέιλ φώναξαν ταυτόχρονα. Όλοι ξεκίνησαν να κινούνται πυρετωδώς. Ο Νέιλ έσπρωξε σε μια γωνιά τον Τσέκμειτ και του είπε απόλυτα "Κάθισε εδω και μη το κουνήσεις!" Η κατάσταση αυτή ήταν χειρότερη, καθώς άλλοι άνθρωποι κινδύνευαν. Δεν έπρεπε να γίνει κανένα λάθος. Η Σόρμπι οδήγησε την Ωρόρα με όλη της την ταχύτητα προς τα πλοία. Το ένα είχε σχεδόν εξ' ολοκλήρου σπάσει στα δύο, καθώς το άλλο είχε πέσει με την πλώρη στα πλαϊνά του.
Η Σόρμπι φώναξε για ετοιμότητα. Άντρες ετοιμάστηκαν με σχοινιά δεμένοι για να βοηθήσουν τους ανθρώπους. Η Ωρόρα πέρασε ξυστά από τα πλοία, κρατώντας την ορμή της για να μπορέσει να στρίψει. Στο πρώτο παράγγελμα του Νέιλ, δέκα άντρες με ηγέτη τον Τσαρ χυθήκαν στα τσακισμένα πλοία να βοηθήσουν. Ο Νέιλ φώναζε με όλη του τη δύναμη, δίνοντας κατεύθυνση προς την Ωρόρα. Κι άλλα σχοινιά ετοιμάστηκαν. Η Ωρόρα κινήθηκε ευθεία και έκανε μια μεγάλη και απότομη αναστροφή. Τα ξύλα έτριζαν δοκιμάζοντας την ευελιξία και την αντοχή της. Η Σόρμπι αμέσως έκοψε ταχύτητα, τα πανιά με μανία άρχισαν να ανεβαίνουν και κουπιά βγήκαν για να επιβραδύνουν το πλοίο.
Οι ναύτες των πλοίων και το πλήρωμα της Ωρόρα άρχισαν να βοηθούν όσους επιβάτες ήταν κοντά και να τους μετεπιβιβάζουν στο κατάστρωμα της Ωρόρα. Ο Νέιλ φώναζε για τάξη και ψυχραιμία. Ο Τσαρ και οι υπόλοιποι σιγά σιγά άρχιζαν να καταφθάνουν με κόσμο. Τους άφηναν κοντά στο κατάστρωμα που βρίσκονταν οι υπόλοιποι ναύτες και έτρεχαν ξανά πίσω για να βρουν άλλους. Η Σόρμπι ήθελε να χυθεί να βοηθήσει, μα η θέση της ήταν στο τιμόνι. Έπρεπε να κρατάει την Ωρόρα κοντά για να μπορεί να μεταφερθεί ο κόσμος, αλλά αρκετά μακριά ώστε να μην γίνει και η Ωρόρα έρμαιο της φωτιάς.
Άκουσε την κραυγή του Νέιλ "ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ" το χέρι του έδειχνε ένα κόκκινο κεφάλι στα αριστερά της Ωρόρα. Η καταιγίδα θα την έπνιγε. Η Σόρμπι σφίχτηκε. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι. Η σχέση της Σόρμπι και του Νέιλ όμως ήταν ιδιαίτερη. Η Σόρμπι φώναξε το όνομα του και στην στιγμή, δίχως να το σκέφτεται έπιασε το σχοινί που ήταν πάντα δεμένο στο τιμόνι και πήδηξε. Ο Νέιλ τρέχοντας μόλις που πρόλαβε να πιάσει το τιμόνι και να το ισιώσει ξανά. Κοίταξε την θάλασσα έντρομος. Το κόκκινο κεφάλι συνέχιζε να επιπλέει. "Έλα μικρήηηη έλα μικρήηη" λίγο αργότερα η Σόρμπι αχνοφάνηκε δίπλα στην κοκκινομάλα γυναίκα.
Η Σόρμπι άρπαξε την γυναίκα και την κράτησε σφιχτά. Η κοπέλα φαινόταν να μην έχει τις αισθήσεις της, οπότε η Σόρμπι κράτησε το κεφάλι της ψηλά, παλεύοντας με τα κύματα. Για να σιγουρευτεί για την κατάσταση της, της έκλεισε την μύτη και φύσηξε τρεις φορές δυνατά μέσα στο στόμα της κλείνοντας ερμητικά τα χείλη της.
Η Σόρμπι και ο Νέιλ φώναξαν ταυτόχρονα. Όλοι ξεκίνησαν να κινούνται πυρετωδώς. Ο Νέιλ έσπρωξε σε μια γωνιά τον Τσέκμειτ και του είπε απόλυτα "Κάθισε εδω και μη το κουνήσεις!" Η κατάσταση αυτή ήταν χειρότερη, καθώς άλλοι άνθρωποι κινδύνευαν. Δεν έπρεπε να γίνει κανένα λάθος. Η Σόρμπι οδήγησε την Ωρόρα με όλη της την ταχύτητα προς τα πλοία. Το ένα είχε σχεδόν εξ' ολοκλήρου σπάσει στα δύο, καθώς το άλλο είχε πέσει με την πλώρη στα πλαϊνά του.
Η Σόρμπι φώναξε για ετοιμότητα. Άντρες ετοιμάστηκαν με σχοινιά δεμένοι για να βοηθήσουν τους ανθρώπους. Η Ωρόρα πέρασε ξυστά από τα πλοία, κρατώντας την ορμή της για να μπορέσει να στρίψει. Στο πρώτο παράγγελμα του Νέιλ, δέκα άντρες με ηγέτη τον Τσαρ χυθήκαν στα τσακισμένα πλοία να βοηθήσουν. Ο Νέιλ φώναζε με όλη του τη δύναμη, δίνοντας κατεύθυνση προς την Ωρόρα. Κι άλλα σχοινιά ετοιμάστηκαν. Η Ωρόρα κινήθηκε ευθεία και έκανε μια μεγάλη και απότομη αναστροφή. Τα ξύλα έτριζαν δοκιμάζοντας την ευελιξία και την αντοχή της. Η Σόρμπι αμέσως έκοψε ταχύτητα, τα πανιά με μανία άρχισαν να ανεβαίνουν και κουπιά βγήκαν για να επιβραδύνουν το πλοίο.
Οι ναύτες των πλοίων και το πλήρωμα της Ωρόρα άρχισαν να βοηθούν όσους επιβάτες ήταν κοντά και να τους μετεπιβιβάζουν στο κατάστρωμα της Ωρόρα. Ο Νέιλ φώναζε για τάξη και ψυχραιμία. Ο Τσαρ και οι υπόλοιποι σιγά σιγά άρχιζαν να καταφθάνουν με κόσμο. Τους άφηναν κοντά στο κατάστρωμα που βρίσκονταν οι υπόλοιποι ναύτες και έτρεχαν ξανά πίσω για να βρουν άλλους. Η Σόρμπι ήθελε να χυθεί να βοηθήσει, μα η θέση της ήταν στο τιμόνι. Έπρεπε να κρατάει την Ωρόρα κοντά για να μπορεί να μεταφερθεί ο κόσμος, αλλά αρκετά μακριά ώστε να μην γίνει και η Ωρόρα έρμαιο της φωτιάς.
Άκουσε την κραυγή του Νέιλ "ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ" το χέρι του έδειχνε ένα κόκκινο κεφάλι στα αριστερά της Ωρόρα. Η καταιγίδα θα την έπνιγε. Η Σόρμπι σφίχτηκε. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι. Η σχέση της Σόρμπι και του Νέιλ όμως ήταν ιδιαίτερη. Η Σόρμπι φώναξε το όνομα του και στην στιγμή, δίχως να το σκέφτεται έπιασε το σχοινί που ήταν πάντα δεμένο στο τιμόνι και πήδηξε. Ο Νέιλ τρέχοντας μόλις που πρόλαβε να πιάσει το τιμόνι και να το ισιώσει ξανά. Κοίταξε την θάλασσα έντρομος. Το κόκκινο κεφάλι συνέχιζε να επιπλέει. "Έλα μικρήηηη έλα μικρήηη" λίγο αργότερα η Σόρμπι αχνοφάνηκε δίπλα στην κοκκινομάλα γυναίκα.
Η Σόρμπι άρπαξε την γυναίκα και την κράτησε σφιχτά. Η κοπέλα φαινόταν να μην έχει τις αισθήσεις της, οπότε η Σόρμπι κράτησε το κεφάλι της ψηλά, παλεύοντας με τα κύματα. Για να σιγουρευτεί για την κατάσταση της, της έκλεισε την μύτη και φύσηξε τρεις φορές δυνατά μέσα στο στόμα της κλείνοντας ερμητικά τα χείλη της.
Re: Ακυβέρνητο Καράβι [Κέννα Φερνγουίχ, Νάαβαλλαθ Νασ’ις, Ντέρβελ Καντέρν]
Πάλευε να παραμείνει στην επιφάνεια όμως η θάλασσα ήταν παγωμένη, τα κύματα τεράστια, και το κορμί της έμοιαζε να έχει παραδοθεί. Ένιωθε τα ρούχα της βαριά, να την τραβούν στον πάτο, δεν είχε πια τη δύναμη να αντισταθεί. Δεν ήξερε αν ήθελε να αντισταθεί. Ο λήθαργος που την καλούσε φαινόταν γλυκός και ήταν τόσο κοντά στο να τον φτάσει.
''Συνέχισε να κολυμπάς μικρή!'' άκουσε μέσα στο κεφάλι της τη φωνή του Φιν. "Έρχομουν να σε βρω. Περίμενε με.." του απάντησε και πριν το καταλάβει άρχισε να βουλιάζει χάνοντας τις αισθήσεις της.
Μια ξαφνική πίεση στο σώμα της την ταρακούνησε. Κάποιος την είχε αρπάξει και την τραβούσε στην επιφάνεια. Τα μάτια της μισάνοιξαν για μια στιγμή καθώς ο αέρας γύρισε στα πνευμονία της. Ένα θολό πρόσωπο και μια φωνή γεμάτη αποφασιστικότητα. "Σε έχω!''
Η Κέννα δεν μπορούσε να αντιδράσει, ήταν πολύ κουρασμένη για να βοηθήσει. Όμως η γυναίκα δεν την άφησε ούτε στιγμή. Την κρατούσε σφιχτά, ακόμα και όταν τα κύματα τις χτυπούσαν αλύπητα.
Μόλις έφτασαν στο πλοίο, τα χέρια άλλων ανθρώπων την έπιασαν, τραβώντας την μακριά από το νερό. Το σώμα της έπεσε με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα. Η αναπνοή της ήταν κοφτή και ένας βήχας της έκαιγε τον λαιμό, αναγκάζοντας την να βγάλει όσο νερό είχε καταπιεί. Γύρισε το κεφάλι και είδε τη γυναίκα που την είχε σώσει μια δυνατή φιγούρα, που στεκόταν πάνω της λαχανιασμένη.
Το σώμα της ήταν μουδιασμένο. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να χαρεί που ήταν ζωντανή ή να κλάψει από την εξάντληση και το σοκ. Άκουγε τους ναύτες να φωνάζουν εντολές, να τραβούν κι άλλους από τη θάλασσα. Η μυρωδιά του καπνού ακόμα αιωρούνταν στον αέρα.
"Πώς σε λένε;" τη ρώτησε η γυναίκα.
"Κέννα," κατάφερε να πει σιγανά.
"Σόρμπι" της απάντησε με ένα καθησυχαστηκό βλέμμα και απομακρύνθηκε δίνοντας της χώρο να συνέλθει.
Η φωτιά πίσω της έμοιαζε να καταπίνει ό,τι απέμενε από τα πλοία. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός: κραυγές, τριξίματα ξύλων, εκρήξεις. Ξάπλωσε, κοιτάζοντας τον γκρίζο ουρανό που ήταν γεμάτος στάχτη.
Προσπάθησε να θυμηθεί τι έγινε, όλες τις λεπτομέρειες των γεγονότων που συνέβησαν τις τελευταίες ώρες μήπως και καταλάβει, όμως τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Ψηλάφησε τον κορμό της, το ημερολόγιο ήταν ακόμα εκεί. Κοίταξε γύρω της τους ναύτες που ακόμα έτρεχαν πάνω κάτω φροντίζοντας όσους ανέσυραν απο τη θάλασσα. Ναι, τους έσωσαν, όμως δεν ήξερε αν μπορούσε να τους εμπιστευτεί. Πέθαινε να ελέγξει αν καταστράφηκε απο το νερό, να δει τι άλλα μυστικά έκρυβε, όμως δεν το εμφάνισε.
Ανάμεσα στον καπνό διέκρινε τον Άτλα να πλησιάζει. Το γεράκι προσγειώθηκε προσεκτικά δίπλα της και την κοίταξε με προσοχή ελέγχοντας την για τραύματα.
"Καλά είμαι..." του ψιθύρισε, ενώ τον χάιδευε απαλά στο ράμφος. Εκείνος έγειρε ελαφρά το κεφάλι, σαν να μην ήταν σίγουρος. Ίσως όσα είχαν περάσει να ήταν εξίσου τραυματικά για αυτόν, σκέφτηκε και κούρνιασε μαζί του, απομονόνοντας τον απο το χάος γύρω τους. Το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί και ίσως όταν ξυπνούσε τίποτα απο αυτά δεν θα είχει συμβεί στην πραγματικότητα.
ΤΕΛΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ
''Συνέχισε να κολυμπάς μικρή!'' άκουσε μέσα στο κεφάλι της τη φωνή του Φιν. "Έρχομουν να σε βρω. Περίμενε με.." του απάντησε και πριν το καταλάβει άρχισε να βουλιάζει χάνοντας τις αισθήσεις της.
Μια ξαφνική πίεση στο σώμα της την ταρακούνησε. Κάποιος την είχε αρπάξει και την τραβούσε στην επιφάνεια. Τα μάτια της μισάνοιξαν για μια στιγμή καθώς ο αέρας γύρισε στα πνευμονία της. Ένα θολό πρόσωπο και μια φωνή γεμάτη αποφασιστικότητα. "Σε έχω!''
Η Κέννα δεν μπορούσε να αντιδράσει, ήταν πολύ κουρασμένη για να βοηθήσει. Όμως η γυναίκα δεν την άφησε ούτε στιγμή. Την κρατούσε σφιχτά, ακόμα και όταν τα κύματα τις χτυπούσαν αλύπητα.
Μόλις έφτασαν στο πλοίο, τα χέρια άλλων ανθρώπων την έπιασαν, τραβώντας την μακριά από το νερό. Το σώμα της έπεσε με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα. Η αναπνοή της ήταν κοφτή και ένας βήχας της έκαιγε τον λαιμό, αναγκάζοντας την να βγάλει όσο νερό είχε καταπιεί. Γύρισε το κεφάλι και είδε τη γυναίκα που την είχε σώσει μια δυνατή φιγούρα, που στεκόταν πάνω της λαχανιασμένη.
Το σώμα της ήταν μουδιασμένο. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να χαρεί που ήταν ζωντανή ή να κλάψει από την εξάντληση και το σοκ. Άκουγε τους ναύτες να φωνάζουν εντολές, να τραβούν κι άλλους από τη θάλασσα. Η μυρωδιά του καπνού ακόμα αιωρούνταν στον αέρα.
"Πώς σε λένε;" τη ρώτησε η γυναίκα.
"Κέννα," κατάφερε να πει σιγανά.
"Σόρμπι" της απάντησε με ένα καθησυχαστηκό βλέμμα και απομακρύνθηκε δίνοντας της χώρο να συνέλθει.
Η φωτιά πίσω της έμοιαζε να καταπίνει ό,τι απέμενε από τα πλοία. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός: κραυγές, τριξίματα ξύλων, εκρήξεις. Ξάπλωσε, κοιτάζοντας τον γκρίζο ουρανό που ήταν γεμάτος στάχτη.
Προσπάθησε να θυμηθεί τι έγινε, όλες τις λεπτομέρειες των γεγονότων που συνέβησαν τις τελευταίες ώρες μήπως και καταλάβει, όμως τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Ψηλάφησε τον κορμό της, το ημερολόγιο ήταν ακόμα εκεί. Κοίταξε γύρω της τους ναύτες που ακόμα έτρεχαν πάνω κάτω φροντίζοντας όσους ανέσυραν απο τη θάλασσα. Ναι, τους έσωσαν, όμως δεν ήξερε αν μπορούσε να τους εμπιστευτεί. Πέθαινε να ελέγξει αν καταστράφηκε απο το νερό, να δει τι άλλα μυστικά έκρυβε, όμως δεν το εμφάνισε.
Ανάμεσα στον καπνό διέκρινε τον Άτλα να πλησιάζει. Το γεράκι προσγειώθηκε προσεκτικά δίπλα της και την κοίταξε με προσοχή ελέγχοντας την για τραύματα.
"Καλά είμαι..." του ψιθύρισε, ενώ τον χάιδευε απαλά στο ράμφος. Εκείνος έγειρε ελαφρά το κεφάλι, σαν να μην ήταν σίγουρος. Ίσως όσα είχαν περάσει να ήταν εξίσου τραυματικά για αυτόν, σκέφτηκε και κούρνιασε μαζί του, απομονόνοντας τον απο το χάος γύρω τους. Το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί και ίσως όταν ξυπνούσε τίποτα απο αυτά δεν θα είχει συμβεί στην πραγματικότητα.
ΤΕΛΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ