Role Playing Writing Game

Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)

User avatar
Checkmate
Posts: 82
Joined: Wed 11 Jan, 2023 4:40 pm

Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)

Post by Checkmate »

Πρώτη φορά ανέβαινε σε κατάρτι στη ζωή του και το αριστερό του χέρι ήταν τραυματισμένο σε σημείο που άφηνε κηλίδες πάνω στα σκοινιά. Δεν πτοήθηκε, αν και η ανάβασή του δυσκόλευε.

Η Ωρόρα είχε μοναδικό σχεδιασμό, μάλλον κατ' εντολή του πατέρα της Σόρμπι, με τρία κατάρτια με δύο πανιά το καθένα, ένα μεγάλο χαμηλά και ένα μικρότερο ψηλά, αντί για τρία ίδια. Επίσης στην κορυφή των πανιών έδενε και ένα επιπλέον δοκάρι οριζόντια για να κρατά σταθερότερο το πανί. Κάθε κατάρτι είχε εκατέρωθεν δύο ζευγάρια ξάρτια, πλεχτά σκοινιά και τροχαίες για γρηγορότερη, ανάβαση ή κατάβαση ανάλογα την ανάγκη. Στην πλώρη, την πρύμνη, και στα κενά ανάμεσα στα κατάρτια ήταν τοποθετημένες συστοιχίες μικρότερων πανιών, τριγωνικών, για να εκμεταλλεύονται τις πλευρικές ώσεις των ανέμων. Κάθε κατάρτι στην κορυφή του είχε ένα τριχένιο και ψάθινο παρατηρητήριο, τις λεγόμενες φωλιές των κορακιών, όπου στη μεσαία συνήθιζε να αράζει ο Τιμ. Ένα πολυδαίδαλο σύστημα επιπλέον μηχανισμών, εδινε σταθερότητα και ασφάλεια κατά την πλεύση, συν το πρόσθιο έμβολο με την επιβλητική του μάτσα να σκίζουν το νερό και το αέρα. Στο μέσο και στην πρύμνη κυμάτιζαν οι σημαίες της Ωρόρα.

Χρησιμοποιώντας ένα χέρι για ώθηση και τα πόδια του για ισορροπία έφτασε αργά αλλά σταθερά στη φωλιά του Τιμ. Όταν σήκωσε το βλέμμα του ζαλίστηκε απ΄την ανοιχτοσιά και τον αέρα. Παραπάτησε και κόντεψε να πέσει στο κενό. Ευτυχώς γι αυτόν, ο Τιμ πέταξε και τον κράτησε με το ράμφος του. Του έριξε ένα βλέμμα τύπου, μα καλά θα πεθάνεις απ΄την πρώτη μέρα, έκρωξε δυνατά και πέταξε προς την πρύμνη. Αφού συνήθισε το πόστο, βάλθηκε να κατέβει όπου και πάλι ύστερα από λίγο μπουρδουκλώθηκε στα σκοινιά και κατέληξε να κρέμεται ανάποδα ενάμιση μέτρο από το έδαφος.

Βλαστημώντας ο Νειλ τον κατέβασε και τον έκραξε που κηλίδωσε τα σκοινιά και τα ξάρτια με το αίμα του και τον έστειλα κατευθείαν στο δωμάτιο της Σόρμπι να φροντίσει την πληγή του. Αιμορραγώντας, από την ανοιχτή πληγή σύρθηκε μέχρι την πρύμνη και χτύπησε την πόρτα δεν ήταν σίγουρος ότι άκουσε απάντηση, όμως έσπρωξε απαλά την πόρτα και μπήκε, τα παράθυρα ήταν κλειστά, το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και μόνο δύο κεριά έκαιγαν δημιουργώντας περισσότερο σκιές παρά φως τριγύρω.

"Εεεε Σόρμπιιιι..."


...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...

Image
User avatar
Shorby
Posts: 86
Joined: Wed 11 Jan, 2023 11:30 am

Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)

Post by Shorby »

Όταν άρχιζε να σουρουπώνει, εκείνες τις στιγμές που ο ήλιος έδυε και οι ελάχιστες ακτίνες του άλλαζαν συνεχώς τα χρώματα του ουρανού και της θάλασσας, εκείνες οι ώρες -και οι πρωινές- ήταν οι αγαπημένες στιγμές της Σόρμπι. Συνήθιζε να βρίσκεται στην καμπίνα της, στο πίσω μέρος του δωματίου, αγναντεύοντας την θάλασσα με τις ώρες. Πολλές φορές ήταν ο τρόπος που σκεφτόταν. Άλλες ο τρόπος που χαλάρωνε. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι αυτές οι στιγμές είχαν μια ιεροτελεστία και ήταν μόνο δικές της. Την ηρεμία της διέκοψε ο Τσεκμειτ. "Εε Σόρμπι" είπε διστακτικά αντικρίζοντας το σκοτεινό δωμάτιο.

Η Σόρμπι αναστέναξε και πλησίασε το γραφείο της ανάβοντας ακόμα ένα κερί. "Πλησίασε" του είπε, ενώ ξεκίνησε να ετοιμάζει όπως έκανε και για την ίδια. Όλες τις κεραλοιφές, τους επιδέσμους και το ρούμι. Με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς να του απευθύνει τον λόγο καθόλου, -ίσως γιατί ακόμα η σκέψη της ταξίδευε με τα κύματα της θάλασσας- η Σόρμπι ξεκίνησε να του περιποιείται το χέρι εξηγώντας κάθε βήμα και κάθε υλικό που χρησιμοποιούσε. Μόλις τελείωσε έδεσε απαλά το χέρι του Τσέκμειτ και υπολόγισε. "Ίσως σου πάρει δυο βδομάδες γιατί θα το χρησιμοποιείς. Το σωστό είναι να το έχεις καλυμμένο όσο περισσότερο γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και να το αφήνεις να παίρνει αέρα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Θα σου δώσω αυτά τα αλείμματα τα οποία θα βάζεις κάθε πρωί και κάθε βράδυ. και φυσικά πρέπει να πίνεις πολύ νερό" κατέληξε.

Αγνοώντας σχεδόν την ύπαρξή του, περπάτησε προς το πίσω μέρος και συνέχισε να αγναντεύει την θάλασσα . Ο ήλιος τώρα έριχνε τις τελευταίες γαλαζωπές του ακτίνες. Η θάλασσα μπροστά ήταν ένα πέλαγος από πορτοκαλί και μπλε σε κάθε απόχρωση.


User avatar
Checkmate
Posts: 82
Joined: Wed 11 Jan, 2023 4:40 pm

Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)

Post by Checkmate »

Έκανε να φύγει μα η ενέργεια της Σόρμπι τον μαγνήτισε. Σχεδόν αθόρυβα κρατώντας το τραυματισμένο του χέρι την πλησίασε και βάλθηκε να αγναντεύει μαζί το αφρένιο μονοπάτι που άφησε πάνω στο νερό η Ορόρα. Ήξερε ότι ίσως και να της χαλούσε τη στιγμή, όμως η αύρα της θαλασσας τον είχε καθηλώσει.

Έριχνε κλεφτιές ματιές στην καπετάνισσα όμως εκείνη δεν έμοιαζε διατεθειμένη ασχοληθεί μαζί του, είχε μαγνητιστεί απ τη θάλασσα.

Η στιγμή ήταν καθηλωτική όμως πέρασε και έπρεπε να φύγει, πλησίασε το πρόσωπο της Σόρμπι σε απόσταση αναπνοής και της ψυθίρισε ευχαριστώ και μία τυχαία, ίσως εσκεμμένη, ίσως δεν ήξερε, κίνηση του χεριου του άγγιξε απαλά τα δάχτυλά της.

Είχε περάσει το όριο και βιάστηκε να φύγει, κοντοστάθηκε μήπως δει κάποια αντίδραση, προσπάθησε να διαβάσει την στιβαρή της ακινησία και το καρφωμένο βλέμμα της στο νερό, προσπάθησε να μαντέψει τις σκέψεις της, προσπάθησε να κατανοήσει τη στάση της, όμως με το πέρας κάποιων δευτερολέπτων, αποφάσισε πως είναι καλύτερα να την αφήσει μόνη της.

Αργά και ήσυχα σύρθηκε προς τα έξω, άπλωσε το υγιέςτου χέρι στο πόμολο της πόρτας της καμπίνας και το κίνησε αργά μέχρι να ακουστεί το κρακ του μηχανισμού...


...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...

Image
User avatar
Shorby
Posts: 86
Joined: Wed 11 Jan, 2023 11:30 am

Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)

Post by Shorby »

Η ματιά της είχε ήδη χαθεί στα έντονα χρώματα της φύσης. Ένιωθε την καρδιά της τόσο ήρεμη, αλλά και ταυτόχρονα να θέλει να σπάσει τα πλευρά της και να βουτήξει μέσα στη θάλασσα. Η φωνή του Τσέκμειτ ήταν απόηχος κυμάτων μέσα σε σπηλιά βαθιά. Το άγγιγμα του, ένα χάδι νερού που έρχεται και φεύγει, όπως τα κύματα. Τα μάτια της είχαν πάρει το ίδιο χρώμα του ουρανού και η μνήμη της την οδήγησε σε παλιές χαμένες αναμνήσεις, κάποτε στη λήθη ξεχασμένες, μα τώρα τα κύματα και ο ουρανός τις είχαν ανασύρει στην επιφάνεια.

Κοιτούσε την ίδια ακριβώς εικόνα, μόνο που δίπλα ήταν ο πατέρας της. "Κοίτα Σόρμπι, όλοι είμαστε πλάσματα κάτω από τον ίδιο ουρανό. Αυτό να το θυμάσαι πάντα. Όταν όλοι έχουν την ίδια σκεπή πάνω απο τα κεφάλια τους, κανείς δεν είναι ισχυρότερος απο εσένα. Αρκεί να αδράξεις την δύναμη. Να...έτσι" είπε και με μια κίνηση του χεριού του, άρπαξε τον αέρα. "Κάντο και εσύ". Η μικρή Σόρμπι υπάκουσε, μα όταν άνοιξε το χέρι της, τίποτα δεν ήταν εκεί. Κοίταξε μπερδεμένη τον πατέρα της και εκείνος γέλασε. "Κράτα το χέρι σου ανοιχτό...μπράβο...και τώρα κλείστο. Έτσι ναι. Αυτό που ήταν, είναι ακόμα. Η πηγή της ζωής, ο αέρας είναι παντού και πουθενά. Τον αναπνέεις, αλλά δεν τον βλέπεις, ούτε τον γεύεσαι, ούτε τον αγγίζεις, ούτε τον μυρίζεις, μόνο τον ακούς, κι αυτό όχι πάντα. Με τις αισθήσεις μας ο αέρας μάλλον δεν υπάρχει, κι όμως είναι παντού, σωστά;" είπε και χαμογέλασε στη μικρή. "Αυτό να θυμάσαι, έτσι είναι η δύναμη. Υπάρχει, μα δεν υπάρχει. Είναι παντού, αρκεί να ξέρεις πως να την αδράξεις. Κι όταν το μάθεις, κάτω από την ίδια σκέπη θα είσαι δυνατότερη από άλλους που δεν ξέρουν πως. Να προσέχεις μονάχα αυτούς που ξέρουν να δημιουργούν από το τίποτα. Όπως θα κάνεις κ εσύ. Μόνο τους ίδιους σαν εσένα να προσέχεις."
"Ελααααατε για φαι" ήταν η φωνή της μητέρας της, γλυκιά, δεν την είχε ξανακούσει έτσι. Ή μάλλον είχε πολλά χρόνια. Από τον χαμό του πατέρα της.

Η Σόρμπι ανοιγόκλεισε τα μάτια της γρήγορα, και δάκρυα ένιωσε στα μάγουλα της. Τα χρώματα του ουρανού είχαν αλλάξει. Ήταν ξημερώματα. Κοιμήθηκε; Ονειρεύτηκε καθιστή; Δεν κατάλαβε. Κοίταξε το χέρι της. Το σήκωσε αργά και έκανε κίνηση να αρπάξει τον αέρα. Το έφερε μπροστά της και άνοιξε αργά τα δάχτυλα της. "Αυτό που ήταν, είναι ακόμα" ψιθύρισε. "Είναι εδώ" και βάλθηκε να κοιτά το τίποτα πάνω απο την παλάμη της. "Κι όμως, είναι εδώ" Ανάσανε βαθιά απο την κοιλιά της. "Το αναπνέω, είναι εδώ"

Την στιγμή εκείνη ο Τιμ ξύπνησε από τις ζεστές ακτίνες του ήλιου και περπάτησε προς την Σόρμπι. Της έκρωξε χαρούμενα και ανέβηκε στο πόδι της. "Ω Τιμ, καλημέρα" του είπε γλυκά και άρχισε να του ξύνει το κεφαλάκι. "Λίγο ακόμα και θα σηκωθούμε, το ύποσχομαι. Σήμερα φτάνουμε στον προορισμό μας"


User avatar
Checkmate
Posts: 82
Joined: Wed 11 Jan, 2023 4:40 pm

Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)

Post by Checkmate »

Το πρωί βρήκε τον Checkmate αγουροξυπνημένο από τη βραδινή του βάρδια στην πρύμνη. Το βράδυ κύλησε ήσυχα με τα φώτα από το νησί Έρος να τρεμοπαίζουν στον ορίζοντα σαν μικρά φαναράκια πάνω στο νερό. Έριξε νερό στο πρόσωπό του, ντύθηκε και βάλθηκε να περιμένει οδηγίες. Το πλήρωμα είχε μαζευτεί ήδη στο καράβι και περίμενε γα την πρωινή αναφορά, χωρίς τη Σόρμπι.

"Άντρες!", βροντοφώναξε ο Νειλ, "χθες το βράδυ αφήσαμε πίσω μας το νησί 'Ερος και σήμερα θα φτάσουμε στο προορισμό μας, τα νησιά Ράουν. Βγάλτε σβελτάδα και ζωντάνια να μας βρει το βράδυ όπως πρέπει για να ξεκουραστείτε! Η καπετάνισσά μας δεν θα εμφανιστεί στο κατάστρωμα μέχρι οι δουλειές της ημέρας να γίνουν και η Ωρόρα να λάμπει! Εμπρός!"

Με μία φωνή το πλήρωμα καταπιάστηκε με τις πρωινές δουλειές, εκτός όσων είχαν νυχτερινή βάρδια. "Έχεις ξαναδεί τα νησιά Ράουν;", τον ρώτησε χαμηλόφωνα ένας ναύτης. "Όχι, πρώτη φορά τώρα", του αποκρίθηκε το ξωτικό, " να προσέχεις, οι ντόπιοι δεν είναι συνηθισμένοι σε πολύχρωμους φωνακλάδες, πρέπει να είμαστε όσο πιο απαρατήρητοι γίνεται".

Καθώς τον άκουγε κατάλαβε ότι τον έβαλε ο Νειλ να του κάνει την εισαγωγή και αποφάσισε να είναι πιο προσεκτικός. Σηκώθηκε και πήγε να κάτσει κοντά στην πλώρη για να χαζέψει την πρωτόγνωρη θέα και να απολαύσει τη μυρωδία της θάλασσας. Όταν ήρθε η ώρα του πόστου του, πήγε πήρε τα σκοινιά του, το χέρι του είχε επανέλθει περιέργως πολύ γρήγορα, και ανέβηκε στο μεσσαίο κατάρτι. Επιθεώρηση πανιών, καθαρισμός και αλλαγή σκοινιών, στερέωση ξαρτιών και καθαρισμός της "φωλιάς" του Τιμ.

Η ώρα πέρασε ευχάριστα, δεν έκανε αφόρητη ζέστη και με το άκουσμα της σφυρίχτρας του Νειλ πήγε να πάρει θέση για την επιθεώρηση της Σόρμπι...


...The last thing you 're gonna feel, is my blade in your neck...

Image
User avatar
Shorby
Posts: 86
Joined: Wed 11 Jan, 2023 11:30 am

Re: Μεταξύ κατεργαρέων (Σόρμπι, Τσέκμειτ)

Post by Shorby »

Η Ωρόρα έλαμπε. Η Σόρμπι βγήκε από την καμπίνα της ζωηρή για την επιθεώρηση. Αντί αυτού πήγε κατευθείαν καρφί στον Νέιλ. Δυο καρπαζιές στον ώμο και ένα "Εύγε!" ήταν η μόνη επιθεώρηση που έγινε. Του Νέιλ του ξέφυγε ένα "ω μα τους θεούς" αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει και κάτι άλλο. Η Σόρμπι πήρε την θέση της μπροστά στο πλήρωμα και φώναξε τις επόμενες οδηγίες. "Φτάνουμε στο Ουν, είπε και έδειξε το νησί που πλησίαζε στον ορίζοντα τους, πρέπει να κινηθούμε γρήγορα και αποτελεσματικά για την αλλαγή. Όπως και στις πρόβες μας, η Ωρόρα θα μείνει με τους 20 συν του Τσέκμειτ λόγω της δουλειάς μας. Οι υπόλοιποι θέλω να είστε σε πλήρη επαγρύπνηση!! Θα είμαστε σε ευάλωτη θέση, μη χαλαρώσετε επειδή είμαστε τέρμα θεού! Περιμένω να γίνουν όλα σωστά, αλλιώς θα σας πετάξω το ρούμι! Ελεύθεροι και ξεκινήστε τις δουλειές!"

Η Σόρμπι βρήκε τον Τσέκμειτ, θα έπρεπε να του εξηγήσει κάποια πράγματα. Το Ουν είναι το νησί στο χάρτι χωρίς όνομα, όπως δίχως όνομα είναι και τα δικά μας νησιά. Σα να μην ένοιαζε τους πρωτευουσιάνους να ασχοληθούν μαζί μας. Λες και δεν υπάρχουμε. Το Ουν είναι το τελευταίο νησάκι πριν την κόλαση των Ράουν και γι αυτό ελάχιστοι έρχονται εδώ. Συνήθως επίδοξοι ναυτικοί που θέλουν να μπουν να δοκιμάσουν την τύχη τους στα Ράουν. Οι κάτοικοι του νησιού -ναι Τσεκμειτ κατοικείται, τι περίμενες- λένε πως πολύ παλιά τα Ράουν δεν ήταν έτσι. Λένε πως παλιά το Ουν και τα Ραουν ήταν μια συστάδα νήσων που ανήκε στην θεά της Θάλασσας, μα όταν οι παλιοί θεοί εκπέσαν, η κατάρα της έπιασε τα Ραουν. Η αλήθεια είναι οτι κανείς δεν έχει εξερευνήσει τα Ράουν επαρκώς για να ξέρει, αλλά πιστεύω τις ιστορίες. Τώρα το Ουν είναι μόνο του, οι κάτοικοι του ξεχασμένοι. Εμείς ανα διαστήματα περνάμε και τους βοηθάμε. Είτε φέρνοντας προμήθειες, είτε μένοντας στο νησί με δουλειές που πρέπει να γίνουν. Βλέπεις τα παιδιά μεγαλώνουν θέλοντας να φύγουν από το Ουν και έτσι οι περισσότεροι νέοι έχουν μεταναστεύσει είτε για το Έρος, είτε για κάποιο από τα δικά μας νησιά. Θα σε συμβούλευα να μη φας κάτι βαρύ σήμερα" είπε στον Τσέκμειτ και έφυγε για τις δουλειές της.

Μόλις το πόδι της πάτησε άμμο, μπροστά τους βρίσκονταν ήδη ο Νουρ και η συνοδεία του. Ο Νουρ ήταν ο γηραιότερος του χωριού και ένας πολύ καλός σαμάνος. Η γυναίκα του είχε πεθάνει χρόνια πριν και ελλείψει γυναίκας σαμάνου, ανέλαβε τα καθήκοντα.
"Σας περίμενα" είπε με τρεμάμενη φωνή. "Οι δικοί μου σας είδαν προχθές στον ορίζοντα. Φαντάζομαι ήρθατε για ακόμα μία πρόβα;" ρώτησε και άνοιξε τα χέρια του. Η Σόρμπι χώθηκε στην αγκαλιά του και έκλεισε τα μάτια της σ αυτήν την ειλικρινή φωλίτσα. "Όχι αυτή τη φορά θείε. Αυτή τη φορά μπαίνουμε κανονικά. Θείε, υπάρχει κάποιος που θέλω να γνωρίσεις" είπε η Σόρμπι.
"Ωωω, μας έφερες το παλικάρι σου;" ρώτησε αθώα ο Νουρ. Το πλήρωμα της χαχάνισε. Η Σόρμπι κοκκίνισε στιγμιαία. "Όχχχι, θείε, είναι συνεργάτης μου"
"Α, συγχώρα με παιδί μου. Σ αυτήν την ηλικία περιμένουμε άλλα νέα. χεχε...ελάτε όμως περάστε. Οι δικοί μου θα βοηθήσουν. Νέιλ τι χαμπάρια μεγάλε! Κάθε φορά νομίζω γίνεσαι όλο και πιο άσβερκος". Ο Νέιλ και όλοι γελάσαν. Ο Νέιλ απάντησε καυστικά " Όχι θείο, εσύ γερνάς περισσότερο και μικραίνεις. Άντε πάρε τα μικρά στην καλυβα σου και άσε τις δουλειές στους άντρες"

Οι άντρες του Νουρ έβγαλαν τα καίκια τους και όλο το πλήρωμα της Σόρμπι επιδόθηκε στο να ξεφορτώνει την Ωρόρα από κάθε αντικείμενο με βάρος. Η Σόρμπι, ο Τσέκμειτ και ο Νουρ πήραν τον δρόμο για το χωριό.
............................................................................................................................................................................

Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου έδιναν στον ουρανό αυτό το υπέροχο χρώμα που αγαπούσε η Σόρμπι. Ο Τσέκμειτ πιάστηκε να ακούει όλη μέρα ιστορίες της Σόρμπι και του Νουρ. Νέα που είχαν να μοιραστούν μεταξύ τους. Η Σόρμπι του ανέλυσε με κάθε λεπτομέρεια την γνωριμία τους, καθώς και την δουλειά που είχαν κλείσει. Ο Τσέκμειτ κατάλαβε ότι αυτός ο γέρος δεν ήταν ο οποιοσδήποτε για την Σόρμπι. Ο Νουρ είχε μια αύρα ειλικρίνειας και αγνότητας, μα πάνω απόλα οικειότητας. Η Σόρμπι τον έβλεπε σαν τον παππού της. Δεν είχε γνωρίσε ποτέ κανέναν από τους γονείς των γονιών της, αλλά θεωρούσε ότι κάπως έτσι θα ήταν.
Ο Νέιλ μπήκε στην καλύβα να αναγγείλει το τέλος των εργασιών. Έδωσε μια μπουνιά στον Τσέκμειτ "Την γλύτωσες τενεκέ ε" του είπε.
Όλο το εμπόρευμα της Ωρόρα, και όλα τα όπλα είχαν μεταφερθεί και είχαν κρυφτεί καλά στο νησί. Αυτή η δοσοληψία κρατούσε από τα χρόνια του πατέρα της όταν ο Νουρ ήταν νέος ακόμα και ο ίδιος θυμόταν τον δικό του πατέρα να του λέει παρόμοιες ιστορίες. Η Ωρόρα τώρα ήταν μόνο το σκαρί της, πανάλαφρη σαν να είχε μόλις γεννηθεί.
Η Σόρμπι μίλησε τις τελευταίες λεπτομέρειες με τον Νέιλ και τον Νουρ και έπειτα πρόσταξε στον Νέιλ. "Να ξεκουραστείτε απο τώρα. Απο αύριο μας περιμένουν μεγάλες μέρες"
Γύρισε στον Τσέκμειτ "Θα κοιμηθείς μαζί με τα παιδιά. Έχουν καλά στρώματα εδώ, θα είναι ανθρώπινος ύπνος. Ξεκουράσου όσο περισσότερο γίνεται. Και Τσεκμειτ....μην αγχωνεσαι. Δεν θα το έκανα, αν δεν ήξερα ότι μπορώ. Καληνύχτα." είπε και πήρε τον δρόμο για την καλύβα του Νουρ.

ΤΕΛΟΣ ΘΡΕΝΤ.
Συνέχεια εδώ


Post Reply

Return to “ASHTASCO”