Role Playing Writing Game

Θνητοί θεοι

User avatar
Pandora
Posts: 11
Joined: Tue 30 May, 2023 8:37 pm
Contact:

Θνητοί θεοι

Post by Pandora »

Περιπλανήθηκε για λίγο στους κήπους του ασύλου. Το σούρουπο έπεσε και σε λίγο θα ξεκινούσε η βάρδια της στη ψυχιατρική κλινική. Η Πανδώρα προτιμούσε να βγαίνει αυτή τη ώρα καθώς οι περισσότεροι τρόφιμοι είχαν ήδη επιστρέψει στα δωμάτια τους και έτσι είχε την ησυχία που χρειαζόταν για να προετοιμαστεί. Κάθισε, όπως συνήθιζε, στο παγκάκι που βρισκόταν στην δυτική άκρη της έκτασης του ασύλου με θέα τα νησιά των καταιγίδων. Κανείς δεν καθόταν σε αυτό το παγκάκι καθώς θεωρούσαν τα νησιά Ραουν καταραμένα και όποιος βρισκόταν κοντά θα είχε κακή τύχη δοσμένη από τους παλιούς θεούς.

Μια απο τις ιστορίες που είχε ακούσει έλεγε πως αιώνες πριν, όταν ακόμα οι θεοί είχαν την αθανασία τους, εκεί κατηκούσε ένας λαός της θάλασσας. Ανάμεσα τους ένας θνητός άντρας που έκλεψε την καρδιά της Μοριάννα. Η Μοριάννα ήξερε πολύ καλα πως η ευτυχία της θα ήταν σύντομη,όπως και η ζωή του αγαπημένου της, γιαυτό αποφάσισε να του χαρίσει την αιωνιότητα χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες. Η σχέση τους ήταν αδύνατο να το κρυφτεί απο μάτι θνήτο ή αθάνατο. Όταν λοιπον έπεσε στην αντίληψη των θεών τι σκόπευε να κάνει αποφάσισαν να λάβουν δράση. Κάποιοι απο τους θεούς μάλιστα θεωρούσαν τα πλάσματα του κόσμου κατότερα και ανάξια του δώρου που κατείχαν οι ίδιοι. Η ύβρης που σκόπευε να κάνει η Μοριάννα έπρεπε να τιμωρηθεί με ή χωρίς την έγκριση των υπολοιπων. Ο θεός Τάκουας ανέλαβε το έργο. Πλάνεψε κάποιους χωρικούς και χωρίς επίγνωση σκότωσαν τον άντρα. Η Μοριάννα θολωμένη απο θυμό και αγνωόντας την ανάμειξη των θεών έριξε την οργή της στα νησιά. Πήρε όλη την ομορφία και τη γονιμότητα τους και άφησε πίσω άδεια γη, απλησίαστη και επικύνδηνη μέχρι και σήμερα. Το τι απέγινε ο λαός που κατηκούσε εκεί είναι άγνωστο. Κάποιοι λένε πως ήταν πρόγονοι των σειρήνων και γιαυτο είναι σκοτεινές και απόκοσμες, αποτέλεσμα της κατάρας της θεάς. Άλλοι πάλι πιστεύουν πως ακόμα και σήμερα, σε εκείνα τα νησιά, ζουν σειρήνες που δεν πρόλαβαν να το σκάσουν, στην πιο τρομακτική τους μορφή με γαμψά νύχια, μάτια που μπορούν να πιούν την ψυχή σου και δέρμα θολό, σχεδόν νεκρό απο την ελληψη ήλιου.


Αλλά βρισκόταν σε ψυχιατρική κλινική και κανείς δεν έδινε σημασία σε ότι έλεγαν οι τρόφιμοι.
Όχι σε όλους τουλάχιστον.

Απόψε δούλευε στην υπόγεια πτέρυγα. Ελάχιστοι ήξερα την ύπαρξη της, πόσο μάλλον το είδος της λειτουργίας της. Ακόμα και πολλοί ανάμεσα στο προσωπικό του ασύλου δεν γνώριζαν για το κρυφό κτήριο.
Είχαν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια από όταν ξεκίνησε να δουλεύει εκεί. Η δομή βρισκόταν στο δυτικό μέρος της πόλης Έρος και φιλοξενούσε τους φρενοβλαβεις που ηταν επικίνδυνοι για τον εαυτό τους ή τους γύρω. Κάποιοι ισχυρίζονταν πως ηταν Θεοί, άλλοι αυτοπροσδιοριζονταν σαν πάπιες.
Η δουλειά της Πανδώρα ηταν να βρει ποιοι απο αυτούς τους ισχυρισμούς ήταν αλήθεια και να τους αναφέρει στους ανώτερους της. Τις περισσότερες φορές αυτοί οι τρόφιμοι μεταφέρονταν στη κατω πτέρυγα μεχρι να τους αναλάβει το συμβούλιο. Κάποιο άλλοι προτιμούσαν να πεθάνουν.

Άφησε τον Βιρίντιαν να συρθεί πάνω της και κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του κτηρίου. Ακόμα ακούγονταν φωνές απο τους "δύσκολους" ενοίκους της δομής. Απόψε όμως δεν ήταν δικο της πρόβλημα. Απέφυγε καθε επαφή με το προσωπικό και οταν έφτασε στους κοιτωνες σιγουρευτηκε οτι δεν την ακολούθησε κανείς. Σχεδίασε το σιτζιλιο στη κρύπτη και χάθηκε πίσω της.

Ο λάκος, όπως ονομαζόταν η πτέρυγα ανάμεσα στους μυστικούς υπαλλήλους της, προστατευοταν με ισχυρή μαγεία που εμποδιζε τη χρήση της, κυρίως στους κρατούμενους.

"Εδω είμαστε Βιρ."ξεκλείδωσε τη πόρτα και πέρασε μέσα. Εκεί βρισκόταν ένας άντρας, αρκετά ταλαιπωριμενος ομως ακόμα όμορφος, με τα μαύρα μαλλια του να πλαισιώνουν το χλωμό του πρόσωπο. Για λόγους ασφάλειας ολοι οι κρατούμενοι παρέμεναν δεμένοι. Τον πλησίασε και κάθισε μπροστά του ακουμπώντας τα γόνατα της με τα δικά του.

"Καλησπέρα κύριε Φέρελιθ. Απο οτι φαίνεται θα περάσουμε ενα ονειρικό βράδυ μαζι" είπε απαλά και άφησε τον Βιρίντιαν να τυλιχτει γυρω απο τον λαιμό του.


User avatar
Pandora
Posts: 11
Joined: Tue 30 May, 2023 8:37 pm
Contact:

Re: Θνητοί θεοι

Post by Pandora »

Κάθε βράδυ τον επισκεπτόταν στο κελί του, πολλές φορές χωρίς ο Φιν να έχει επίγνωση της παρουσίασης της εκεί, γλιστρούσε στα όνειρα του και παρακολουθούσε. Έβλεπε τη ζωή του, τα πράγματα που τον κάνουν να νιώθει ασφάλεια και τα άλλα που τον τρομοκρατούν, τις αγωνίες και τις ελπίδες του, και κάθε βράδυ έκλεβε απο κάτι.

Ξεκίνησε σιγά σιγά, από μία αγαπημένα ανάμνηση της οικογένειας του, που πρόσεξε οτι αναζητούσε συχνά απο όταν ήρθε εδώ, πριν ακόμα του συστηθεί επίσημα η Πανδώρα. Συνέχισε με το να τον ταΐζει με τον θάνατο της αγαπημένης του, που είδε πως έγινε λίγα χρόνια πριν και κάθε φορά που ο Φιν έβρισκε παρηγοριά σε κάτι, η Πανδώρα του το έπαιρνε ή ακόμα χειρότερα, το διαστρέβλωνε σε κάτι άσχημο μέχρι που δεν έμεινε τίποτα πια.

Τον είχε σπάσει.....Σχεδόν.

..........

Τα σύννεφα ήταν μαύρα και βαριά και προμήνυαν πως θα ξεσπούσε τρομερή καταιγίδα. Ένας κεραυνός τον έκανε να ανοίξει απότομα τα μάτια του και συνειδητοποίησε οτι τον είχε πάρει ο ύπνος μέσα στο δάσος. Δεν άργησε να καταλάβει ότι ήταν λίγο πιο βόρεια της Thaunsor στο δάσος πάνω στο βουνό, εκεί που συνήθως ερχόταν για να χαλαρώσει και να ξεφύγει από τη βαβούρα του χωριού του. Προσπάθησε να θυμηθεί πως έφτασε εκεί όμως έμοιαζε να μη ξέρει ουτε το όνομά του. Σηκώθηκε παραπατώντας και κοίταξε γύρω του. Ένα μπουκάλι με ρούμι- κάποτε γεμάτο-κατρακύλησε στα πόδια του.

Δεν ένιωθε μεθυσμένος, ούτε ήταν απο τα άτομα που θα έπινε ολόκληρο μπουκάλι μόνος τους σαν κανένας μπεκρής, αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει το κενό στη μνήμη του. Ένας ακόμα κεραυνός λειτούργησε σαν υπενθύμιση οτι έπρεπε να φύγει γρήγορα και ξεκίνησε να ακολουθεί το γνωστό του μονοπάτι, που ήλπιζε να τον οδηγήσει σε κάποιες απαντήσεις.

Η κάθοδος του βουνού ήταν απο φύση δύσκολη και το σκοτάδι που είχε πέσει την έκανε αδύνατη. Πλέον είχε αρχίσει να βρέχει τόσο δυνατά που ούτε τα κλαδιά των δέντρων δεν μπορούσαν να τον προστατέψουν από το μαστίγωμα της βροχής. Σταμάτησε και προσπάθησε να δει στον ορίζοντα τα φώτα του χωριού όμως τίποτα. Ήταν σαν να μην υπήρχε εκεί. Μήπως ακολούθησε λάθος μονοπάτι; Έκανε ενα κύκλο γύρω απο τον εαυτό του προσπαθώντας να βρει κάτι να προσανατολιστεί. Να έκανε λάθος και να βρέθηκε στην άλλη μεριά του βουνού; Όχι αυτό ήταν αδύνατο. Δεν είχε ανέβει τόσο ψηλά , δεν θα ήταν δυνατό ουτε να πλησιάσει με τόσο χαμηλές θερμοκρασίες στις κορυφές. Μήπως όντως ανέβηκε και τώρα είναι νεκρός; Όχι, ακόμα νιώθει τη βροχή και το κρύο.

Έτριψε τα χέρια του μεταξύ τους σε μια προσπάθεια να ζεσταθεί. Όχι, ήταν στο σωστό μονοπάτι, αναγνώρισε τα σημάδια που είχε βαλει για να βοηθήσει την αδερφή του να μάθει το δάσος. Με περισσότερη σιγουριά συνέχισε να προχωράει και να προχωράει, όμως ο δρόμος έμοιαζε να μην τελειώνει. Αν δεν είχε πανικοβληθεί πριν, τωρα σίγουρα το έκανε. Γονάτισε και άρχισε να ουρλιάζει όμως η καταιγίδα έπνιξε την φωνή του, σαν να ήταν τοσο ασήμαντη η δίκη του παρουσία εκεί. Ένιωσε οτι το ίδιο του βουνό, που άλλοτε τον έκρυβε και του χάριζε απλόχερα οτι είχε να προσφέρει, ήθελε να τον εκδικηθεί για κάτι που δεν ήξερε οτι είχε κάνει. Ένιωσε προδοσία απο τη φύση που όλη του τη ζωή υπηρετούσε σαν χειριστής της γης.

Σήκωσε το βλέμμα του αργά, σε κάτι που έμοιαζε να μην ανήκει εκεί. Μία κόκκινη κορδέλα ήταν πιασμένα σε ένα χαμηλό κλαδί και ανέμισε με τον ρυθμό του ανέμου. Την αναγνώρισε αμέσως.

Ήρθε μόνος του εδω, σωστά;
Σηκώθηκε και πλησίασε όμως πριν προλάβει να πιάσει την κορδέλα την παρέσυρε ο αέρας και πίσω απο το δέντρο εμφανίστηκε η αδερφή του. Ξαφνιασμένος έκανε μερικά βήματα πίσω.

"Τι κάνεις εδω;" ρώτησε ανήσυχος. "Δεν βλέπεις τον καιρό; Γιατί ήρθες;" πλησίασε και έπιασε την Κέννα απο τους ώμους, όμως τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Τραβήχτηκε αμέσως σοκαρισμένος.Η Κέννα έμεινε ανέκφραστη, και ακολούθησε τη κορδέλα με το βλέμμα της.

Ήρθε μόνος του εδω, σωστά; Η ερώτηση έγινε πιο έντονη και όσο προσπαθούσε να βρει απάντηση τόσο χανόταν. Το βλεμμα της αδερφής του, της αγαπημένης του αδερφής, γύρισε σε αυτόν και ηταν σκληρό.

"Τι της έκανες αδερφέ;"

"Τι.." ψέλλισε "Η Αμελια.....τι συνέβη;" είπε και κοίταξε προς τη κατεύθυνση που έφυγε η κορδέλα της λες και θα εμφανιζόταν η αγαπημένη του εκεί.

"Τι της έκανες;" επανέλαβε η Κέννα δείχνοντας το αίμα που τώρα είχε απλωθεί σε όλο του το σώμα.

Δεν μπορεί να είναι νεκρή.... Οχι.... Πότε δεν θα της έκανε κάτι τέτοιο.... ποτέ....

Ή μήπως το έκανε; πλέον δεν ήταν σίγουρος.

Έπεσε στα πόδια της αδερφής του, εκλιπαρούσε να του πει οτι ήταν όλα ψέμα, ένα κακό όνειρο. Η Κέννα έβαλε τη παλάμη της στο πρόσωπο του και και είπε ψυχρά.

"Την σκότωσες, όπως θα σκοτώσεις και όλους τους υπόλοιπους για να προστατέψεις εκείνη!"

Σηκώθηκε τόσο γρήγορα, σαν ο επόμενος κεραυνός ήταν να πέσει πάνω του. Κοιτούσε την αδερφή του και δεν την αναγνώριζε, γιατί δεν ήταν πραγματικά εκείνη. Δεν θα μπορούσε να.....

"Θα σκοτώσεις και εμένα για εκείνη Φιν." Τον πλησίασε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω του, του έβαλε ενα μαχαίρι στο χέρι και έκλεισε τη παλάμη γύρω του.

"Καντο!" Τον διέταξε.

"Τι βρόμικο παιχνίδι παίζεις;" φώναξε χωρίς να είναι σίγουρος σε ποιόν απευθύνεται.

"Ειναι το καθήκον σου, πρέπει να τη κρατήσεις στη ζωή" πλησίασε κοντά του, στο μαχαίρι που κρατούσε ακόμα στο χέρι του.

Ο Φιν δεν το άφησε, όμως δεν τολμούσε να βλάψει την αδερφή του. Ή οτι ήταν αυτό μπροστά του.

"Καντο!" Διέταξε μια άλλη φωνή που τώρα βρισκόταν πίσω του.

Ο Φίνιαν άλλαξε θέση, ώστε να έχει οπτική επαφή και με τις δυο γυναίκες.

"ΟΧΙ!" φώναξε "...δεν αποτελεί απειλή για σένα!"
Κοίταξε τη Κέννα με απελπισία και συνέχισε "...είναι από το αίμα μου, είναι και αυτή φύλακας σου!"

Η γυναίκα δεν έδειχνε να πείθεται. Έκανε ενα βήμα, που έμοιαζε σαν περισσότερα γιατί έκλεισε την απόσταση μεταξύ τους απότομα, πήρε το μαχαίρι απο το χέρι του και το κάρφωσε στο στήθος της Κέννα.

...........

Τις επόμενες μέρες ο φυλακισμένος της δεν έφαγε, δεν ήπιε, δεν κοιμήθηκε , ήταν ενα ζωντανό -ακομα- πτώμα. Ταίριαζε γάντι με τους υπόλοιπους εδω. Όμως η Πανδώρα είχε πάρει της απαντήσεις που ήθελε και τώρα έπρεπε να τις μεταφέρει.
Last edited by Pandora on Tue 27 Aug, 2024 7:05 pm, edited 1 time in total.


User avatar
Pandora
Posts: 11
Joined: Tue 30 May, 2023 8:37 pm
Contact:

Re: Θνητοί θεοι

Post by Pandora »

Καθόταν στην άβολη καρέκλα ενός κελιού, διαβάζοντας το βιβλίο της, ενώ ο κρατούμενος μπροστά της χτυπιόταν παλεύοντας στους εφιάλτες του. Σε αυτή την περίπτωση η Πανδώρα δεν χρειαζόταν να μπει μέσα μαζί του, είχε αρκετούς δαίμονες από μόνος του για να αντιμετωπίσει. Και δεν υπήρχε τίποτα αξιόλογο που να την αφορά σε αυτόν. Το είχε καταλάβει από τη πρώτη συνέδρια και όλο αυτό που τον υπέβαλε ήταν απλά αχρείαστο βασανιστήριο. Όμως του άξιζε. Και δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα.
Χρειαζόταν όλο το χρόνο που μπορούσε να κερδίσει μέχρι να έρθει απάντηση από την Ζιραέλ. Είχε περάσει ήδη μια εβδομάδα από τότε που έστειλε το μήνυμα της και περίμενε... δεν ήταν σίγουρη τι, δεν είχε ξαναβρεθεί με τόσο σοβαρό περιστατικό.

Τα αυτιά της άρχισαν να κουδουνίζουν.

"Πρέπει να μιλήσουμε."

Ένας ψίθυρος στο μυαλό της, την έκανε να πεταχτεί. Σήκωσε το κεφάλι της, ο κρατούμενος είχε σταματήσει να πολεμάει, το σώμα του είχε κουραστεί, οπότε τον άφησε από τον έλεγχο της.

"Σε ακούω." Απάντησε νοερά.

Το σιχαινοταν αυτό. Αισθανόταν αδύναμη στο έλεος οποιουδήποτε ήταν αυτός που της έδινε τις διαταγές. Δεν μπορούσε να ξέρει πότε έμπαινε στο κεφάλι της και τι έβλεπε και δεν είχε τρόπο να τον σταματήσει. Ούτε μπορούσε. Δούλευαν και οι δύο για την αντίσταση και τον Κέλεμπ.

Φανταζόταν ότι θα πρέπει να ήταν κάποιος μέσα στη δομή για να μπορεί να τη φτάνει τόσο εύκολα, όμως ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσει κάποιον. Και η ταυτότητα του έπρεπε να μείνει κρυφή. Η δίκη της πάλι όχι και τόσο.
Βγήκε από το κελί και κοίταξε γύρω, δεν υπήρχε κανείς. Πόσο κοντά βρισκόταν άραγε;

"Τον θέλουν, πρέπει να τον βγάλεις ζωντανό από εδώ." Η φωνή δυνάμωσε.

Συνέχισε να περπατάει στον διάδρομο των κελιών, παρατηρώντας όποιον έβρισκε μπροστά της, προσπαθώντας να πιάσει κάποιο βλέμμα ή κάποια αντίδραση. Τίποτα.

"Έχεις να προτείνεις κάποιον τρόπο; Γιατί το να βγω αγκαζέ με έναν κρατούμενο χαιρετώντας τους φρουρούς κάθε ορόφου δεν είναι λύση."

"Δικό σου πρόβλημα." Της απάντησε αδιάφορα.

"Φυσικά, "είπε περισσότερο σαν δίκη της σκέψη πάρα σαν απάντηση, "δεν παίζεται το δικό σου κεφάλι." Δεν ήταν σίγουρη αν την άκουσε η όχι, αλλά η φωνή του σταμάτησε να ηχεί στο κεφάλι της.

-------

Δεν τον είχε επισκεφτείτε ξανά μετά από εκείνη την μέρα και ο Φινν ένιωθε ευγνώμων που τον είχε αφήσει στην ησυχία του, όμως που ακριβώς τον άφηνε αυτό; Δεν είχε ιδέα πόσες μέρες είχαν περάσει από τότε και το σώμα του είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει.

Η πόρτα άνοιξε απότομα και η σειρήνα με τα πράσινα μαλλιά μπήκε μέσα.
"Κύριε Φέρελιθ " του είπε σαν χαιρετισμό με το αφοπλιστικό χαμόγελο που είχε συνήθως.
Η δεσμίδα με τα κλειδιά κουδουνούσε στα χέρια της καθώς τον πλησίαζε. Ο ήχος έσπασε την μονότονη σιωπή που υπήρχε στο κελί του τόσες μέρες.

Ο Φίνιαν ανακάθησε στην άβολη θέση του μόλις είδε τον Βιρίντιαν να ξεπροβάλει απο τον ώμο της. Κοιτούσε μία το φίδι, μία τη γυναίκα και προσπάθησε να μη δείξει φόβο.

"Δεν άντεξες μακριά μου, έτσι;" Δεν είχε νόημα να το παίζει σκληρός. Ήταν αλυσοδεμένος στο υπόγειο ενός φρουρίου, όμως δεν θα της έδινε την ικανοποίηση να τον δει σπασμένο.
"Τι παραπάνω περιμένεις να δεις που δεν το ξέρεις ηδη;" τη ρώτησε χωρίς να χάσει από το οπτικό του πεδίο το φίδι που ακόμα ήταν τυλιγμένο πάνω της.

Η Πανδώρα δεν απάντησε αμέσως. Κάθισε μπροστά του, όπως έκανε πάντα, στριφογύρισε τα κλειδιά στο χέρι της και στη συνέχεια τα άφησε στο κάθισμα δίπλα της.

"Σήμερα είμαι εδώ για να σου δείξω εγώ." Του απάντησε απαλά και σήκωσε το χέρι της για να μετακινήσει τις τούφες από τα μαλλιά του που είχαν κολλήσει πάνω του, όμως στη κίνησης της αυτή ο άντρας τραβήχτηκε απότομα.

Η Πανδώρα μάζεψε αργά το χέρι της και τον κοίταξε στα μάτια. Το βλεμμα της είχε κάτι το απόκοσμο, τον τρόμαζε και τον μανγήτιζε ταυτόχρονα.

Έπιασε το φίδι και προσεκτικά το έφερε κοντά του. Ο Φίνν τράνταξε τις αλυσίδες του σε μια προσπάθεια να απομακρυνθεί.

"Μη φοβάσαι,"το βλέμμα της απαλό, η φωνή της σαν δροσερό αεράκι σε μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού. "..δεν θα είναι όπως την προηγούμενη φορά." Ακολούθησε το βλέμμα του και σαν να κατάλαβε του είπε "Φοβάμαι όμως πως ο Βιρίντιαν είναι αναγκαίος. Δεν έχω την πολυτέλεια του χρόνου να σε περιμένω να κοιμηθείς"

Την κοίταξε με δυσπιστία. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί.
Δεν του άφησε πολλά περιθώρια,η μαγεία της σειρήνας τον χαλάρωσε αρκετά για τον Βιρίντιαν να ορμίσει στον λαιμό του.

Άνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν ακόμα στο κελί του, αλλά όχι ακριβώς. Έβλεπε τον εαυτό του, δεμένο και λιπόθυμο.

"Λέγεται αστρική προβολή." Ακούστηκε η φωνή της Πανδώρα απο πίσω του και τον έκανε να γυρίσει απότομα προς το μέρος της. "Βρίσκεσαι στο τώρα και σε όσα συμβαίνουν γύρω σου, ομώς κανείς δεν μπορεί να σε δεί."

Πλησίασε στην πόρτα και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Ο Φίνν έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο και στα σώματα που κάθονταν παγωμένα πλέον, στις θέσεις που βρίσκονταν οι ίδιοι πριν λίγα λεπτά, όμως ακολούθησε τη Πανδώρα χωρίς να πει τίποτα.

Ο διάδρομος έξω απο το κελί του ήταν σχεδόν άδειος, υπήρχαν μόνο μερικοί φύλακες.

"Βρίσκεσαι στην πτέρυγά μου, δεύτερο επίπεδο, " εξήγησε "..πέρα από εμένα και τους φύλακες δεν έρχεται κανείς άλλος. "
Κραυγές ακούστηκαν από ένα χαμηλότερο επίπεδο.
"Θεώρησε τον εαυτό σου τυχερό για αυτό." είπε με νόημα.
"Δεν καταλαβαίνω.." είπε ψιθυριστά, φοβούμενος μήπως τον ακούσει κάποιος, παρόλο που τον διαβεβαίωσε πως κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν.

Προσπέρασαν αρκετά κελιά και διαδρόμους και απο οτι κατάλαβε , η Πανδώρα τον οδηγούσε κάπου συγκεκριμένα. Σταμάτησαν μπροστά απο μία πόρτα. Ήταν διαφορετική απο αυτή που είχαν τα υπόλοιπα κελιά, ήταν πιο χοντρή και ένιωθε τα περιοριστικά μάγια που υπήρχαν να τον σπρώχνουν προς τα πίσω.

"Ποιός είναι εδώ μέσα; " ρώτησε περίεργος πλέον για τη συνέχεια.

"Ο Ούμπερ, ο θεός που έπρεπε να προστατέψω." Είπε παγωμένα η Πανδώρα χωρίς να πάρει τα μάτια της απο την πόρτα.

Η έκπληξη του Φίνιαν ήταν ζωγραφισμένη σε όλο του το πρόσωπο. Έμεινε να την κοιτάζει, αδυνατούσε να βρει τις λέξεις που έψαχνε. Υπήρχαν τόσα πολλά που ήθελε να ρωτήσει, τόσα πολλά που δεν μπορούσε να κατανοήσει.

"Είμαι φύλακας, σαν εσένα." Του είπε και έτεινε το χέρι της προς τη πόρτα.

Ο περιορισμός είχε πέσει, μπορούσε να το νιώσει. Ο Φίνιαν ένιωσε τη καρδια του να χτυπάει δυνατά, καθώς η Πανδώρα του έκανε νόημα να πλησιάσει. Τον έπιασε απο το χέρι και τον τράβηξε μέσα, χωρίς καν να ανοίξει την πόρτα. Κόλπα της αστρικής προβολής, σκέφτηκε.

Μέσα στο δωμάτιο βρισκόταν ένας βωμός απο μαύρη πέτρα και πάνω της ξαπλωμένος ένας άντρας. Δέν ήταν νεκρός, παρατήρησε, ούτε ζωντανός όμως.

"Τι στα κομμάτια σημαίνει αυτό; " γύρισε μπερδεμένος προς αυτήν, ομώς η Πανδώρα είχε ήδη πλησιάσει τον θεό.

"Είναι σε καταστολή. Τους θεούς που αιχμαλωτίζουν δεν τους σκοτώνουν, θα ήταν δύσκολο να εντοπίσουν ξανά τη γέννηση τους και να τους πιάσουν. Τους κρατάνε για όσο διαρκεί η ημίθεη ζωή τους. Τους φύλακες απο την άλλη... " έκανε μια παύση και τον κοίταξε. Ήταν σίγουρη οτι ήξερε τι εννοούσε.

Σαν να κατάλαβε τι τον περιμένει, ο Φίνν έκανε ένα βήμα πίσω.

"Αν είσαι η φύλακάς του, πως επέτρεψες να τον πιάσουν;" Ψέλισε. "Γιατί;"

Η Πανδώρα τον κοίταξε με ψυχρό βλέμμα, η φωνή της ήρεμη.
"Το βάρος της αναγέννησης είναι βαρύ, απαιτεί θυσίες. Πολλές φορές όχι μόνο απο τους φύλακες. Είναι κάτι που θα καταλάβεις σύντομα." Έκανε μια βαριά παύση και έπειτα συνέχισε.
"Εγώ τον παρέδωσα."

Ο Φίνν δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του απο τον Ούμπερ. Ένιωσε το στήθος του σφίγγεται από την αποκάληψη της Πανδώρα. Την κοίταξε ανύμπορος να πιστέψει αυτό που άκουγε.

"Εσύ…." Ξεκίνησε να λέει μα δεν ολοκλήρωσε. Ένα αρχέγονο ένστικτο τον έκανε να ριχτεί με όλη του τη δύναμη πάνω στη Πανδώρα, μα πριν προλάβει να την πιάσει βρέθηκε πίσω στο κελί του, εκεί απο όπου ξεκίνησε.

Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση και αποδοκιμασία.

"Είσαι σκέτη ντροπή για το αίμα σου." τα μάτια του έκαιγαν από οργή.

Σηκώθηκε απο τη θέση της , η στάση της σκηρή , δεν έμοιαζε να την ένοιαζαν οι προσβολές του, θα είχε ακούσει άπειρες τα χρόνια που έκανε αυτή τη δουλειά.

"Μοιάζουμε περισσότερο από όσο νομίζεις " του είπε.

"Δεν έχω καμία σχέση με εσένα! Έχεις προδώσει τον πιο ιερό όρκο, την ίδια τη ζωή, υπηρετώντας αυτά τα τέρατα."

"Έχεις πολλά να μάθεις ακόμα Φινν." Του απάντησε κάπως κουρασμένα και λίγο πριν κλείσει την πόρτα πίσω της συμπλήρωσε "Να προσέχεις."

Έμεινε να κοιτάει την κλειστή πόρτα σαν χαμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί του τα είπε όλα αυτά. Δεν....

Το βλέμμα του έπεσε στο κάθισμα μπροστά του, οπού τα κλειδιά της Πανδώρα ήταν ακόμα εκεί που τα είχε αφήσει.

-----------

Δεν είχε τολμήσει να ακουμπήσει τον βωμό του Ούμπερ, ήξερε καλά τι θα ξυπνούσε μέσα της και δεν ήταν κάτι που θα ρίσκαρε για κανέναν απο τους δύο. Είχε στρώσει τον δρόμο για τον Φίνν και ήλπιζε να ήταν αρκετά έξυπνος για να το καταλάβει. Είχαν μείνει κάποιες λεπτομέρειες που έπερε να ρυθμίσει.

Ανέβηκε βιαστικά στο επίπεδο των κοιτώνων του προσωπικού και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της, άνοιξε την πόρτα όμως κοντοστάθηκε απότομα στο κατώφλι. Κάποιος βρισκόταν ήδη μέσα.


User avatar
Pandora
Posts: 11
Joined: Tue 30 May, 2023 8:37 pm
Contact:

Re: Θνητοί θεοι

Post by Pandora »

Τα μάτια της προσαρμοστηκαν στο ημίφως που επικρατούσε στο δωμάτιό της και μπόρεσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του Άμπροους. Η παρουσία του την έκανε να παγώσει όμως έκρυψε την έκπληξη της όσο καλύτερα μπορούσε και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Δεν την κλείδωσε, όμως ήδη ένιωθε εγκλωβισμένη.

"Σε τι οφείλω αυτή την ξαφνική επίσκεψη;" ρώτησε σχεδόν αδιάφορα ξύνοντας λίγο τον εγωισμό του.

Ο άντρας φορούσε μια βελουτέ μπορντό ρόμπα, ελαφρώς δεμένη στη μέση του, αφήνοντας αρκετά εκτεθειμένο το στήθος του. Η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα του ερχόταν σε αντίθεση με τα έντονα, σκούρα μπλε μάτια του που έμοιαζανσαν να έχουν καταπιεί ολόκληρους γαλαξίες. Τα ξανθά του μαλλιά όπως πάντα, κομψά χτενισμένα προς τα πίσω του έδιναν έναν αριστοκρατικο αέρα.
Η Πανδώρα άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί πάνω του, θαυμάζοντας για λίγο την εντυπωσιακή του εμφάνιση. Ήξερε όμως καλά πόσο του άρεσε η προσοχή της, και αυτό της έδωσε μια αίσθηση ελέγχου.

"Ακούω πράγματα στους διαδρόμους του λάκου...." είπε αργά, παίζοντας αθώα με τη ζώνη της ρόμπας του, τραβώντας το βλέμμα της Πανδώρα χαμηλά. Δεν μπορούσε να δει, αλλά θα ορκίζοταν πως ήταν τελείως γυμνός κάτω από το βελούδο.

"..πως έχεις βρει έναν νέο άντρα και περνάς αρκετές ώρες μαζί του."

Το αίμα της Πανδώρα ξαφνικά πάγωσε. Δεν θα μπορούσε να ξέρει για τον Ρίγκελ, σωστά; Όχι ήταν αδύνατο, φρόντισε να τον κρύψει τόσο καλά που ούτε ο πράκτορας του Κέλεμπ θα μπορούσε να τον βρει.

Το μυαλό της πετάχτηκε στον Φινν, τον φυλακισμένο της, που ούτε αυτό ήταν παρήγορο σενάριο.
Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον Άμπροους να δει την παραμικρή αδυναμία. Μπορεί η ανέμελη εμφάνιση του να ξεγελούσε τους περισσότερους, όμως ήταν από τους πιο επικίνδυνους πράκτορες που είχε στη διάθεσή του το συμβούλιο. Δεν έπρεπε να μάθει την αξία του Φινν.

Όμως έπρεπε να σιγουρευτεί, να μάθει σε ποιον αναφέρεται και να δράσει ανάλογα.

"..Ξέρεις πόσο ζηλιάρης μπορώ να γίνω ." Είπε σχεδόν γουργουρίζοντας, και η απειλή βρήκε τον στόχο της.

Πανέμορφο, εγωκεντρικό αρχίδι, σκέφτηκε η Πανδώρα, όμως η λέξεις δεν βγήκαν πότε από το στόμα της. Αντ αυτού χαμογέλασε, με τον μοναδικό μαγικό τρόπο που είχε σαν σειρήνα, πράγμα που τον έκανε ακόμα πιο δεκτικό στο παιχνίδι της. Ήξερε καλά πώς να χειρίζεται τέτοιους άντρες, να κρύβει τον φόβο και την ένταση κάτω από ένα πέπλο γοητείας.

Σήκωσε το φρύδι με ενα ίχνος έκπληξης, σαν η διεκδίκηση του να ήταν κάτι πρωτόγνωρο για αυτή.

"Αναρωτιέμαι τι έκανα για να αξίζω την προσοχή κάποιου σαν εσένα..." είπε με μια ιδέα ειρωνείας, τόσο όσο για να τον προκαλέσει.

"....Παρόλα αυτά ομολογώ οτι δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς. Ξέρεις οτι ελάχιστα βγαίνω από την δομή." Συνέχισε με την ελπίδα να της αποκαλύψει οτιδήποτε.

Έκανε αργά βήματα προς το τραπεζάκι με το κρασί- το καλύτερο κόκκινο που μπορούσε να προσφέρει η Αμρούνα- απολαμβάνοντας τον τρόπο που την παρακολουθούσε. Έπιασε την κανάτα με το χέρι της σχεδόν να τρέμει από την ένταση, γέμισε ένα ποτήρι και γύρισε ξανά προς το μέρος του.

"Λοιπόν; Τι συμβαίνει;" τον ρώτησε, κοιτάζοντας τον ξανά από πάνω μέχρι κάτω, τελείως προκλητικά αυτή τη φορά.

"Ξέρεις τι θέλω. Αυτό που ήθελα πάντα!" Της είπε ενώ χαιδευε τη μεταξένια ρόμπα της Πανδώρα που ήταν ριγμένη στη καρέκλα δίπλα του, και μπορούσε να δει στο πρόσωπο του πως η επιφανειακή τού ηρεμία πολύ εύκολα θα γυρνούσε σε χάος με μια λάθος της κίνηση.

"Σε θέλω Πανδώρα!" Της είπε και ακούστηκε περισσότερο σαν διαταγή παρά σαν εκδήλωση πάθους..."Θα ήμασταν αήττητοι μαζί!" Συνέχισε και τα μάτια του έκαιγαν από έπαρση.

Είχε δίκαιο, θα ήταν. Αν δεν βρίσκονταν σε διαφορετικές μεριές της σκακιέρας η δύναμη τους θα ήτανασυναγώνιστη. Θα είχε προσπαθήσει να τον πάρει με το μέρος της, αλλά η αλαζονεία του και ο σαδισμός του ήταν κατι που δεν ταίριαζε σε αυτό που υπηρετούσε.

Όμως υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι που δεν της έλεγε. Ήταν πολύ έξυπνος για να υποκύψει μόνο στο πάθος για αυτήν. Αν ήταν δύναμη αυτό που ήθελε, είχε ήδη αρκετή από μόνος του. Ήταν στην κορυφή της ιεραρχίας τους, τι παραπάνω αναζητούσε;

Κάτι ακόμα που έπρεπε να ανακαλύψει. Σε τι ήθελε να την μπλέξει;


Χαμογέλασε πονηρά και χωρίς να πάρει τα μάτια της από τα δικά του ήπιε αργά και προκλητικά από το ποτήρι που κρατούσε σαν απάντηση στη πρόταση που της έκανε, κρύβοντας επιδέξια κάθε σκέψη που γυρνούσε στο μυαλό της. Μια λεπτή γραμμή από κρασί κύλησε στο σαγόνι της και κατέβηκε στον λαιμό της. Ο Άμπροους την πλησίασε αργά σαν αρπακτικό που πλησιάζει το θήραμα του. Πήρε το ποτήρι από το χέρι της, το άδειασε με τη μια και στη συνέχεια την έπιασε απο το λαιμό. Η Πανδώρα ξαφνιάστηκε όμως δεν έφερε αντίρρηση. Αντίθετα, έγειρε το κεφάλι της ελαφρά πίσω, σε μια κίνηση ψεύτικης παράδοσης.

Αν το παιχνίδι της αποπλάνησης είχε όνομα, θα ήταν το δικό της. Ο Άμπροους, παρασυρμένος από την αλαζονεία του για το κατόρθωμα του, είχε ξεχάσει ότι η Πανδώρα δεν ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα, αλλά το ίδιο επικίνδυνη και ικανή πράκτορας με αυτόν.

Ξεκίνησε να γλείφει απο τον λαιμό της τις σταγόνες από το κρασί, που τώρα είχαν φτάσει μέχρι το στήθος της. Ο άντρας με μια κίνηση του χεριού του σάρωσε οτι υπήρχε πάνω στο τραπεζάκι και την έβαλε να κάτσει πάνω. Τα χέρια του την κρατούσαν σφιχτά ακίνητη, ενώ τα χείλη του συνέχισαν να διασχίζουν την έκταση του λαιμού της, κατεβαινοντας λαίμαργα προς τα κάτω.

Ενώ ήταν ακόμα απασχολημένος με το στήθος της, η Πανδώρα κοίταξε στο πάτωμα, την σπασμένη κανάτα και το πανάκριβο χαλί της που είχε μουλιάσει από το κρασί. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγει αυτός ο λεκές.

Απογοητευμένη με το χαλί και τον ηλίθιο που πάλευε να της ανοίξει τον κορσέ θυμήθηκε πως κάπου στο κομοδίνο της είχε ένα ζευγάρι χειροπέδες σαν αυτές που έδεναν τους κρατούμενους, από το ίδιο υλικό που μπλοκάρει τη χρήση της μαγείας.

Αυτό θα τον έκανε έξαλλο, αλλά ίσως της έδινε λίγο χρόνο για να πάρει απαντήσεις και να βρει τον πραγματικό του στόχο. Αν έβρισκε κάτι εναντίον του, το συμβούλιο θα φρόντιζε να τον εξαφανίσει και αυτή θα αποκτούσε περισσότερη εξουσία και δύναμη.

Τον έσπρωξε απο πάνω της και συνέχισε να τον σπρώχνει μέχρι το κρεβάτι της, όπου και υπάκουα ξάπλωσε με μεγάλη ευχαρίστηση από την πρωτοβουλία της Πανδώρα να πάρει τον έλεγχο.

Τέλεια, τον έχει εκεί που θέλει.

Ανέβηκε πάνω του και το μόνο που έβλεπε στα μάτια του ήταν πόθος. Όχι ο ίδιος που είχε ο Ρίγκελ, όχι! Αυτό ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι άγριο και τρομακτικό.

Δεν είχε σημασία, έπρεπε να πιάσει τις χειροπέδες και να του τις φορέσει.

Του σήκωσε τα χέρια στο προσκέφαλο του κρεβατιού και πλησίασε το πρόσωπο της στο δικό του. Ο Άμπροους τεντώθηκε για να τη φιλήσει όμως η Πανδώρα έμεινε ελάχιστα χιλιοστά πιο μακριά κάνοντας τον ακόμα πιο ανυπόμονο.

Το ενα της χέρι είχε σχεδόν φτάσει στο συρτάρι, όσο με το άλλο κρατούσε ακόμα τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του.

"Έτσι αρέσει και στον άνθρωπο σου; Ποιό είναι το όνομα του είπαμε; Ρίμπεν; Ρίσεν;" Είπε ξαφνικά.

Ο χρόνος σαν να σταμάτησε για την Πανδώρα στην αναφορά του Ρίγκελ. Έμεινε με το χέρι μετέωρο.

"Τι είπες...;" ρώτησε η σειρήνα καθώς ο πανικός άρχισε να τη καταβάλει.

"Μη.." πήγε να μιλήσει όμως δεν πρόλαβε. Ο Άμπροους την άρπαξε και με μία αβίαστη κίνηση την έβαλε από κάτω του.

"Νόμιζες πως..." δεν ολοκλήρωσε καν τη πρόταση και άρχισε να γελάει χαιρέκακα. "Δεν μ'άρεσει να μοιράζομαι.." είπε καθώς περνούσε τα χείλη του απο τη καμπύλη του λαιμού της. "...οπότε θα πρέπει να εξαφανίσω τον ανταγωνισμό."

Το ένστικτο της προστασίας που είχε για το άλλο της μισό έκανε το αίμα της να βράζει. Ο φόβος που την είχε κυριεύσει αρχικά είχε μετατραπεί σε άγρια αποφασιστικότητα και δεν θα σταματούσε πουθενά.

Άρχισε να χτυπιέται ,προσπαθούσε να ξεφύγει από τη λαβή του όμως αυτό έκανε τον έκανε να γελάσει περισσότερο. Ήταν άδικος κόπος, ήταν πολύ πιο δυνατός από αυτή, όμως δεν υπήρχε περίπτωση να παραιτηθεί τόσο εύκολα.

Και τότε, ευκαιρία παρουσιάστηκε. Ο Άμπροους, πιστεύοντας πως είχε τον απόλυτο έλεγχο, της άφησε ελάχιστο χώρο για να κινηθεί. Η Πανδώρα σήκωσε το κεφάλι της και του δάγκωσε το λαιμό όσο πιο δυνατά μπορούσε. Άρχισε να φωνάζει από τον ξαφνικό πόνο και τότε κατάφερε να τον πετάξει τελείως από πάνω της. Η έκπληξη ήταν εμφανής στο πορσελάνινο πρόσωπο του καθώς συνειδητοποίησε πως τον έκανε να ματώσει.

"Θα πάρω τον χρόνο μου με τον άνθρωπο σου!" Είπε τις λέξεις σαν να έφτυνε στο γεγονός οτι προτίμησε έναν αδύναμο άνθρωπο από τον ίδιο, και συνέχισε κρατώντας τον λαιμό του "..και θα σε κάνω να βλέπεις!"

Η οργή της ξεχείλισε. Άνοιξε το συρτάρι της αλλά αντί για τις χειροπέδες έπιασε το μαχαιράκι αλληλογραφίας και πριν προλάβει ο Άμπροους να αντιδράσει του το κάρφωσε με όση δύναμη είχε μέσα στο μάτι.


User avatar
Pandora
Posts: 11
Joined: Tue 30 May, 2023 8:37 pm
Contact:

Re: Θνητοί θεοι

Post by Pandora »

Ο Άμπροους ούρλιαξε σαν τραυματισμένο ζώο. Το αίμα χυθηκε από το τραύμα λερωνοντας τα πάντα γύρω. Η Πανδώρα, λαχανιασμένη, πήδηξε από το κρεβάτι και έκανε μερικά βήματα μακριά του. Ο άντρας τεντωσε το χέρι του σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να την πιάσει. Γραπώθηκε απο τις κουρτίνες σκίζοντας τες και σωριάστηκε στο πάτωμα με έναν δυνατό γδούπο.

Η Πανδώρα στεκόταν εκεί, τα πόδια της να τρέμουν, οι παλμοί της γρήγοροι, ίσα που μπορούσε να αναπνεύσει. Μεθυσμένη από αδρεναλίνη και οργή, κρατούσε ακόμα το ματωμένο μαχαιράκι σφιχτά στο χέρι της, σαν να υπήρχε πιθανότητα μετά από αυτό το χτύπημα ο Άμπροους να σηκωθεί και να της επιτεθεί.

Έμεινε να κοιτάζει το άψυχο σώμα του για μερικές στιγμές, η αναπνοή της ακόμα κοφτή.

"Σκατά! "Τον σκότωσε συνειδητοποίησε. Τα προηγούμενα λεπτά έμοιαζαν ένα όνειρο, σαν αυτά που συνήθιζε να ρίχνει τους κρατούμενους της, γεμάτο ψευδαισθήσεις. Όμως η πραγματικότητα βρισκόταν μπροστά της, μέσα σε μια λίμνη αίματος που όλο και μεγάλωνε.

Έκανε ένα βήμα προς το σώμα του. Είχε κάνει το αναγκαίο, αλλά δεν μπορούσε να νιώσει καμία νίκη. Ήξερε πως αυτός ο θάνατος θα της προκαλούσε προβλήματα.

Το μαχαίρι έπεσε από το χέρι της με έναν μεταλλικό θόρυβο. Το άφησε να πέσει, λες και αυτο θα αναιρουσε ότι έγινε ή ότι πρόκειται να γίνει μετά από αυτό.

Έπεσε στα γόνατα τρέμοντας. Η επίγνωση του τι έκανε, έκανε το στομάχι της να ανακατευτεί.

Έπρεπε να φύγει, αλλά το σώμα της δεν κουνιόταν, το ένιωθε άκαμπτο σαν το πτώμα που βρισκόταν μπροστά της. Είχε παγώσει εκεί, με τα χέρια της γεμάτα από το αίμα του Άμπροους. Απόδειξη για το τι ήταν ικανή να κάνει.
Η Πανδώρα έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να ηρεμήσει, να θυμηθεί την εκπαίδευσητης. Όμως το μόνο που βρήκε ήταν το κενό.


Κοίταξε γύρω της, το διαλυμένο δωμάτιο της, θα μπορούσε να πει οτι της επιτέθηκε, οτι τον σκότωσε σε αυτοάμυνα. Δεν ήταν τελείως ψέμα.
Ή θα μπορούσε να φύγει, να επιστρέψει στη Ζιραέλ, και θα αντιμετώπιζε εκεί τις συνέπειες της αποτυχίας της.

Η πόρτα της ανοίξε απότομα και ένας σκουρόχρωμος άντρας μπήκε μέσα σχεδόν λαχανιασμένος.

Την έβαψε!

Ο άντρας πήρε μερικά δευτερόλεπτα να αξιολογήσει αυτό που έβλεπε, έκλεισε την πόρτα πίσω του και γύρισε το βλέμμα του στην Πανδώρα που καθόταν ακόμα στο πάτωμα με τα μάτια γουρλωμένα.

"Πρέπει να φύγεις " της είπε κοφτά και τότε αναγνώρισε τη φωνή του, την ίδια φωνή που της έδινε διαταγές νοητά τόσο καιρό. Φαινόταν ανήσυχος.

Με γρήγορο αποφασιστικό βήματα την πλησίασε και τη σήκωσε με μεγάλη ευκολία στα πόδια της.
Συνέχισε να τον κοιτάει χωρίς να καταλαβαίνει. Γύρισε το κεφάλι της προς τον νεκρό Άμπροους σαν να ήθελε να του εξηγήσει τι έγινε, όμως ούτε αυτό μπορούσε να κάνει.

Ακολούθησε το βλέμμα της και σαν να μην τον νοιάζει καθόλου για οτι είδε συνέχισε.
"Πρέπει να φύγεις, υπάρχει αναταραχή στη δομή. Κάποιοι κρατούμενοι το έσκασαν.." την κοίταξε με νόημα περιμένοντας να καταλάβει. Στο βάθος ακουγόταν ένας αμυδρός συναγερμός που επιβεβαίωνε τα λόγια του.

Μια αχτίδα ελπίδας ζωντάνεψε μέσα της. Ήξερε πως ο Φινν ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλάβει τα στοιχεία που του άφησε.
"Μην ανησυχείς για αυτόν.." είπε δείχνοντας το νεκρό πράκτορα "...η δομή θα πέσει σήμερα."

Πετάχτηκε σαν να έφαγε σφαλιάρα.
"Υπάρχουν αθώοι εδώ! Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!" Είπε βρίσκοντας κάπως τον αυτοέλεγχο της.

"Όσοι έπρεπε, έχουν απομακρυνθεί. Πάρε οτι χρειάζεσαι και εξαφανίσου. Υπάρχει ενα καράβι στο λιμάνι, η Ωρόρα, φρόντισε να είσαι επάνω απόψε πριν φύγει." Την άφησε να στέκεται σαν χαμένη και πλησίασε προς το παράθυρο, περνώντας πάνω από τον Άμπροους σαν να ήταν ένα απλό εμπόδιο και όχι ο ισχυρός άντρας που ήταν λίγα λεπτά πριν.
Ο άντρας μετακίνησε στην άκρη τις σκισμένες κουρτίνες και κοίταξε κάτω στο προαύλιο, αξιολογώντας την κατάσταση.
" Πρέπει να βιαστείς αν θες να φύγεις ζωντανή." Είπε χωρίς να τη κοιτάξει. Φωνές άρχισαν να πλημμυρίζουν τον διάδρομο έξω από το δωμάτιο της και κατάλαβε πως έπρεπε να υπακούσει.

"Πρέπει να πάρω τον Ούμπερ." ψιθύρισε, κάνοντας ένα βήμα προς την πόρτα.

"Δεν είναι εδώ. Ποτέ δεν ήταν." Γύρισε το βλέμμα του σταθερό σε εκείνη, ζυγίζοντας τη αντίδραση της.

Το κεφάλι της άρχισε να μουδιάζει.
"Τι εννοείς.." ρώτησε με βραχνή φωνή και ένιωσε την ανάσα της να κόβεται.

Την πλησίασε χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Η Πανδώρα κοίταξε φευγαλέα την λεπίδα που ήταν ακόμα πεταμένη στο πάτωμα. Αναρωτήθηκε αν ήταν πραγματικά έτοιμη να προσπαθήσει σκοτώσει ακόμα έναν πράκτορα, κλείνοντας κάθε πόρτα σωτηρίας για εκείνη.

Ο άντρας κυριολεκτικά διάβασε τις σκέψεις της και σταμάτησε μερικά βήματα μακριά της.
"Ο Ούμπερ ήταν μοχλός ελέγχου και το εισιτήριο σου για εδώ. Δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά. "

Το βλέμμα της ήταν γεμάτο θυμό. Ένιωθε αδύναμη και αυτό ήταν ένα πράγμα που σιχαινόταν. Άρχισε να αμφισβητεί όλα όσα ήξερε, όλα όσα είχε κάνει μέχρι τώρα. Ένιωθε την προδοσία από αυτούς που εμπιστεύτηκε.

Εκείνος έσκυψε προς το μέρος της και την έπιασε απο τους ώμους , τα μάτια του σταθερά στα δικά της.
"Μη ξεχνάς ποια είσαι. Είσαι μια πράκτορας για ένα πολύ σημαντικό σκοπό. Όλοι υπακουμε διαταγές, είτε μας αρέσουν είτε όχι. Για λόγους ασφαλείας πολλά πράγματα είναι απόρρητα. Ολο αυτό.." είπε δείχνοντας το δωμάτιο, το κτήριο, ολόκληρη τη δομή "...είναι έτοιμο να καταρρεύσει, και μαζί με αυτό και η ψευδαίσθηση που φύτεψαν στο μυαλό σου."

Ήθελε να τον χτυπήσει, να φωνάξει. Δεν είχε αποδείξει την αξία της πριν έρθει εδω; Ένιωθε τόσο ανόητη. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

"Θα ξεκαθαρίσουν ολα με τον καιρό, όμως τώρα πρέπει να φύγεις." αφησε τα χέρια του να πέσουν απο πανω της.

"Βρες το πλοίο. Φύγε. Ο χρόνος σου τελειώνει." Η φωνή του είχε γυρίσει πισω στην απόμακρη χροιά που είχε συνήθως.

Η Πανδώρα τον κοίταξε με μίσος, αλλά βαθιά μέσα της ήξερε πως είχε δίκιο.



Ξεκίνησε να τρέχει μέσα από τους κατεστραμμένους διαδρόμους, προσπαθώντας να απομακρυνθεί από τον πανικό. Οι φωνές και τα ουρλιαχτά γύρω της προμήνυαν την αρχή της πτώσης που της ανέφερε ο ελεγκτής της πως θα έρθει. Προσπάθησε να τα μπλοκάρει όλα, τον θυμό, τον πανικό, την αμφιβολία. Το μόνο που είχε στο μυαλό της ήταν να φτάσει στο λιμάνι και την Ωρόρα.
Η αδρεναλίνη στο σώμα της άρχισε να εξασθενεί αφήνοντας την εξαντλημένη.
Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει κύκλους μέσα από τη δομή, αποφεύγοντας δεσμοφύλακες και κυρίως δραπέτες, για να βγει στο πίσω μέρος, εκεί που ήλπιζε πως θα μπορούσε να το σκάσει απαρατήρητη και χωρίς κίνδυνο. Τουλάχιστον έτσι υπολόγιζε.

Φεύγοντας από το δωμάτιο της δεν πήρε πολλά μαζί της. Τα πράγματα που ήταν σημαντικά για εκείνη δεν βρίσκονταν εκεί. Το μόνο που πήρε ήταν ένα κουτί, τόσο μικρό που χωρούσε στη τσέπη του φορέματος της, μερικά χρήματα και τον Βιρίντιαν, που παρέμενε τυλιγμένος και κρυμμένος κάτω απο την κάπα της.


Σχεδόν είχε φτάσει στην έξοδο.

Στρίβοντας σε έναν διάδρομο, παραπάτησε. Το βλέμμα της έπεσε κάτω και πάγωσε.

Ήταν εκείνος.

Ο Φιν.
Το σώμα του ήταν πεσμένο μπρούμυτα, πάνω στο ίδιο του το αίμα. Η Πανδώρα έμεινε ακίνητη, με το μυαλό της να αδυνατεί να δεχτεί αυτό που βλέπει. Ένας κόμπος σχηματίστηκε στον λαιμό της καθώς πλησίασε αργά, σχεδόν παραπατώντας απο τη κούραση και το σοκ.
"Όχι... όχι..." ψιθύρισε, γονατίζοντας δίπλα του. Είχε φτάσει τόσο κοντά.
"Γαμώτο!" Είπε ξεπνοα.
Με τρεμάμενα χέρια τον γύρισε ανάσκελα. Το πρόσωπό του φαινόταν γαλήνιο παρά τον επίπονο θάνατο που φαίνεται να του έδωσαν.

Άκουσε θορύβους πιο πέρα και συνειδητοποίησε πως δεν είχε χρόνο να θρηνήσει. Πριν σηκωθεί, έψαξε τις τσέπες του και βρήκε ένα μικρό φυλαχτό -ένα ξύλινο γεράκι. Ήξερε ακριβώς σε ποιον θα ήθελε να το δώσει. Το έβαλε με προσοχή μέσα στο μικρό κουτάκι της. Σηκώθηκε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της, και άφησε τον Φιν πίσω της. Η καρδιά της πονούσε, αλλά τα βήματά της έγιναν πιο σίγουρα. Δεν θα άφηνε τον θάνατό του να πάει χαμένος.

Είχε διασχίσει το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης προς τη πόλη Έρως. Το σκοτάδι είχε πέσει κρύβοντας την παρουσία της απο οποιοδήποτε περίεργο μάτι. Γύρισε και κοίταξε πίσω της, τη δομή που πλέον την είχαν καταπιεί οι φλόγες. Αυτό το μέρος καταστράφηκε όμως θα τη στοιχειώνει για πολύ καιρό ακόμα.

Ο θάνατος που άφησε πίσω, αυτός που προκάλεσε και αυτός που προσπάθησε να αποφύγει, είναι ένα βάρος που θα κουβαλάει μαζι της για πάντα.

Η πόλη ήταν ήσυχη. Πέρα από κάποια μπαρ όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά ήταν κλειστά. Δεν θα ρίσκαρε να περάσει από το μαγαζί της Σελέστ και της Άισλιν, να τις αποχαιρετήσει.

Όχι, δεν ήταν αντίο αυτό.

Έπρεπε να τις ενημερώσει όμως για ότι έγινε. Αύριο το πρωί θα μάθουν για τη φωτιά και θα ανησυχήσουν. Πρέπει να τους πει ότι είναι εντάξει και μόνο ένας τρόπος υπάρχει, αυτός που υποσχέθηκε να μη χρησιμοποιήσει ποτέ. Όμως τώρα όλα είναι διαφορετικά.

Στεκόταν στο λιμάνι, μπροστά από ενα επιβλητικό καράβι, την Ωρόρα όπως τη διαβεβαίωσε ένας μεθυσμένος ναύτης. Το μόνο που έμεινε να κάνει ήταν να πείσει τον καπετάνιο να την πάρει μαζί του.


<Τέλος θέματος >


Post Reply

Return to “EROS ISLANDS”